Ο εφιάλτης είναι παρών, ακόμα κι αν η τρικομματική κυβέρνηση κάνει πως δεν τον βλέπει
Η κυβέρνηση κινείται σε ρόλο διεκπεραιωτή των ειλημμένων αποφάσεων της «τρόικας», των δανειστών. Είναι φανερό ότι δεν μπορεί να παραγάγει έργο, δεν μπορεί να κινηθεί πέραν των ορίων και καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί πριν ήδη σχηματιστεί. Η ξένη εξάρτηση και τα ντόπια συμφέροντα, που βρίσκονται σε απόλυτη σύμπλευση, είχαν προπαγανδίσει και τελικά επιβάλει τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης που θα αποδεχόταν χωρίς όρους τη συμμετοχή στο ευρώ και θα έκανε όσα χρειαζόταν για τη διασφάλιση αυτής της συμμετοχής. Στον βαθμό που και οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί που σχηματίζουν τη συμμαχική αυτή κυβέρνηση απέκλειαν κάθε άλλη λύση πλην «της ευρωπαϊκής» (με ό,τι και όσα αυτό σημαίνει) οι δανειστές-εταίροι βρίσκονταν και τυπικά σε θέση ισχύος: Αφού αποκλείετε κάθε άλλη λύση και θέλετε ευρώ και Ευρωζώνη, θα κάνετε όσα λέμε. Αλλιώς τίθεστε αυτομάτως εκτός ευρώ. Δεν χρειάζεται να υπάρχει μηχανισμός αποπομπής της Ελλάδας (ή οποιασδήποτε χώρας μέλους της Ευρωζώνης) όπως επικαλούνταν ορισμένοι αφελείς για να εκδιωχθεί από το ευρώ: μπορούν να την αναγκάσουν να φύγει μόνη της! Να την οδηγήσουν στην έξοδο από το ενιαίο νόμισμα όταν απλώς δεν θα επαρκούν τα χρήματα των πολιτών για να εκπληρώσουν τις ανάγκες και τις δεσμεύσεις τους. Αν π.χ. ένας άνθρωπος έχει ανελαστικές δαπάνες 1.000 ευρώ και εισπράττει 700 είναι προφανές ότι δεν μπορεί να ζήσει με το συρρικνωμένο εισόδημα, άρα η κυβέρνηση θα πρέπει να κινηθεί σε άλλες κατευθύνσεις. Σε άλλες λύσεις, που θα περιλαμβάνουν ενδεχομένως και την ύπαρξη του ευρώ, αλλά όχι το ευρώ ως μοναδικό νόμισμα. Όσο περνούν οι μέρες, τόσο γίνεται φανερό πως οι δανειστές επιθυμούν κάτι τέτοιο, μια και θεωρούν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει αυτόνομα και ισότιμα με τις άλλες χώρες, αφού δεν παράγει ανάλογα με όσα καταναλώνει, αλλά και (κατά τη γνώμη τους) πρέπει να τιμωρηθεί διότι είναι σπάταλη και για τα μέτρα τους άμυαλη. Να τη χρησιμοποιήσουν δηλαδή ως παράδειγμα προς αποφυγή προς άλλες χώρες που είτε έχουν… ελληνικές ροπές είτε δεν τα καταφέρνουν με τη δημοσιονομική πειθαρχία που επιβάλλουν οι Γερμανοί και οι στενοί τους συνεργάτες Αυστρία, Φινλανδία, Ολλανδία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση δεν έχει πολλά περιθώρια ευελιξίας, αφού έχει επιπλέον αποφασίσει να παίξει στο γήπεδο και με τους όρους των δανειστών. Ευελιξία, ευκαιρίες και νέα δεδομένα θα υπήρχαν μόνο αν άλλαζε η στάση και ο προσανατολισμός της κυβέρνησης. Αν αποφάσιζε δηλαδή να περάσει στη λογική της μη αποδοχής με κάθε όρο και τρόπο των αποφάσεων των δανειστών-εταίρων, αλλά στην ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευσή τους. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι έχει πάρει την απόφαση να κινηθεί και προς άλλες λύσεις που έως τώρα απέκλειε. Τι θα γίνει άραγε αν παρά τον αποκλεισμό των άλλων λύσεων, αυτές θα φανερωθούν από μόνες τους ως απάντηση στην εσωτερική υποτίμηση που μας οδηγούν με σχέδιο και ταχύτητα οι δανειστές; Θα επιμείνουμε και πάλι στο ευρώ; Με αποτέλεσμα οι αμοιβές να φτάσουν συμπιεζόμενες στα 500 ευρώ ή και πιο κάτω την ώρα που οι εκκρεμότητες/δεσμεύσεις των ανθρώπων θα είναι διπλάσιες ή και τριπλάσιες; Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα αντιδράσει τότε η κυβέρνηση, αυτή ή άλλη γιατί κανείς δεν ξέρει πώς εξελίσσονται τα πράγματα και ποιες θα είναι οι πολιτικές εξελίξεις. Έτσι κι αλλιώς, είναι λάθος να αποκλείει κανείς λύσεις και προοπτικές μόνο και μόνο λόγω πεισματικής εμμονής σε ένα μοντέλο που δεν περπάτησε, δεν μας θέλει, αλλά και δεν βγαίνει. Αυτό που φανερώνεται με το πέρασμα των εβδομάδων είναι ότι, παρά την υποχωρητικότητα της κυβέρνησης (και του συστήματος εξουσίας) σε πιέσεις και μέτρα για πλήρη ευτελισμό της χώρας στο όνομα της παραμονής στο ευρώ, οι δανειστές-εταίροι δεν είναι αυτό που ζητούν. Ζητούν την εξώθηση της Ελλάδας σε «οικειοθελή» αποχώρηση κι αν αυτό δεν καταστεί δυνατό, την πλήρη έκθεσή της ως αναξιοπρεπούς και εξαρτημένης χώρας, τόσο που δεν (θα) έχει κανένα νόημα να παραμένει στο ευρώ. Διότι θα έχει καταστρατηγηθεί εξ αποτελέσματος ο όρος της ισότιμης συνύπαρξης. Αυτό, αλήθεια, πώς θα το αντιμετωπίσει η ελληνική κυβέρνηση;