Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Το απογευματάκι της 15ης Ιουλίου 1965 ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, φρέσκος και αεράτος, ξεκινάει από το σπίτι του στο Καστρί για να πάει στα ανάκτορα στην προγραμματισμένη συνάντησή του με τον βασιλέα. Ένθεν και ένθεν της διαδρομής του πρωθυπουργικού αυτοκινήτου έχει συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου και τον επευφημεί με συνθήματα εγκάρδιας συμπαράστασης.

Λεπτομέρειες από τα διαμειφθέντα μεταξύ των δύο ανδρών στο σύντομο αντάμωμά τους δεν έγιναν γνωστές. Αν και πολλές εκδοχές των συζητήσεών τους δημοσιεύθηκαν, μόνον ο επίλογος της «ακροάσεως» πέρασε στην Ιστορία, όταν ο Παπανδρέου επισφράγισε τη διαφωνία τους λέγοντας:

«Αύριο θα σας υποβάλω την παραίτησή μου». Και ο άναξ απάντησε: «Μου αρκεί και η προφορική σας παραίτηση!».

Κατά σατανική σύμπτωση, την ώρα που αποχωρούσε ο Παπανδρέου, περνούσε έξω από τα ανάκτορα ο Γ. Αθανασιάδης-Νόβας. Είχε πέσει το μούχρωμα, είδε φώτα και μπήκε να πει «καλησπέρα». Έτσι βρέθηκε φάντης μπαστούνι μπροστά στον Κωνσταντίνο, που ανέκραξε «Να η ευκαιρία» και σαν έτοιμος από καιρό τού ανέθεσε την πρωθυπουργία, διότι το γοργόν και χάριν έχει.

Και τότε άρχισε το μεγάλο πανηγύρι…

Καθημερινά, πρωί, μεσημέρι και βράδυ, γίνονται μαχητικές διαδηλώσεις στο κέντρο της πρωτεύουσας. Ημίγυμνοι διαδηλωτές, λόγω καύσωνα, κονταροχτυπιούνται με τους πολισμάνους της Αστυνομίας Πόλεων, που επιτίθενται στους ταραξίες κρατώντας με το ένα χέρι το πηλήκιό τους, για να μην τους φύγει στις επελάσεις, και με το άλλο το σωφρονιστικό… γκλομπ. Άλλοι αστυνομικοί επάνω σε τεθωρακισμένα αυτοκίνητα, εξοπλισμένοι με κάτι αρχέγονα όπλα, ολόιδια αρκεβούζια, ρίχνουνε δακρυγόνα κι όποιον πάρει ο Χάρος. Ένα δακρυγόνο χτυπά στο κούτελο τον Σωτήρη Πέτρουλα στη γωνία Σταδίου και Εδουάρδου Λω και τον αφήνει στον τόπο. Οι διαδηλωτές βάζουν φωτιές σε λάστιχα και σ’ ό,τι καίγεται. Συγκεντρώνονται απειλητικά μπροστά σε γραφεία εφημερίδων που τόλμησαν να ψελλίσουν συμπάθεια στους Αποστάτες και βάζουν φωτιά σε φύλλα τους. Στήνονται πρόχειρα οδοφράγματα και πέτρες εκτοξεύονται στον γάμο του καραγκιόζη. Το βροντερό σύνθημα προς τον βασιλέα «Δεν σε θέλει ο λαός, πάρ’ τη μάνα σου και μπρος» ακούγεται ρυθμικά στις συγκεντρώσεις. Κυκλοφορεί και ανέκδοτο πως η Φρειδερίκη μάλωσε τον Κωνσταντίνο: «Βρε βλάκα. Τον Δόβα σού είπα να κάνεις πρωθυπουργό. Όχι τον Νόβα!..», υπονοώντας τις εκλογές «βίας και νοθείας» που έγιναν το ’61 με πρωθυπουργό τον στρατηγό Δόβα. Η αντιπολίτευση κατηγορεί ευθέως τους Παπανδρέου πως ενσπείρουν θύελλες στον τόπο υποδαυλίζοντας εξεγέρσεις, πως κινητοποιούν το πεζοδρόμιο, για να πάρει απάντηση από τον λαλίστατο Γέρο της Δημοκρατίας: «Το πεζοδρόμιο είναι η υπερηφάνεια και η δύναμίς μας».

Ταυτόχρονα μεταξύ των δεξιών κυκλοφορεί ο χυδαίος και κακοήθης διάλογος: «Γιατί λένε τον Παπανδρέου πατέρα της Δημοκρατίας;». Απάντηση: «Επειδή της έχει γ… τη μάνα». Εν τω μεταξύ, ούτε ο Νόβας ούτε ο Ηλίας Τσιριμώκος κατορθώνουν να πάρουν ψήφο εμπιστοσύνης, παρά το παρασκήνιο και παρά τα… χειροπιαστά επιχειρήματα με τα οποία προσπαθούν να πείσουν τους αμφιρρέποντες βουλευτές, οι οποίοι κατά την προσέλευσή τους για τη συζήτηση και την ψηφοφορία βρίζονται σκαιότατα από το συγκεντρωμένο πλήθος έξω από το Κοινοβούλιο. Στο μεταξύ, οι απλοί πολίτες παρακολουθούν με αγωνία «το καζάνι που βράζει» χωρισμένοι σε τρεις παρατάξεις: Στους «συνταγματολογούντες», που γνωματεύουν στις συζητήσεις πως σύμφωνα με το Σύνταγμα ο «βασιλεύς διορίζει και παύει τους υπουργούς». Συμφωνούν επί της αρχής του άρθρου οι… «αντικειμενικοί», αλλά η μόνη λύση που αποδέχονται είναι να κληθεί από το Παρίσι ο… Καραμανλής.

Μα και οι κεντρώοι συμφωνούν με το δικαίωμα του βασιλέως, που όφειλε να προκηρύξει αμέσως εκλογές. Τσακώνονται επειδή συμφωνούν όπως οι φίλοι του ανεκδότου που σκοτώθηκαν επειδή συμφωνούσαν. Κοκορεύτηκε ο ένας «πως η γυναίκα του είναι ανυπέρβλητη στο κρεβάτι» και ο άλλος συμφώνησε λέγοντας μονολεκτικά: «Πράγματι!..».

Εκείνη πάνω-κάτω την εποχή ο γνωστός λογοτέχνης και ιδιόμορφος αναρχικός Ρένος Αποστολίδης, επικεφαλής ομάδας χαβαλετζήδων, πηγαίνει να… καταλύσει τη Βουλή. Στον αυλόγυρο τους σταματάει ο επικεφαλής της φρουράς μοίραρχος: «Πού πάνε οι κύριοι;». Ρένος: «Να καταλάβουμε τη Βουλή». Χαμογελάει ο αξιωματικός, που βρίσκει πολύ χιούμορ στην απάντηση, και τους αφήνει να περάσουν. Μπαίνουν. Δεν υπάρχει συνεδρίαση και γίνεται το σώσε με τους υπαλλήλους. Τελικά συλλαμβάνονται από τους μη χιουμορίστες χωροφύλακες και οδηγούνται στο Τμήμα.

Με την αποστασία και την αμφισβήτηση πάντων από πάντες στο κτίριο της Βουλής επικρατούσε το «μπάστε σκύλοι αλέστε». Έμπαιναν νεολαίοι κλακαδόροι στα θεωρεία και αποδοκίμαζαν ή χειροκροτούσαν τις αγορεύσεις των βουλευτών, που στόλιζαν εαυτούς και αλλήλους με βαριές ύβρεις και με χειρότερα υπονοούμενα. Έτσι, μ’ αυτά και μ’ αυτά, με ασταμάτητες καθημερινές φασαρίες, πέρασε το καλοκαίρι, με το πολιτικό πρόβλημα όλο να περιπλέκεται, χωρίς να διαφαίνεται στον ορίζοντα λύση. Όλοι οι πρωταγωνιστές στύλωναν τα ποδάρια, κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να βάλει νερό στο κρασί του. Καθώς όμως ήταν ορατή η κόπωση του κοσμάκη, εδέησε ο αρχηγός των Προοδευτικών Σπύρος Μαρκεζίνης να ρίξει στον κορβανά και τις ψήφους του κόμματός του, ώστε σε ρεφενέ με εκείνες της ΕΡΕ να προκύψει ο πολυπόθητος αριθμός 151 και να σχηματιστεί κυβέρνηση. Τρίτος εντολοδόχος στη σειρά ήταν ο Στέφανος Στεφανόπουλος, αναντάν παπαντάν στέλεχος του δεξιού Λαϊκού Κόμματος, υπουργός Εξωτερικών της κυβερνήσεως Παπάγου και θεωρητικά διάδοχός του μετά θάνατον. Όταν ο Καραμανλής διά χειρός βασιλέως Παύλου τού πήρε το φαΐ μέσα από το στόμα, αυτομόλησε, για να καταλήξει ένας εκ των συνεταίρων στην προ ετών ιδρυθείσα Ένωση Κέντρου.

Θυελλώδης ήταν εκείνη η τρίτη και φαρμακερή ψηφοφορία που έγινε τα μεσάνυχτα της 24ης προς την 25η Σεπτεμβρίου 1965, κατά την οποία η κυβέρνηση πέτυχε τον μαγικό αριθμό 152 υπέρ, και ένας βαθύς αναστεναγμός ανακουφίσεως ακούστηκε από το Τατόι, που ο αντίλαλος τον μετέφερε ανά το πανελλήνιον.

Στις 2.30 μετά τα μεσάνυχτα έληξε η συνεδρίαση. Κέφια, γέλια και χαρές από τη μια, ζόφος και μελαγχολία από την άλλη. Οι αντεγκλήσεις συνεχίζονται στους διαδρόμους του βουλευτηρίου και καθώς οι βουλευταί αποχωρούν, ένας νεαρός με ευγενικιά φατσούλα πλησιάζει μέσα στο πατιρντί τον «αποστάτη» τέως υπουργό ναύαρχο Τούμπα και πολύ σεμνά του λέει:

«Συγχαρητήρια, κύριε ναύαρχε. Είμαι, ξέρετε, πιστός ψηφοφόρος σας». Χαμογελάει κολακευμένος ο ναύαρχος και του τείνει το χέρι για θερμή χειραψία: «Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ». Και τότε ο νεαρός ξεσπά: «Κάθαρμα, πουλημένε, προδότη, άτιμε…» και κινείται για να χειροδικήσει. Αλλά και ο ναύαρχος που δέχεται την προσβολή ετοιμάζει τις γροθιές του. Παρεμβαίνει όμως ο Μητσοτάκης, που ακολουθούσε, και δίνει τέλος στο επεισόδιο.

Όταν έπεφτε η αυλαία στη Βουλή, η συνέχεια γραφόταν στο καφενείο «Βυζάντιον» στην Πλατεία Κολωνακίου, όπου σύχναζαν οι αντιπρόσωποι του Έθνους πίνοντας τον καφέ τους μεταμεσονυκτίως, με πρώτο και καλύτερο τον Παν. Κανελλόπουλο.

Τότε που το γκαρσόνι, ο θρυλικός Μπάμπης, εισπράττοντας τον λογαριασμό στεκόταν προσοχή και έλεγε: «Ο αντικειμενικός σκοπός επετεύχθη. Το χρήμα ενεθυλακώθη. Άλλο τίποτα δεν έχομε να πούμε. Καληνύχτα σας…».


Σχολιάστε εδώ