ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ
Αντιθέτως, η ίδια μέχρι τη δεκαετία του 1960 έστελνε μετανάστες, πρώτα στις νέες χώρες των ΗΠΑ, του Καναδά και της Αυστραλίας και, κατά την πρόσφατη περίοδο, στις βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης, με πρώτη τη Γερμανία. Η μετανάστευση αυτή είχε νόμιμο και αυστηρά ελεγχόμενο χαρακτήρα.
Η Ελλάδα, ως αποτέλεσμα επίσης της ανταλλαγής πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και της συρρικνώσεως και αναδιπλώσεως στη μητροπολιτική Ελλάδα του περιφερειακού ελληνισμού, είχε έτσι ένα θαυμαστό επίπεδο εθνικής ομοιογένειας και εθνικής συνοχής, που ανερχόταν στο 97% του πληθυσμού.
Υπήρχε κανένας λόγος να επιδιωχθεί ως πολιτικός στόχος η υπονόμευση της συνοχής αυτής ή να γίνει ανεκτή η ανεξέλεγκτη είσοδος και εγκατάσταση ξένων πληθυσμών στη χώρα; Εάν ανατρέξει κανείς στη δεκαετία του 1990, όταν άρχισε η μαζική λαθρομετανάστευση στην Ελλάδα, θα διαπιστώσει ότι δεν υπήρξε καμιά κυβέρνηση, κανένας υπουργός και κανένας πολιτικός ηγέτης που να πρότεινε υπεύθυνα την εισαγωγή ξένου εργατικού δυναμικού για τις ανάγκες της Ελληνικής οικονομίας. Έγινε μόνο μια ατυχής δήλωση στην Αλβανία του σημερινού πρωθυπουργού, ως υπουργού τότε της Κυβερνήσεως Μητσοτάκη, η οποία όμως δεν πήρε τη μορφή συγκεκριμένης κυβερνητικής πολιτικής με πρακτικές συνέπειες.
Θα διαπιστώσει επίσης κανείς ότι έγιναν κατά την περίοδο αυτή δύο άλλα καταλυτικά εξωτερικά γεγονότα, τα οποία δεν είναι άσχετα με τη μαζική λαθρομετανάστευση που άρχισε λίγο μετά. Το πρώτο είναι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως και των άλλων καθεστώτων του λεγομένου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Το δεύτερο και συναφές είναι το άνοιγμα των συνόρων των καθεστώτων αυτών.
Οι παραπάνω παράγοντες ευνόησαν αντικειμενικά την ανάπτυξη της λαθρομεταναστεύσεως. Δεν αποτελούσαν όμως αδήριτη ανάγκη για μια χώρα που θέλει και έχει ως σταθερή πολιτική και εθνικό στόχο τον έλεγχο των συνόρων της και τη διαφύλαξη της συνοχής της.
Η μαζική λαθρομετανάστευση
αναπτύχθηκε στην Ελλάδα έπειτα
από επίσημη αλλαγή πολιτικής
Η θλιβερή πραγματικότητα είναι ότι η μαζική λαθρομετανάστευση στην Ελλάδα αναπτύχθηκε έπειτα από επίσημη αλλαγή πολιτικής. Η αλλαγή αυτή οριοθετείται χρονικά στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1990, όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας ως Πρωθυπουργός ο Κώστας Σημίτης, με στενό συμπαραστάτη και μετέπειτα διάδοχό του στο κόμμα τον τότε υπουργό του Γιώργο Παπανδρέου.
Τότε, με αφορμή τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, η Ελλάδα πιέσθηκε να δεχθεί στο έδαφός της, ως ένδειξη δήθεν αλληλεγγύης, μέχρι ένα εκατομμύριο «πρόσφυγες» από την Αλβανία. Με ποια λογική ενέδωσε η Ελληνική κυβέρνηση σε τέτοιες πιέσεις; Δεν γνώριζε ότι ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία έγινε, με εξωτερική υποκίνηση και παρεμβάσεις, μεταξύ των εθνικών και θρησκευτικών ομάδων της χώρας; Δεν ήταν εξ ορισμού «πολυπολιτισμική» η Γιουγκοσλαβία; Δεν γνώριζε ότι οι εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες ήταν πάντα στα Βαλκάνια αφορμή για εξωτερικές επεμβάσεις, κρίσεις και πολέμους; Γιατί η ομοιογενής Ελλάδα θα έπρεπε να αποκτήσει πάλι μειονότητες στο έδαφός της από γειτονικά κράτη; Δεν γνώριζε ότι η Ελλάδα έχει, ειδικότερα, εθνικά προβλήματα κυρίως με την Τουρκία και ότι πρέπει να είναι πολύ προσεκτική σε θέματα μειονοτήτων και εθνικής συνοχής;
Ακόμη και αν χρειαζόταν και είχε λόγους η Ελλάδα να δεχθεί στο έδαφός της σημαντικό αριθμό ξένων εργαζομένων από γειτονική χώρα, θα έπρεπε να δώσει προσοχή στο καθεστώς παραμονής και να μην επιτρέψει να έχει αυτό για όλους αυτόματο χαρακτήρα μόνιμης εγκαταστάσεως.
Διακήρυξη από τον τότε
πρωθυπουργό της χώρας ότι
«η Ελλάδα πρέπει να γίνει
πολυπολιτισμική»
Η σαφέστατη ένδειξη ότι η Ελλάδα άλλαξε επισήμως την πολιτική της για τη μετανάστευση και τη λαθρομετανάστευση διαπιστώνεται στην επίσημη διακήρυξη, διά στόματος του τότε Πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, ότι «η Ελλάδα πρέπει να γίνει πολυπολιτισμική»!
Η διακήρυξη αυτή ενέπνευσε μια ολόκληρη πολιτική σε διάφορα επίπεδα.
Το αυτονόητο ερώτημα που τίθεται για κάθε άνθρωπο που έχει τον κοινό νου είναι το γιατί η Ελλάδα «πρέπει να γίνει πολυπολιτισμική». Το δεύτερο, ακόλουθο ερώτημα είναι το πώς γίνεται «πολυπολιτισμική». Προφανώς, με άνοιγμα των συνόρων και ανοχή στην ανεξέλεγκτη είσοδο και εγκατάσταση ξένων πληθυσμών στη χώρα.
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο και απορίας άξιον ότι υπό τις συνθήκες αυτές άρχισε από το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1990 η ανεξέλεγκτη μαζική λαθρομετανάστευση. Είναι ενδεικτικό επίσης το γεγονός ότι η ανοχή προς αυτήν δεν περιορίσθηκε στους υπηκόους των γειτονικών χωρών και γενικότερα των υπηκόων των πρώην καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Επεξετάθη γρήγορα σε όλους τους υποτιθέμενους «πρόσφυγες», «πολιτικούς» και «οικονομικούς», απ’ όλες τις χώρες του πλανήτη, ακόμη και από τις πιο μακρινές και απίθανες.
Με ποια όμως λογική, με ποια
σκέψη και με ποια ιδεολογήματα
επεβλήθη η πολιτική αυτή στην
Ελλάδα;
Είναι φυσικό ν’ αναρωτηθεί κανείς με ποια λογική, με ποια σκέψη και με ποια ιδεολογήματα επεβλήθη η πολιτική αυτή στην Ελλάδα.
Η απάντηση είναι απλή. Η κυβέρνηση Σημίτη ανέλαβε να προωθήσει στην Ελλάδα, με το ψευδεπίγραφο σύνθημα του δήθεν «εκσυγχρονισμού», την πολιτική και την ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης. Τη συγκάλυψε μάλιστα, για να την κάνει πιο παραπλανητική και αποδεκτή, με τον μανδύα της Ευρώπης και της υποτιθέμενης προσαρμογής στα Ευρωπαϊκά δεδομένα. Η επιχείρηση αυτή δεν ήταν δύσκολη, γιατί, ήδη από τις αρχές του 1990, η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε αρχίσει να συγχέεται και να ταυτίζεται με τις πολιτικές της παγκοσμιοποίησης.
Με επαρχιακή μάλιστα έπαρση, ο τότε Πρωθυπουργός παρουσιαζόταν ότι βρίσκεται στην Ευρωπαϊκή πρωτοπορία. Δεν είναι επομένως τυχαίο ότι, στο πνεύμα αυτό, πήρε την πρωτοβουλία να προωθήσει στην Ευρώπη, με την ευκαιρία της Ελληνικής Προεδρίας, τις πρώτες «φιλελεύθερες» Ευρωπαϊκές Οδηγίες για τη Μετανάστευση, ειδικότερα για τους λεγόμενους «επί μακρόν διαμένοντες μετανάστες» και την «οικογενειακή επανένωση».
Η διαμόρφωση κοινής Ευρωπαϊκής πολιτικής για τη μετανάστευση δεν είναι καταρχήν κακή, εφόσον εντάσσεται στην προοπτική της ενωμένης Ευρώπης και των κοινών γενικά πολιτικών. Το να αναλαμβάνει όμως την πρωτοβουλία για τη φιλελευθεροποίηση της Ευρωπαϊκής πολιτικής απέναντι στη λαθρομετανάστευση μια χώρα που δέχεται στα σύνορά της τον μεγαλύτερο αριθμό λαθρομεταναστών προς την Ευρώπη είναι απορίας άξιον και θέτει αδυσώπητα ερωτήματα.
Όταν μάλιστα η χώρα αυτή συνορεύει με την Τουρκία, με την οποία έχει εθνικά προβλήματα και η οποία χρησιμοποιεί απροκάλυπτα τη λαθρομετανάστευση ως ασύμμετρο γεωπολιτικό όπλο κατά της Ελλάδος.
Η μεταναστευτική αυτή πολιτική, που εκφράσθηκε στο εσωτερικό με διαδοχικές αλλαγές του νομοθετικού πλαισίου και ακατάσχετη προπαγάνδα για «πολυπολιτισμική κοινωνία» δεν ανεστράφη από την επόμενη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Η τελευταία συναίνεσε ουσιαστικά στην ίδια γραμμή και αυτό είναι ένα δείγμα της διακομματικής επιρροής που ασκούσαν και στα δύο μεγάλα κυβερνητικά κόμματα η πολιτική και τα ιδεολογήματα της παγκοσμιοποίησης.
Τα κόμματα της Αριστεράς, συγχέοντας τον παραδοσιακό αριστερό διεθνισμό με τα ιδεολογήματα της παγκοσμιοποίησης, έσπευσαν και αυτά να πρωτοστατήσουν σε μια πολιτική ανοχής απέναντι στη λαθρομετανάστευση.
Δεν υπάρχουν σήμερα άλλα
περιθώρια για τη συνέχιση της
ίδιας πολιτικής
Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι σήμερα ορατά στον καθένα και είναι πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπισθούν εκ των υστέρων παρά εκ των προτέρων. Πέρα από όλα τα άλλα προβλήματα που δημιουργεί η συνέχιση της ανεξέλεγκτης λαθρομεταναστεύσεως, ο Ελληνικός λαός είδε προσφάτως, όπως και σε άλλες περιπτώσεις πριν, θέαμα που δεν το είδε ούτε καν στην Τουρκία, μια μεγάλη Μουσουλμανική χώρα. Πλήθη Μουσουλμάνων να πλημμυρίζουν την πλατεία Ομονοίας, με άκρατο φανατισμό, και να συγκρούονται με την Αστυνομία, διαμαρτυρόμενοι για την περίφημη βλάσφημη ταινία κατά του προφήτη Μωάμεθ. Οι εικόνες θύμιζαν παρόμοιες σκηνές από τα μαινόμενα πλήθη στο Πακιστάν και στο Μπαγκλαντές, χώρες από τις οποίες κυρίως κατάγονται και οι διαμαρτυρόμενοι των Αθηνών.
Πώς ξαφνικά απέκτησε η Ελλάδα, μέσα σε λίγα χρόνια, τόσα πλήθη Μουσουλμάνων; Αντιλαμβάνεται κανείς τι προβλήματα μπορεί να δημιουργήσει για τη χώρα και το μέλλον της η κατάσταση αυτή, όχι μόνο σε σχέση με την Τουρκία, αλλά με ολόκληρο τώρα τον Μουσουλμανικό κόσμο;
Το μεγαλύτερο σήμερα κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, διά στόματος του σημερινού Πρωθυπουργού, διεκήρυξε προεκλογικά μια άλλη, αυστηρή πολιτική για την παράνομη μετανάστευση. Η πολιτική όμως αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο σύνολό της, εφόσον δεν υπάρχει γι’ αυτήν συναίνεση σ’ όλη τη γραμμή από τα συγκυβερνώντα κόμματα.
Η ακολουθούμενη πολιτική παραμένει επομένως περιορισμένη και ανεπαρκής για να αντιμετωπίσει το θέμα σε στρατηγικό επίπεδο. Σαφέστατα, η κατάσταση βελτιώθηκε και στις πόλεις και στον Έβρο και στην καταπολέμηση του παρεμπορίου, που αποτελεί μια από τις μεγάλες πληγές της λαθρομεταναστεύσεως.
Χρειάζονται όμως αποφασιστικές παρεμβάσεις:
α. Πρώτ’ απ’ όλα στο νομοθετικό επίπεδο, με κατάργηση του νόμου Ραγκούση περί ιθαγενείας και επανεξέταση άλλων νομοθετικών ρυθμίσεων που λειτουργούν ως τροχοπέδη και φαλκιδεύουν την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος.
β. Στη βιομηχανία πλαστών εγγράφων, που εξασφαλίζει, με το αζημίωτο, χαρτιά σε όλους.
γ. Στην εφαρμογή των Ευρωπαϊκών Οδηγιών για τους επί μακρόν διαμένοντας και για την οικογενειακή επανένωση. Η εφαρμογή των Οδηγιών πρέπει να ανασταλεί προσωρινά μέχρι τον αποτελεσματικό έλεγχο της λαθρομεταναστεύσεως, ώστε το δικαίωμα αυτό να παρέχεται μόνο σ’ αυτούς που εκπληρώνουν νομίμως τους αναγκαίους όρους.
δ. Στην περίεργη αποκέντρωση της αρμοδιότητας παροχής εγγράφων διαμονής, που μειώνει τον κεντρικό έλεγχο και καθιστά πιο εύκολες τις υπερβάσεις και τις αποκλίσεις από μια κεντρική πολιτική για τη λαθρομετανάστευση.
Εκτός όμως από τις παρεμβάσεις στο εθνικό επίπεδο, χρειάζονται αντίστοιχες παρεμβάσεις στο Ευρωπαϊκό επίπεδο. Συγκεκριμένα:
α. Η Ελλάδα πρέπει να θέσει επιτακτικά το θέμα της Οδηγίας για το πολιτικό άσυλο. Οι όροι της Οδηγίας αυτής είναι καταχρηστικοί και υπερβολικοί και δημιουργούν μέγα πρόβλημα για την Ελλάδα. Δεν είναι δυνατόν να είναι υποχρεωμένη η Ελλάδα να «υποδεχθεί» οποιονδήποτε παρουσιασθεί στα σύνορά της και ισχυρισθεί ότι είναι δήθεν «πρόσφυγας». Όταν παρουσιάζονται, με τον τρόπο αυτό, 100.000 ή 150.000 κάθε χρόνο, η Ελλάδα αντιμετωπίζει κατάσταση εκτάκτων συνθηκών και πρόβλημα εθνικής ασφάλειας. Δεν είναι δυνατόν να γίνει όμηρος μιας τέτοιας ανεδαφικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας για το Άσυλο.
Θα πρέπει επομένως να επιφυλαχθεί για την εφαρμογή της οδηγίας αυτής και να ζητήσει την επανεξέτασή της. Εάν δεν υπάρξει ανταπόκριση, η Ελλάδα να επικαλεσθεί την ύπαρξη εκτάκτων συνθηκών και κινδύνου εθνικής ασφάλειας και ν’ αναστείλει επ’ αόριστον την εφαρμογή της.
Η επαναβεβαίωση, σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, της συμφωνίας του Δουβλίνου ΙΙ είναι ένας λόγος παραπάνω. Δεν είναι δυνατόν οι άλλες Ευρωπαϊκές χώρες να λαμβάνουν μέτρα προστασίας τους από τη λαθρομετανάστευση και η Ελλάδα να αφήνεται σε ρόλο Ευρωπαϊκού αναχώματος.
β. Η Ελλάδα πρέπει να θέσει επίσης πιο επιτακτικά τρία άλλα θέματα. Το πρώτο αφορά τον ρόλο της Τουρκίας στην προαγωγή της λαθρομεταναστεύσεως στην Ευρώπη. Το δεύτερο αφορά την υπογραφή από την Ευρώπη συμφωνιών επανεισδοχής με τις χώρες από τις οποίες προέρχονται οι λαθρομετανάστες. Το τρίτο αφορά την παροχή στην Ελλάδα μεγαλύτερης βοήθειας για τον έλεγχο των συνόρων, τη διαχείριση του θέματος της λαθρομεταναστεύσεως και τον επαναπατρισμό των λαθρομεταναστών.
Όλα όμως τα παραπάνω έχουν ως αναγκαία προϋπόθεση τη διαμόρφωση μιας εθνικής συναινετικής πολιτικής. Αυτό απαιτεί τα κόμματα που εξακολουθούν να υποστηρίζουν ακόμη μια άκριτη πολιτική για τη λαθρομετανάστευση να αντιληφθούν τους κινδύνους που διαγράφονται και να επανεξετάσουν την πολιτική τους.