Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Αισθάνομαι την ενδόμυχη ανάγκη να εκφράσω μέσω της στήλης τη βαθυτάτη θλίψη μου για τον θάνατο του μεγάλου σύγχρονου συγγραφέα Γιώργου Λαζαρίδη.
Πολλές γενιές συντρόφεψε και ψυχαγώγησε η γραφή του, «σκιτσάροντας» απλά και ανθρώπινα στα έργα του πτυχές της αστείας και συχνά άδειας ζωή μας. Μα όταν χρειαζόταν, η ανάλαφρη πένα του μεταβαλλόταν σε «κατήγορο» εκείνων που μολύνουν τη χώρα μας, συνάμα όμως χαιρόταν και χειροκροτούσε όσους κατέκτησαν κατά τον ποιητή «τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών τα δύσκολα και τα ανεκτίμητα Εύγε…»

Η μοίρα δεν θέλησε να συναντηθούνε κάπου οι δρόμοι μας. Η γειτνίασή μας όμως τόσα χρόνια στις σελίδες της φιλόξενης εφημερίδας «Παρόν», είναι για εμένα ένας τίτλος τιμής.

Μαζί με το κατευόδιο για το μακρινό του ταξίδι, ένα μεγάλο ευχαριστώ για όσα μας προσέφερε από σκηνής και από οθόνης.

Σε κάθε δικόν του, τα θερμά μου συλλυπητήρια

Ν.Α.

Υπάρχουν μερικές φορές κάποια γεγονότα ξεχασμένα, που κάτι ασήμαντο τα ανασύρει στην επιφάνεια με όλη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής τους. Και τότε, καθώς τα θυμάσαι, χαμογελάς με μια πικρούλα λύπη και τα ξαναστέλνεις να αποκοιμηθούν στα τρίσβαθα της λήθης…

Ευρισκόμενος προ ημερών «εκτός των τειχών», συνάντησα ένα τσούρμο παιδόπουλα να πιλατεύουν ένα τραυματισμένο μεγαλούτσικο πουλί, μάλλον καρακάξα, προσφέροντάς του αυτοσχέδιες πρώτες βοήθειες σαν καλοί Σαμαρείτες. Η σκηνή με γύρισε σε χρόνια περασμένα και στον φίλο μας τον Γιώργο, λάτρη της ελληνικής πανίδας και τα επακόλουθα με τις συνέπειες αυτής της λατρείας του.

Βρισκόμαστε στα… ύστερα μεταπολεμικά χρόνια στην Καλλιθέα και η παλιοπαρέα ασχολείται με ποδόσφαιρο, γκομενίτσες, χαρτοπαιξία και τάβλι στα καφενεία τής περιοχής, που αποτελούσαν μόνιμο στέκι κατά τα κρατούντα τότε… ήθη και έθιμα. Ο μόνος που ξεστράτισε ήταν ο περί ου ο λόγος Γιώργος, που είχε το βίτσιο να προτιμά την υπαίθριο ζωή από τη θολούρα και το ντουμάνι του καφενείου, όπου από την κάπνα του τσιγάρου δεν έβλεπε η δεξιά σου τι ποιεί η αριστερά σου. Προσφιλείς του τόποι για τις εξορμήσεις του ήσαν τα πετροβούνια ανάμεσα στη Βουλιαγμένη και τη Βάρκιζα, πριν κατασκευαστεί ο παραλιακός δρόμος με τα λιμανάκια του και το τούνελ των δυο μέτρων εντός του οποίου όλοι οι διερχόμενοι γιωταχήδες ξαμολούσαν χαιρετιστήριο κορνάρισμα. Πάνω στα άβατα αυτά πετροβούνια ενδημούσαν πτηνά, ζώα και ερπετά κι ο Γιώργος τα μελετούσε σαν «φυσιοδίφης» και δεν δίσταζε πολλές φορές και να τα χουφτώσει. Έτσι κάποτε, έχοντας κρυμμένη στο πουκάμισό του μια νεροφίδα, πήγε στο καφενείο του Χριστόπουλου κοντά στους Άγιους Πάντες. Κι όπως οι φίλοι του έπαιζαν χαρτιά, πέταξε το ερπετό στο τραπέζι, λέγοντας μεγαλόφωνα: «Φίδι!» Απορροφημένοι οι παίκτες δεν έδωσαν σημασία, ενώ το φίδι σαστισμένο κουλουριάστηκε δίπλα στην τράπουλα. Όταν όμως ένας παίκτης πήγε στα τυφλά να τραβήξει φύλλο, άγγιξε το φίδι, είδε τι έπιασε, έβγαλε κραυγή και έπεσε χάμω από την καρέκλα μαζί με τους άλλους τρεις πανικόβλητους συμπαίκτες του. Έγινε πανζουρλισμός. Όλοι οι θαμώνες βγήκαν στον δρόμο περιλούζοντάς τον με ύβρεις ανθολογημένες από όρους της σεξολογίας, οπότε ο Γιώργος, κάτω από τη γενική κατακραυγή, πήρε το φιδάκι και τους άδειασε τη γωνιά.

Δεν υπήρξε Κυριακή, γιορτή και σχόλη που δεν την πέρασε σαν τον… Ταρζάν ανάμεσα στ’ αγρίμια. Αλλά και εκείνα τον «καρατάρισαν» μάλλον για κουζουλό και αδιαφορούσαν για την παρουσία του.

Σε μια του εξόρμηση ανακάλυψε σε μια φωλιά ένα κορακόπουλο σε βρεφική ηλικία. Άγνωστο ποια ιδέα κατέβηκε στην κούτρα του, πήρε τον νεοσσό από τη φωλιά του και περιχαρής τον κουβάλησε στην Καλλιθέα, όπου προέκυψε το ερώτημα: «Και τώρα τι το κάνουμε;» Διότι αν ήταν περιστέρι, θα το… μαγείρευαν ατζέμ πιλάφι. Ένα κοράκι όμως; Καθώς η οικογένεια του Γιώργου αρνήθηκε να το φιλοξενήσει, απευθύνθηκε στον κοινό μας φίλο, τον Φρίντο, ο οποίος μετά χαράς το υιοθέτησε. Το βάφτισε μάλιστα Ναπολέων, το τάιζε, το πότιζε και περνούσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…

Η Καλλιθέα εκείνα τα χρόνια δεν ήταν η σημερινή απάνθρωπη γεμάτη πολυκατοικίες πόλη, αλλά μια μικροαστική συνοικία αραιοκατοικημένη, με μονοκατοικίες, αυλές και προσφυγικές κατοικίες. Μονοκατοικία ήταν και το σπίτι του Φρικτού, όπου χάρη στις στοργικές φροντίδες του μεγάλωνε και θέριευε ο Ναπολέων, έτσι που σε λίγο καιρό το κορακόπουλο έγινε κοράκαρος μαύρος μαύρος και γυαλιστερός, απόλυτα εξημερωμένος, τιμώντας το όνομά του…

Και κάποτε ήρθε το καλοκαίρι. Ζέστες να χαλάει ο κόσμος και οι άνθρωποι, αναζητώντας λίγη δροσιά, βγάζανε τα κρεβάτια τους στις αυλές και στις ταράτσες, όπως συνηθιζόταν, προσπαθώντας να κλείσουν μάτι. Και ήταν τόσο όμορφος ο ύπνος κάτω από τον έναστρο ουρανό κι ο πιο γλυκός «κοντά στα ξημερώματα». Εκείνη την ώρα ακριβώς είχε ο Ναπολέων το χούι να κάνει τη πρωινή γυμναστική του, πετώντας σε χαμηλό ύψος πάνω από τα κεφάλια των κοιμισμένων, εκβάλλοντας συγχρόνως αλλεπάλληλα διαπεραστικά κρα-κρα-κρα και ενίοτε… κουτσουλώντας τους. Πετάγονταν βλαστημώντας «Βρε, πανάθεμά σε» οι περίοικοι που τους ξύπνησε αξημέρωτα, σταυροκοπιόνταν οι γριές με το κοράκι και έφτυναν τον κόρφο τους, καθώς οι συνειρμοί το ταύτιζαν με τους γνωστούς επαγγελματίες, τους αποκαλούμενους «κοράκια», και μόνον ο Φρίντος καμάρωνε με τις πτητικές και φωνητικές ικανότητες τού πτηνού. Έκαναν ευγενικές παραστάσεις οι γείτονες για τις χαμηλές «εωθινές» πτήσεις του Ναπολέοντα, παραστάσεις που ντροπιασμένη του μετέφερε η μάνα του, πλην όμως εκείνος, με την τετράγωνη λογική που ανέκαθεν τον διέκρινε, απαντούσε πως «είναι ηλίθιοι που διαμαρτύρονται, αφού έτσι είναι τα κορακοειδή από τη φύση τους…». Είδαν και απόειδαν οι περίοικοι, τράβηξαν στο ΙΑ’ Αστυνομικό Τμήμα ζητώντας προστασία. Απόρησε ο αξιωματικός υπηρεσίας: «Κοράκι στη Καλλιθέα; Βρε μπας και το είδατε στον ύπνο σας;» «Ποιόν ύπνο, κυρ αστυνόμε, που με τα κρα-κρα του ξυπνά και πεθαμένο. Άσε που οι γυναίκες το ‘χουν για γρουσουζιά», αντέτειναν οι διαμαρτυρόμενοι. Και επειδή φωνή λαού-φωνή Θεού, αστυφύλαξ μετέβη στην οικία Φρίντου και αξίωσε ορθά-κοφτά, πριν νυκτώσει, το πουλί να έχει μεταναστεύσει.

Ο Φρίντος αναγκαστικά… «συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις». Πήρε τον Ναπολέοντα υπό μάλης, και ποντάροντας στην πασίγνωστη ευήθειά μου, ήρθε σπίτι μου ζητώντας να προσφέρω άσυλο στο κοράκι. Η αίτησή του έγινε αμέσως αποδεκτή, υπό τον μοναδικό όρο ότι θα του άλλαζα όνομα, διότι το Ναπολέων υποδήλωνε μιλιταριστικές τάσεις. Και τότε έγινε το σώσε. Έχοντας «χάσει τα νερά του» το ζωντανό, προσγειώθηκε στο μαρμαράκι τού παράθυρου της γιαγιάς μου, που ήταν άρρωστη βαριά, και συνηθισμένο να μπαινοβγαίνει σε σπίτι, άνοιξε τις φτερούγες του και άρχισε να χτυπά το τζάμι με το ράμφος του. Είδε η άρρωστη το κοράκι και φαντάστηκε πως το έστειλε ο Αρχάγγελος να της πάρει τη ψυχή, άρχισε τις προσευχές και ζήταγε κλαίγοντας «συχώρεση» και παπά να την κοινωνήσει, ενώ η μάνα μου, που περνούσε ψυχολογική κρίση, αναλύθηκε σε λυγμούς και λιποθύμησε νιώθοντας τον θάνατο να τριγυρνά στο σπιτικό μας. Έσπευσε ο πατέρας μου να απομακρύνει το πουλί κι εκείνο τρομαγμένο τον φιλοδώρησε με ευμεγέθη υδαρή κουτσουλιά που βρωμοκόπαγε σαν σάπιο ψάρι. Ήταν το Βατερλώ του Ναπολέοντα. Αυθωρεί αποφασίστηκε η… εξορία του, κλήθηκε ο Γιώργος και με συνοπτικές διαδικασίες οδηγήθηκε ο κόρακας στη γενέτειρά του. Εικάζω πως η επιστροφή τού ξενιτεμένου εορτάστηκε από τα αδελφά κοράκια με ανάλογη συγκίνηση, όπως στη γνωστή τηλεοπτική εκπομπή όταν ξανασυναντιούνταν χαμένα από χρόνια αδέλφια…


Σχολιάστε εδώ