Η νέα γραμματική: οι υποστηρικτές και οι πολέμιοι
Και συγκεκριμένα: Οι μεν υποστηρικτές του βιβλίου εστιάζουν την υπεράσπισή του κυρίως στο ότι το επίμαχο βιβλίο είναι γλωσσολογικά ορθό (αφού στον προφορικό λόγο τα φωνήεντα -φωνηεντικοί φθόγγοι- στη νέα ελληνική είναι 5) και ότι κανένα από τα 24 γράμματα του αλφαβήτου μας δεν καταργείται, οι δε πολέμιοι του βιβλίου υποστηρίζουν ότι τα φωνήεντα της ελληνικής είναι 7, ότι στο βιβλίο καταργούνται τα φωνήεντα «η, υ, ω», καθώς επίσης και τα σύμφωνα «ξ, ψ» και ότι η νέα γραμματική εισάγει 3 νέα δίψηφα σύμφωνα «μπ,ντ, γκ».
Η βασική αιτία που προκάλεσε τη διάσταση αυτών των απόψεων οφείλεται στο ότι στη σελίδα 36 του βιβλίου παρουσιάζονται 5 φωνήεντα και 18 σύμφωνα, εις δε το άνω μέρος της ίδιας σελίδας 36 (και μάλιστα σε τίτλο) αναγράφεται «Μιλώ και γράφω», δηλαδή στο ρήμα «Μιλώ» προστίθεται και το ρήμα «γράφω», και έτσι συμπεραίνεται -εμμέσως πλην σαφώς- ότι η φωνητική ορθογραφία -στην οποία δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ «ο, ω», «ε, αι», ως και «η, ι, οι, υ, ει» – θα επιβληθεί στον γραπτό λόγο, πράγμα όμως αδιανόητο! Και τούτο, διότι η γραφή μιας γλώσσας έχει καθοριστική σημασία για την ταυτότητά της. Ειδικότερα, η ελληνική γραφή παραμένει διαχρονικά αναλλοίωτη για περίπου δυόμισι χιλιάδες χρόνια, θεωρούμενη ως ανεκτίμητης αξίας στοιχείο του παγκόσμιου πολιτισμού. Πράγματι, αντίθετα από τον προφορικό λόγο, που μεταβάλλεται με τον χρόνο αλλά και από τόπο σε τόπο, η ελληνική γραφή διατηρείται αμετάβλητη, ως γενικά αποδεκτό σύμβολο αναφοράς για τη διαχρονικότητα και την οικουμενικότητά της.
Οι φόβοι επικρατήσεως της φωνητικής ορθογραφίας (γραφής) και σε επόμενη φάση του λατινικού αλφαβήτου (που οδηγούν στην αποκοπή της νεοελληνικής από την αρχαία ελληνική) δικαιολογούνται εκ του γεγονότος ότι ανάλογες προσπάθειες είχαν γίνει κατά καιρούς στο παρελθόν, αλλά προσέκρουσαν σε σφοδρές αντιδράσεις.
Η γλώσσα μας δεν είναι αγαθό που ενδιαφέρει μόνο τους γλωσσολόγους, αλλά είναι υπόθεση όλων μας, με διάφορο βέβαια βαθμό ευθύνης του κάθε χρήστη αναλόγως της ειδικότητός του. Έτσι, είναι εύλογο το ενδιαφέρον για τη γλώσσα μας όχι μόνο όσων ανήκουν στις θεωρητικές επιστήμες, αλλά και εκείνων που ανήκουν στις θετικές επιστήμες (τις λεγόμενες «ακριβείς»), οι οποίες απαιτούν στον γραπτό λόγο σαφήνεια, ορθότητα και ακρίβεια, κυρίαρχα στοιχεία της ελληνικής. Χαρακτηριστικό είναι ότι η ελληνική με τους απαράμιλλους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες και την εν γένει μαθηματική της δομή έχει θεωρηθεί φαινόμενο τελειότητας και συνέχειας με μοναδική ακτινοβολία σ’ όλο τον κόσμο. Κατά τον κορυφαίο ελληνιστή και καθηγητή Γλωσσολογίας κ. F.R. Adrados, η ελληνική από τη μυκηναϊκή εποχή μέχρι σήμερα με τις διάφορες εκφάνσεις της είναι μία, ενιαία, αδιαίρετη και αδιάσπαστη, αποτελούσα ένα διαχρονικά εξελισσόμενο με τη δική του δυναμική σύνολο. Η αποκοπή της νεοελληνικής από τις ρίζες της, τα αρχαία ελληνικά, είχε ως αποτέλεσμα την κακοποίηση της γλώσσας μας – ακόμη και από τα ΜΜΕ- αλλά και τη γνωστή σε όλους μας συρρίκνωση του λεξιλογίου και την αδυναμία εκφράσεως της νεολαίας μας.
Χαρακτηριστικό είναι ακόμη ότι οι υποστηρικτές του βιβλίου αποφεύγουν να δηλώσουν ευθέως εάν τούτο από παιδαγωγικής απόψεως είναι κατάλληλο για μαθητές του δημοτικού. Τέτοια σχολικά εγχειρίδια γράφονται, εν γένει, όχι από γλωσσολόγους (χωρίς πείρα διδασκαλίας σε μαθητές του δημοτικού), οι οποίοι άλλωστε δεν πρόκειται να τα διδάξουν, αλλά από εκπαιδευτικούς με μεγάλη διδακτική και παιδαγωγική εμπειρία σε συνεργασία πάντα με δασκάλους δημοτικού, οι οποίοι και θα έχουν την ευθύνη διδασκαλίας τους. Αυτονόητο είναι ότι τα εγχειρίδια αυτά στη συνέχεια θα υποστούν τον προσήκοντα έλεγχο από ευρύτερο κύκλο καθ’ ύλην αρμοδίων. Αντιθέτως, κατά τη σύνταξη του επίμαχου βιβλίου (όπως φαίνεται από δήλωση της πρώτης τών συγγραφέων) δεν ζητήθηκε η συμβουλή δασκάλων ελληνικών σχολείων. Όπως, δε, μου εγνώρισε διεθνούς εμβέλειας καθηγήτρια κλασικής φιλολογίας (γνωστού ξένου πανεπιστημίου), οι συντάκτες του βιβλίου «έχουν υιοθετήσει εγχειρίδια για την αγγλική γλώσσα χωρίς πολλή σκέψη» και ότι το μόνο που θα καταφέρουν είναι να προκαλέσουν μεγαλύτερη σύγχυση!
Και όλα αυτά θα είχαν αποφευχθεί αν το υπουργείο Παιδείας, διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων είχε ζητήσει τη γνώμη της Ακαδημίας Αθηνών, όπως άλλωστε είχε πράξει στο πρόσφατο παρελθόν για αναλόγου σπουδαιότητας θέματα. Πράγματι, κατά το προοίμιο της κυρωθείσας με τον Ν. 4398/1929 συντακτικής απόφασης περί Οργανισμού της Ακαδημίας Αθηνών «η ίδρυσις Ακαδημίας Αθηνών εν Ελλάδι είναι Εθνική ανάγκη εκ των μεγίστων, όπως φωτίζει και χειραγωγεί τας δημοσίας υπηρεσίας, μελετά και κανονίζει τα της Εθνικής ημών γλώσσης, παρασκευάζει και συντάσσει και δημοσιεύει την Γραμματικήν, το Συντακτικόν και τα Λεξικά αυτής…». Εν προκειμένω υπάρχει προσωπική επιστολή διαμαρτυρίας του πρόεδρου της Ακαδημίας κ. Γ. Κοντόπουλου για το βιβλίο αυτό προς τον υπουργό Παιδείας.
Εν όψει τούτων επιβάλλεται η επανεξέταση του ζητήματος, η απόσυρση του βιβλίου και η χρήση προσωρινώς των προηγούμενων –ήδη δοκιμασμένων – διδακτικών βιβλίων γραμματικής.