ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ ΑΛΛΟΚΟΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΔΙΑ ΝΕΟΥΣ ΚΑΙ ΝΕΕΣ, ΚΥΡΙΟΥΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΕΣ

Ήρθανε τά χαράματα
κι ο Πέτρος εις τήν πόρτα
μήν έχων εισερχόμενους
επότιζε τά χόρτα.
•••
Άναψε τό τσιγάρο του
τράβηξε καί μιά φούμα
καί ήταν απαράλλακτος
ίδιος ο Φουέντε Ζούμα.
•••
Κοιτούσε καί απέναντι
στής Κόλασης τά μέρη
νά δεί πόσοι εμβαίνανε
σέ κείνο τό λημέρι.
•••
Διότι η αναδουλειά
τον είχε συνταράξει
κι όλο συλλογιζότανε
τι καρπαζιές θʼ αρπάξει.
•••
Διότι ο μεγαλόκαρδος
ήθελε πελατεία
κι όχι χορτομαζώματα
σʼ αυτή τήν πολιτεία.
•••
Ο Πέτρος εκ καταγωγής
εμπορευόταν κάπως
κι όλο συλλογιζότανε
νά ʽναι αυτός ο Κάπος.
•••
Μά έλα πού ο Σατανάς
καί τό κατάστημά του
είχανε καλό όνομα
στίς φάρες τού θανάτου.
•••
Τό τί πορνεία άνοιγαν
μʼ ολόχρυσα καζάνια
καί τί χορτάρι πούλαγαν
τής πιάτσας τά αλάνια
•••
ούτε πού περιγράφεται
ούτε κι η Εφορία
εις τά διπλά κατάστιχα
διέθετε στοιχεία.
•••
Πλούσιοι ήταν εν ζωή
καί μέ τόν θάνατό τους
εγίνανε πιό πλούσιοι.
Μπράβο στόν εαυτό τους
•••
τά κατακάθια λέγανε.
Δίνανε στούς διαβόλους
χρυσάφι αναρίθμητο
σέ πλάκες ή σέ σβώλους.
•••
Μάνιαζε ο Πέτρος έναντι
κουνούσε τό ραβδί του
καί «χαίρε» τού φωνάζανε
οι βλάκες οπαδοί του.
•••
Η ανεργία κάλπαζε
η πείνα υψωνόταν
καί κάποιοι αλιτήριοι
τό ʼσκαγαν καί χανόνταν.
•••
Καί γέμισε η Κόλαση
μέ τόση πελατεία
πού τέλος ονομάστηκε
Συντάγματος Πλατεία.
•••
Τότε τής Γής οι ζωντανοί
μαθαίνοντας τά νέα
γαμούσανε καί δέρνανε
τόν κάθε σκαπανέα.
•••
Εκείνον πού τούς έλεγε
νά ζουν πάντα τιμίως
– όχι τά βιβλιάρια
τά ψάλλοντα ομοίως.
•••
Καί όταν εσαπίσανε
τά πάντα εις τήν πλάση
τά ʼκανε ο Πέτρος λίπασμα
μήπως καί μάς χορτάσει.
•••
Τώρα οδεύουμε μαζί
χωρίς μυαλό κι ουσία
γιά ένα δείπνο αιώνιο
πρός τήν Αχερουσία.
………………………..
Τό ανωτέρω ευφυές σύγγραμμα δέν απηχεί
καμία πραγματικότητα. Όλα είναι φαντασιώσεις
ενός άρρωστου ανθρώπου σέ κρίση πείνας.


Σχολιάστε εδώ