Δύο ασυμφιλίωτοι κόσμοι
Δύο ασυμφιλίωτοι κόσμοι στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλο: οι αντιμνημονιακοί και οι μνημονιακοί. Δύο νέες εκφάνσεις ανθρώπων λόγω ειδικών συνθηκών. Από την εποχή του Ζίγκμουντ Φρόιντ, του μέγιστου αυτού ψυχαναλυτή, γνωρίζουμε –πέρα από τις εμβριθείς αναλύσεις του για την υποκριτική συγκάλυψη των εκπορευόμενων από τη γενετήσια ορμή σεξουαλικών οργίων– ότι ο άνθρωπος στα μύχια του εαυτού του είναι ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΖΩΑ. Είναι έτοιμος για κάθε ΕΙΔΕΧΘΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑ, έχοντας απενεργοποιήσει εντελώς τη λογική του.
Στις οργανωμένες κοινωνίες –και όχι βέβαια σε έκτακτες περιστάσεις– συγκρατείται. Πρυτανεύουν το αίσθημα ευθύνης, ο φόβος της τιμωρίας και κυρίως η ντροπή του διασυρμού. Αναμφίβολα παίζουν ρόλο η ψυχοδομή και η ιδιοσυγκρασία του καθενός.
Στην Ελλάδα σήμερα, με την οικονομική καταρράκωση και την εθνική ταπείνωση της μεγάλης πλειονότητας του λαού της τα τελευταία δυόμισι χρόνια από ΑΝΑΞΙΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΗΓΕΣΙΕΣ, έχουν αποχαλινωθεί τα ήθη και έχουν κορυφωθεί τα μίση. Ας μην παραγνωρίζουμε επίσης ότι δεσπόζει τόσο το καλώς εννοούμενο όσο και το κακώς εννοούμενο –το κυριολεκτικά αδηφάγο– συμφέρον. Κυριαρχούν, όμως, τα μίση. Οι αντιμνημονιακοί μισούν θανάσιμα τους μνημονιακούς. Όλοι ανεξαιρέτως. Όχι μόνο, δηλαδή, όσοι υποφέρουν από μεγάλες στερήσεις, αυξανόμενη ανέχεια και συνεχή ανεργία, αλλά και οι λίγοι σχετικά εύποροι εξ αυτών, οι οποίοι ως σκεπτόμενοι πολίτες αγανακτούν τα μάλα με εκείνους που οδήγησαν την πατρίδα μας στην ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ και στον ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΜΟ, ευχόμενοι τη διά πυρός και σιδήρου εξαφάνισή τους από προσώπου γης.
Ένας από τους σημαντικότερους γάλλους λογοτέχνες, ο Αντρέ Ζιντ, με γνωστότερο από τα μυθιστορήματά του το «Οι παραχαράκτες», έχει γράψει στο ξακουστό ημερολόγιό του –εγώ τουλάχιστον δεν έχω διαβάσει καλύτερο– την προσωπική διαπίστωση: «Αισθάνομαι την ίδια ωφέλεια να καλλιεργώ τα μίση μου παρά τις αγάπες μου». (Η φαινομενικά αντιφατική αυτή φράση δίνει σαφή έμφαση στα μίση.)
Σε αντίθεση με τους αντιμνημονιακούς, οι μνημονιακοί δεν κατακλύζονται από αισθήματα μίσους για τους κατεξοχήν αντιπάλους τους. Τους τρέμουν, όμως, προεικάζοντας ένα ουδόλως μακρινό μέλλον που θα συντριβούν από αυτούς. Ένα μέλλον απόδοσης δικαιοσύνης. Διότι ο δεύτερος γύρος (που ασφαλώς δεν θα είναι εκλογικός) θα φέρει στην εξουσία τους ιδεολογικά αντίποδές τους. Εδώ κολλάει μια άλλη επισήμανση από το προαναφερθέν ημερολόγιο του Αντρέ Ζιντ, που λέει ότι «η συλλογική βούληση που διαθέτει κανείς είναι ακόμα πιο εύκολη από την προσωπική του». Κάτι το οποίο θα ισχύσει στις μαζικές εξεγέρσεις που αναπόφευκτα θα ξεσπάσουν στην υπό ξένη κατοχή Ελλάδα και θα περιλάβει και πολλούς κιοτήδες.
Βασικότατοι, όμως, εχθροί των αντιμνημονιακών δυνάμεων της χώρας μας δεν είναι μόνο οι δουλόφρονες εκτελεστές των διαταγών τής εκτός τόπου και χρόνου αλλοδαπής «τρόικας». Είναι και τα εξωνημένα ΜΜΕ της πατρίδας μας, ορισμένα από τα οποία έχουν υπερβεί –και μάλιστα από την ημέρα του πρώτου Μνημονίου– κατά πολύ τα εσκαμμένα. Πρόσφατο παράδειγμα η… σοβαρή «Καθημερινή». Σε άρθρο της περασμένης Κυριακής με την υπογραφή Στ. Κασιμάτης –τραγική ειρωνεία ότι ο εν λόγω κύριος φέρει το ίδιο επώνυμο με τον διαπρεπή συνταγματολόγο και μέγα πατριώτη Γιώργο Κασιμάτη– διαβάζουμε με ανατριχίλα: «Όσοι πιστεύουμε στη δημοκρατία οφείλουμε ένα μεγάλο “ευχαριστώ” στη Χρυσή Αυγή – και σοβαρολογώ απολύτως» (!) Δεν πρόκειται να αντικρούσω το επαίσχυντο αυτό άρθρο, διότι, εάν το έπραττα, παραθέτοντας διάφορα σημεία του, θα το αναπαρήγα προπαγανδιστικά – και δεν είμαι τόσο αφελής. Θα περιοριστώ να καταγγείλω ότι το υιοθέτησε η «Καθημερινή». Μια εφημερίδα που εκφράζει ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ τα συμφέροντα του ελληνικού και ξένου κεφαλαίου, καθώς και διάτρητες μεταμφιέσεις ακροδεξιών απόψεων. (Σημερινά και χθεσινά άλλοθι της εφημερίδας οι κύριοι Χρήστος Γιανναράς και Παντελής Μπουκάλας κυρίως – και αυτό ερήμην τους φυσικά.)
Για να θεμελιώσω την ισχύ του χρησιμοποιηθέντος επιρρήματος «ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ», δανείζομαι από την «Αυγή» άρθρο του ιδιοκτήτη της «Καθημερινής» Γεωργίου Βλάχου, που δημοσιεύτηκε το 1928, και παραθέτω ασχολίαστη την ακόλουθη μικρή περικοπή: «Η “Καθημερινή” πολιτικάς σχέσεις με πρόσφυγας δεν θέλει να έχη. Δεν έχει διάθεσιν να ακούη πρόσφυγας πολιτικολογούντας, δεν συζητεί με επιτροπάς προσφύγων διά ζητήματα αφορώντα τον τόπον, δεν ζητεί ούτε ψήφους ούτε αναγνώστας εις συνοικισμούς (…) Δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλέξιμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνούν την Ελλάδα». «Και δεν μιλούσε στον αέρα», επισημαίνει ο συντάκτης της «Αυγής», «αλλά τροφοδοτούσε ένα κίνημα τραμπούκικων επιθέσεων των γηγενών εναντίον των “τουρκόσπορων”, το οποίο εμφανίζει ανατριχιαστικές ομοιότητες στην επιχειρηματολογία και τη μεθοδολογία με τις επιθέσεις της Χρυσής Αυγής». (Τα έζησε τότε αυτά ο πολιτικός μηχανικός πατέρας μου και είχε αντιδράσει πατριωτικά. Στις οικοδομές που κατασκεύαζε προσλάμβανε ΜΟΝΟ πρόσφυγες.)
Τελειώνω με τα τρέχοντα: Θέατρο σκιών οι… αντιρρήσεις των δύο κομπάρσων της συγκυβέρνησης. Η κάλπη, πάντως, θα διατρανώσει την ΚΑΙ εκ μέρους τους καταστροφή της πατρίδας μας, μαζί με το επιπλέον ξεζούμισμα των οικονομικά εξαθλιωμένων υπηκόων τους. Ναι, υπηκόων! Έτσι μας αντιμετωπίζουν. Όσο για τον Βενιζέλο –το συνδέω, μιας και μίλησα για τον Αντρέ Ζιντ, με τον έτερο μεγάλο γάλλο λογοτέχνη Μαρσέλ Προυστ και το πολύτομο αριστούργημά του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»–, εκείνος θα αναζητήσει ματαίως τον… κερδηθησόμενο χρόνο διά της ανέφικτης τετραετούς επιμηκύνσεως της… ευτυχίας μας!