Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Κατά το διάστημα της απουσίας μου, λόγω των θερινών διακοπών, έλαβα πολλές επιστολές με το πιο ετερόκλητο περιεχόμενο, σε σημείο που ένας φίλος εντυπωσιάσθηκε από τον αριθμό τους και μου πρότεινε να εγκαταλείψω την «τυμβωρυχία του παρελθόντος» και να αναβιώσω τη ραδιοφωνική εκπομπή «Αυτός που σε όλα απαντά…» προσαρμόζοντάς τη στη στήλη.

Ήταν μια άκρως ενδιαφέρουσα εγκυκλοπαιδική, κατά κάποιον τρόπο, εκπομπή, που «χάλαγε κόσμο» περί το 1950-52, όπου ένας πολυμαθής συνεργάτης έλυνε σε χρόνο μηδέν οποιασδήποτε μορφής απορία βασάνιζε τον ακροατή του, ο οποίος ενδεχομένως είχε χάσει και τον ύπνο του εξαιτίας αυτής της απορίας. Άδραξε την ευκαιρία ο φίλος που είχε το χούι «να φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν» και άρχισε να εξυμνεί το ενδιαφέρον μιας παρόμοιας απασχόλησης.

«Σκέψου», είπε, «θα έρχονται σωρό τα γράμματα, γεμάτα ερωτήσεις. Θα θέλει να μάθει, π.χ., ένας αναγνώστης ποια εποχή οι μέλισσες πέφτουν σε μελαγχολία που φτάνει στα όρια της κατάθλιψης, και συ θα τρέχεις σε βιβλιοθήκες, θα ψάχνεις εγκυκλοπαίδειες, θα ανατρέχεις σε αρχεία με παρατηρήσεις και μελέτες που έκαναν διαπρεπείς φυσιοδίφες και…». Εκεί η γυναίκα μου παρενέβη και του έκοψε τον οίστρο συνηγορώντας υπέρ μου: «Ποιες βιβλιοθήκες και ποιες μελέτες, καλέ; Αυτός βαριέται να πιει νερό. Σε βιβλιοθήκες θα τρέχει; Δεν είμαστε καλά…» είπε και τον προσγείωσε.

Αλλά ας επανέλθομε στα της αλληλογραφίας. Είναι αδύνατον φυσικά να απαντήσω ξεχωριστά στον καθένα. Εξαίρεση για κοινωνικούς λόγους θα κάνω με έναν κατεχόμενο από ευεξήγητη ανησυχία αναγνώστη, που κατά δήλωσή του ανήκει σ’ εκείνους που «πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν», και επειδή όσο θα αυξάνει το μέγεθος «αξιοπιστίας» που θα απαιτούν οι αχόρταγοι τροϊκανοί από την Ελλάδα, τόσο θα αδειάζει το πιάτο του Έλληνα, μέχρι που ίσως ίσως στο τέλος αναγκαστεί και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος ν’ αλλάξει τους στίχους του γνωστού τραγουδιού του σε «Βγάλε κι άλλο πιάτο απ’ το τραπέζι»… Και συνεχίζει ο καλός επιστολογράφος: «Παρακαλώ λοιπόν Εσάς, που ισχυρίζεσθε πως φάγατε την Κατοχή με το κουτάλι, να μου υποδείξετε εγκαίρως τα τρόφιμα εκείνης της εποχής, μαζί με σχετικές οδηγίες για το μαγείρεμά τους, ώστε να προλάβω τα επερχόμενα κάνοντας τη σχετική καβάντζα ώστε να επιβιώσουμε».

Κατ’ αρχάς, αγαπητέ μου, φράσεις όπως «πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν» ή «φάγαμε με το κουτάλι» ή άλλες που περιέχουν μάσες, εάν συνδέονται με την Κατοχή, αποτελούν σχήμα οξύμωρο. Και τώρα στο θέμα μας. Το πρώτο φαγώσιμο που υπήρχε στην πιάτσα στην αρχή της γερμανικής Κατοχής ήταν οι σταφίδες. Κάτι που ο τόπος ήταν γεμάτος αμπέλια, κάτι οι ποσότητες που ιδροκοπούσε να διαθέσει ο Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός, ο ΑΣΟ, και σάπιζαν στις αποθήκες του, όταν ήρθε το φθινόπωρο και άρχισαν οι στερήσεις, έπεσε σταφίδα μπόλικη στην αγορά. Γέμιζε τις τσέπες του ο κοσμάκης με σταφίδες και γίνονταν από το γλεύκος οι τσέπες του αδιάβροχες. Περπάταγαν στον δρόμο άντρες, γυναίκες και παιδιά και όλοι μασουλάγανε σαν τις καμήλες, λες και μεταμορφώθηκαν σε μηρυκαστικά. Τώρα όμως που τα αμπέλια τα ξερίζωσαν, βρίσκεις μεν στα σούπερ μάρκετ σταφύλια εισαγωγής από τη Χιλή, αλλά σταφίδα για να χορτάσει ο κάθε πεινασμένος είναι αμφίβολο αν θα υπάρξει. Ξέχνα τη λοιπόν.

Η βασική και κύρια τροφή εκείνων των χρόνων ήταν η λαχανίδα. Ανάλογα με την ευρηματικότητα και τη φαντασία της ελληνίδας νοικοκυράς, η λαχανίδα έγινε «επιούσιος» που κανένας δεν βαρέθηκε να τρώει. Κανένας δεν την μπούχτισε και κανένας δεν απέστρεψε τους οφθαλμούς από το πιάτο λέγοντας «Ωχ! Πάλιν λαχανίδες». Διότι μετά τις λαχανίδες ακολουθούσε το απόλυτο τίποτα. Όπως και αν επιθυμούσες να τη γευθείς, ένα και μοναδικό υλικό χρειαζόσουν για να τη μαγειρέψεις: Νεράκι. Έβαζες το τσουκάλι στη φουφού και από κει και πέρα την έφτιανες όπως ήθελες. Την ονόμαζες απεριτίφ, κύριο πιάτο ή επιδόρπιο κι ευφραίνονταν ο οισοφάγος και το στομάχι σου.

Αν, μάλιστα, της κόλλαγες γαλλική ονομασία, ένα «Lahanide a la…», για παράδειγμα, σε συνδυασμό με το όνομα κάποιου Λουδοβίκου, σε διαβεβαιώ θα αναβαθμιζόταν σε «γκουρμέ» και αυτομάτως θα γινόταν πιο εύγευστη. Τα πλεονεκτήματά της δεν σταματούσαν εδώ, αφού επιπροσθέτως, εκτός από τις διατροφικές, είχε και ιαματικές ιδιότητες. Συμπαθής ηθοποιός του ελαφρού θεάτρου θεραπεύθηκε από τη -με το συμπάθιο- βλεννόρροια που τον ταλαιπωρούσε καιρό και οι γιατροί πάλευαν να τον γιάνουν χωρίς αποτέλεσμα. Άλλος θεραπεύτηκε από σάκχαρο και ένας τρίτος από την ποδάγρα. Με δυο λόγια, η λαχανίδα θεράπευε πάσα νόσο. Αλλά μόνον νόσο, διότι τα αποδέλοιπα είναι ανίατα. Πρόσεξε όμως. Μην παρασύρεσαι από τον ενθουσιασμό μου και ζητήσεις per mare per terra να βρεις λαχανίδες, γιατί την πάτησες. Τον καιρό εκείνον σε όλη την έκταση από τη στάση Χρυσάκη της Λεωφόρου Συγγρού ως το Μοσχάτο, κι ακόμα παραπέρα, υπήρχαν πλούσια μποστάνια. Τώρα στα ίδια αυτά εύφορα εδάφη φύονται πολυώροφες πολυκατοικίες. Άρα, νιξ φαΐ, που λέγαμε τότε. Πείνα και των γονέων. Και δεν ήταν σχήμα λόγου, ήταν κυριολεξία… Ράγιζε η καρδιά των Γερμανών βλέποντας τους Έλληνες να πεθαίνουν τουμπανιασμένοι από την πείνα στους δρόμους. Ποτάμι έτρεχαν τα δάκρυα από τα μάτια του κ. Νοϊμπάχερ, όταν έστελνε τις αναφορές του στο Βερολίνο για την επισιτιστική κατάσταση του τόπου μας. Αυτές δεν ήταν αναφορές. Ήταν κείμενα γεμάτα δραματικό λυρισμό, εφάμιλλα του «Τριστάνου και της Ιζόλδης» και μόνον ένας Βάγκνερ έλειπε να τις μελοποιήσει, διότι οι Γερμανοί είναι ευσυγκίνητος λαός, και αν αμφιβάλλεις, κοίταξε στην τηλεόραση το γεμάτο ευαισθησία βλέμμα του κ. Σόιμπλε και θα καταλάβεις τα πάντα.

Ξεσηκώθηκε τότε η ανθρωπότης μαθαίνοντας τα δεινά των Ελλήνων και κινητοποιήθηκε να τους βοηθήσει. Μη σε μπερδέψει όμως το τότε με το τώρα και αρχίσεις να ελπίζεις πως θα επαναληφθούν τα ίδια, επειδή, ας πούμε, υπάρχουνε στις μέρες μας συσσίτια όπως και στην Κατοχή. Τώρα είναι αλλιώς. Τότε, π.χ., οι Τούρκοι μάς στέλνανε φουντούκια με το «Κουρτουλούς». Τώρα μας στέλνουν λαθρομετανάστες. Τότε υπήρχε το «Φερμπότεν», λέξη βαθιά φιλοσοφική που μέσα στην απλότητα της λακωνικότητάς της περιέκλειε τα πάντα και κάτι παραπάνω. Τώρα υπάρχουν τα «Μνημόνια». Και φυσικά δεν είσαι ηλίθιος να κάτσεις να διαβάσεις τόσες σελίδες, και μάλιστα στα εγγλέζικα, που μερικοί αχρείοι δεν άφησαν να καθιερωθούν ως επίσημη γλώσσα μας. Απλώς υπογράφεις.

Και επιτέλους χώνεψέ το. Το «Βγάλε κι άλλο πιάτο απ’ το τραπέζι» θα γίνει στερεότυπη δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου.


Σχολιάστε εδώ