Η παντελής έλλειψη διαπραγμάτευσης
Τώρα, αφού μεταποιήθηκε το φτιασίδι αυτό σε αγώνα για την «αποκατάσταση της αξιοπιστίας της Ελλάδας» και για την «τελική μας σωτηρία», προστέθηκε και ένα άλλο: «Ο μεγάλος αγώνας του πρωθυπουργού με σκληρή διαπραγμάτευση για επιμήκυνση του χρέους και για βελτίωση των μέτρων» (Το δεύτερο έχει πια εγκαταλειφθεί και αντικατασταθεί με το εξής: «Τα μέτρα θα είναι τα… τελευταία»). Βέβαια, τα περισσότερα μέλη των Κοινοβουλευτικών Ομάδων της συγκυβέρνησης εκφράζονται ποικιλοτρόπως εναντίον αυτού του «μεγάλου αγώνα», όχι γιατί ενδιαφέρονται για το καλό της Ελλάδας -αυτό το έδειξαν- αλλά για τις ψήφους των εκλογέων που χάνουν. Για να μην παρασυρόμαστε από όσα μας λένε τα επίορκα ΜΜΕ -κάποτε ήταν πηγή και στυλοβάτης της δημοκρατίας, τώρα πηγή και όργανο κατάλυσής της- ας δούμε ποια είναι η παντελής έλλειψη διαπραγμάτευσης, που αποτελεί το έγκλημα κατά της Ελλάδας των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων της ελληνικής κρίσης:
Η πολιτική διαπραγμάτευση μιας κυβέρνησης με άλλες χώρες προϋποθέτει την τήρηση δύο βασικών όρων, για να είναι αποτελεσματική. Ο ένας είναι η εξασφάλιση της διαπραγματευτικής ικανότητας – δηλαδή: των διαπραγματευτικών όπλων. Ο άλλος είναι η πραγματική διαπραγμάτευση. Ας τους δούμε πιο κοντά:
1) Πρώτος όρος: Η εξασφάλιση των όπλων κρούσεως. Ποια είναι τα όπλα αυτά;
α) Το πρώτο όπλο διαπραγμάτευσης: Πολυδιάστατη και ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Το ισχυρότερο όπλο μας θα ήταν μια διαρκής πειστική στάση που θα έδειχνε η Ελλάδα ότι είναι πάντα έτοιμη, παράλληλα με τον σεβασμό των παλαιών σχέσεών της, να ασκεί πολυδιάστατη και ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική σε περίπτωση που το καλούν βασικά εθνικά συμφέροντα. Αντ’ αυτού οι κυβερνήσεις όχι μόνο δεν έδειξαν ποτέ ίχνος πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, αλλά και εξαφάνισαν πλήρως την ύπαρξη εξωτερικής πολιτικής (το υπουργείο Εξωτερικών ουσιαστικά σβήστηκε από τον χάρτη διακυβέρνησης).
Η μόνη εξωτερική πολιτική που έμεινε σε όλα τα επίπεδα (και των οικονομικών και των εθνικών θεμάτων) ήταν η πολιτική τού «ναι σε όλα» και του «τα δεχόμαστε όλα».
Απέναντι δε στους δανειστές μας (ΔΝΤ και Ευρωπαίους), όπως βγαίνει από ακριτομυθίες των ιδίων, η πολιτική μας ήταν: «δίνουμε και παραπάνω από όσα μας ζητάτε». Με αυτήν τη στάση τους, δυστυχώς, αποδοκίμασαν τα γνωστά δείγματα πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής τής πριν από τις εκλογές του 2009 κυβέρνησης -που ενίσχυαν τη θέση τής χώρας μας- και επιβράβευσαν εμπράκτως την ξένη προσωπική απειλή κατά του τότε πρωθυπουργού, αναβαθμίζοντάς τη σε απειλή κατά της Ελλάδας.
β) Το δεύτερο όπλο: Η προοπτική απόκτησης αναπτυξιακής ικανότητας της χώρας, κυρίως με αναδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού. Είναι κοινός τόπος ότι το ελληνικό κράτος ήταν διαλυμένο και ότι η διάλυσή του συνεχίζεται μέχρι εξαφάνισης με τις οριζόντιες περικοπές τής «τρόικας» και με τη συνέχιση της φαυλότητας. Είναι επίσης κοινός τόπος ότι δεν υπάρχει καμιά προοπτική ανάπτυξης της Ελλάδας με διαλυμένο κρατικό μηχανισμό, ο οποίος είναι εχθρικός σε κάθε μορφή κοινωνικής ανάπτυξης και λειτουργεί μόνο για τη διαφθορά. Δεν θα αναφερθώ στις γνωστές σε όλους τεράστιες ευθύνες του παρελθόντος. Θα αναφερθώ στις ευθύνες του παρόντος:
Από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα δεν έγινε ούτε καν η αρχή, έστω για ένα βήμα αναδιοργάνωσης.
Παρότι από τις πρώτες δανειακές συμβάσεις (το Α΄ Μνημόνιο) είχε τεθεί ο όρος για διαρθρωτικές μεταβολές, οι μεν κυβερνήσεις μας δεν έκαναν τίποτα, τα δε όργανα της «τρόικας» ουδέποτε έλεγξαν σοβαρά την τήρηση αυτού του όρου.
Έλεγξαν και ελέγχουν μόνο το πόσα εισπράχθηκαν, για να τα πάρουν οι δανειστές. Φαίνεται καθαρά ότι κανείς δεν θέλει να αποκτήσει η Ελλάδα ικανότητα ανάπτυξης και αξιοποίησης των πλουτοπαραγωγικών της πηγών, γιατί θέλουν να «περάσουν» στον έλεγχο των δανειστών. Αυτό το έχουν ήδη υπογράψει και νομοθετήσει οι κυβερνήσεις μας.
Χάσαμε, λοιπόν, τα όπλα διαπραγμάτευσης του χρέους. Ας δούμε τον δεύτερο όρο.
2) Δεύτερος όρος: η πραγματική διαπραγμάτευση. Πραγματική διαπραγμάτευση δεν υπήρξε ποτέ. Το 2010 -τώρα το λένε περίπου όλοι οι οικονομολόγοι-, αντί για τις επονείδιστες και παράνομες δανειακές συμβάσεις που παράδωσαν τη χώρα στους δανειστές, θα μπορούσαν να συναφθούν οικονομικές συμβάσεις, που θα ήσαν πραγματικά αναπτυξιακές και σύμφωνες με το Σύνταγμα και με τις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεν έγινε τέτοια διαπραγμάτευση. Αλλά και από τότε μέχρι σήμερα, θα μπορούσε να ζητηθεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο που έχει επανειλημμένα εφαρμοστεί, η ριζική αναδιαπραγμάτευση των δανειακών μας συμβάσεων και η μετατροπή τους σε πραγματικά αναπτυξιακές συμβάσεις. Αυτό θα μπορούσαν να το επιχειρήσουν οι κυβερνήσεις μας αποτελεσματικά με τα διαπραγματευτικά όπλα που αναφέραμε πιο πάνω (πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και αρχή αναδιοργάνωσης του κράτους), αλλά και με ένα ακόμη πολύ ισχυρό όπλο: την επίκληση του διεθνούς και του «ευρωπαϊκού κεκτημένου», σύμφωνα με τα οποία και τα δύο Μνημόνια είναι άκυρα και ανυπόστατα.
Αν οι δανειστές μας έλεγαν όχι, το φάσμα της στάσης πληρωμών και της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας θα απειλούσε αυτούς και όχι την Ελλάδα.
Τη μέχρι και σήμερα διαβεβαίωση της κυρίας Μέρκελ και όλων των ισχυρών της Ευρωζώνης, ότι η Ελλάδα δεν θα βγει από το ευρώ γιατί θα είναι καταστροφή για την Ευρώπη, οφείλαμε τουλάχιστον να την αντιστρέψομε σε απειλή κατά των δανειστών μας. Όχι μόνο δεν το κάνουμε, αλλά σαν κιοτήδες υποτελείς αυτοαπειλούμαστε με τη δήθεν απειλή τής «εκδίωξής μας» από το ευρώ και αυτομαστιγωνόμαστε για τα δικά μας σφάλματα.
Βέβαια, μιλώντας για το έγκλημα της μη διαπραγμάτευσης, πρέπει να θυμόμαστε ότι: η πρώτη κυβέρνηση της κρίσης (του Γ. Παπανδρέου) υπέγραψε πρόθυμα τις αρχικές δανειακές συμβάσεις και άρχισε αμέσως την εφαρμογή τους, η δεύτερη (του Παπαδήμου) τις αποδέχτηκε ασμένως και συνέχισε παγερά την εφαρμογή τους, εισάγοντας αντισυνταγματικά στη Βουλή και ψηφίζοντας τις δεύτερες εν σχεδίω (!), και η τρίτη (Σαμαρά και λοιπών), αφού αποδέχτηκε τα πάντα, ψήφισε -και αυτή- προκαταβολικά το ακόμη πιο απάνθρωπο Β΄ Μνημόνιο.
Η διαπραγμάτευση είχε χαθεί και ως έννοια, για να δείχνει πάντα σε μας και στους μεταγενεστέρους ότι οι κυβερνήσεις μας της κρίσης δεν ήταν αντισυμβαλλόμενοι, αλλά εξαρχής αυτόμολοι συμβαλλόμενοι των δανειστών.