Τουρκική πολιτική στο μειονοτικό
Παράλληλα, προσπαθεί επιμελώς και επιμόνως να δώσει, όσον αφορά τη χώρα μας, μια «συμψηφιστική» διάσταση στο μειονοτικό. Με άλλα λόγια, προσπαθεί να παρασύρει την ελληνική πλευρά στη διμεροποίηση του μειονοτικού, διακηρύττουσα την απλοϊκή και βολική γι’ αυτήν άποψη «κάντε και εσείς για να κάνουμε και εμείς».
Ας πάρουμε το παράδειγμα της Σχολής της Χάλκης. Ισχυρίζεται η Άγκυρα ότι αντιμετωπίζει θετικά την επαναλειτουργία της Σχολής. Πληθωρικές υποσχέσεις έχουμε κατά καιρούς καταγράψει -και από επίσημα υψηλόβαθμα τουρκικά κυβερνητικά στελέχη-, που παραμένουν όμως γράμμα κενό. Συναρτά δε την επαναλειτουργία της Σχολής με τις «κατάλληλες ενέργειες στις οποίες η Ελλάδα πρέπει να προβεί», υπονοώντας τα ζητήματα που έχουν σχέση με τα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη (εκπαιδευτικά ζητήματα, το ζήτημα των μουφτήδων κ.λπ.).
Η αποστομωτική απάντηση που πρέπει πάντοτε να δίνεται είναι ότι η χώρα μας αντιμετωπίζει τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας ισομερώς ως έλληνες πολίτες, παρέχοντάς τους πλήρη ισονομία και ισοπολιτεία. Η ελληνική Πολιτεία αντιμετωπίζει με τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο όλες τις ανάγκες της μουσουλμανικής μειονότητας, ακολουθώντας με συνέπεια τις επιταγές της Συνθήκης της Λωζάννης και του διεθνούς δικαίου.
Τελευταία, πρόσθετη απτή απόδειξη της αδιάλλακτης πολιτικής της Άγκυρας αποτελεί η μετ’ επιτάσεως προβολή του θέματος του μειονοτικού στη Ρόδο και την Κω.
Τι ισχυρίζεται εν προκειμένω η Τουρκία;
Ότι «η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει τα μειονοτικά δικαιώματα της τουρκικής κοινότητας στα νησιά Ρόδο και Κω, με το πρόσχημα ότι αυτά τα νησιά δεν ανήκαν στην Ελλάδα όταν υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάννης» (sic).
Δεν αρκείται όμως μόνο σε αυτό. Προχωράει ακόμη περισσότερο, ισχυριζόμενη, επί λέξει, ότι «η τουρκική κοινότητα στα νησιά αντιμετωπίζει δυσκολίες στους τομείς της διοίκησης των βακουφίων της, στην τέλεση των θρησκευτικών της καθηκόντων, στη θρησκευτική και τουρκική εκπαίδευση».
Κάθε σχόλιο, νομίζουμε, περιττεύει… Οι παράλογοι, ανεδαφικοί και αλαζονικοί αυτοί ισχυρισμοί της Τουρκίας προσδιορίζουν το πλαίσιο της πολιτικής που ακολουθεί στο μειονοτικό και είναι αρκετά αποκαλυπτικοί των προθέσεών της.
Ο σεβασμός των δικαιωμάτων που η Άγκυρα οφείλει να επιδεικνύει στο μειονοτικό απορρέει από τις ευρωπαϊκές -και όχι μόνο- υποχρεώσεις της, υπό το φως μάλιστα των προενταξιακών διαπραγματεύσεων που διεξάγει με την ΕΕ. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε συμμόρφωσή της δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως παραχώρηση, όπως επιμόνως επιδιώκει η τουρκική πλευρά. Άπτεται του σεβασμού των δικαιωμάτων όλων ανεξαιρέτως των πολιτών που διαβιούν στη χώρα.
Η Τουρκία έχει την υποχρέωση να αποκαταστήσει πλήρως όλα τα θρησκευτικά, περιουσιακά, εκπαιδευτικά δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας, οφείλει δε να τηρήσει τις υποσχέσεις της όσον αφορά την επιστροφή των περιουσιών που αυθαίρετα είχε οικειοποιηθεί και να επιλύσει όλα τα εκκρεμούντα προβλήματα των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας.
Δεν αρκεί η αναθεώρηση της σχετικής της νομοθεσίας για τα μη μουσουλμανικά ευαγή ιδρύματα και η απόφασή της, όπως ανακοινώθηκε, να επιστρέψει τις περιουσίες που αυθαίρετα οικειοποιήθηκε. Αν και εφόσον αυτά εφαρμοστούν,
ασφαλώς θα αποτελέσουν θετικά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Αλλά θα πρέπει επιπρόσθετα η τουρκική πλευρά να επιδείξει, χωρίς περαιτέρω χρονοτριβή, συνέπεια στην εφαρμογή των αποφασισθέντων, χωρίς εξαιρέσεις, αποκλεισμούς ή παρεκκλίσεις.
Η Ελλάδα είναι φιλειρηνική χώρα. Ουδένα προκαλεί και είναι υπέρ της διατήρησης φιλικών σχέσεων με όλους. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν εδίστασε, λίγα μόλις χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, να συναντηθεί με τον Κεμάλ, στο πλαίσιο οικοδόμησης εμπιστοσύνης των δύο λαών. Τη φιλειρηνική όμως αυτή στάση της χώρας μας ουδείς δικαιούται να παρανοήσει ή εκμεταλλευτεί.
Η συλλογική μνήμη του Έθνους δεν λησμονεί τις διαπραχθείσες θηριωδίες εις βάρος της ελληνικής μειονότητας. Οι παραστάσεις των τραγικών γεγονότων του 1955 στην Πόλη και άλλες διαπραχθείσες θηριωδίες εις βάρος της ελληνικής μειονότητας δεν μπορούν να λησμονηθούν.
Η Ελλάδα όμως προσβλέπει στο μέλλον. Σε εκείνο που θα είναι απαλλαγμένο από προκαταλήψεις, βιαιότητες και βαριές σκιές του παρελθόντος. Συγχρόνως, όμως, θα πρέπει με την πολιτική της να πείθει ότι ουδείς δικαιούται να υποτιμά τις συνέπειες υπέρβασης της κόκκινης γραμμής που υπαγορεύει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και που επιβάλλουν οι κανονισμοί του διεθνούς δικαίου και οι υποχρεώσεις των κρατών.