ΔΕΝ ΜΑΣ ΘΕΛΟΥΝ ΣΤΟ ΕΥΡΩ

Τόσο, που το πράγμα καταντάει αηδία. Το κάνουν να φαίνεται ως τραγική προσπάθεια της χώρας, απελπισμένη προσπάθεια που ταυτίζεται με την επαιτεία, για παραμονή σε ένα νομισματικό/αξιακό σύστημα που δεν χωράμε, δεν μας δέχεται, δεν φαίνεται να ανήκουμε.

Η πρόθεσή τους είναι, επειδή ακριβώς δεν υπάρχει θεσμικός τρόπος απομάκρυνσης μιας χώρας από το ενιαίο νόμισμα, να την εξωθήσουν σε αποχώρηση, φέρνοντας τη σε απελπισία ή στο φιλότιμο. Ή και στα δύο. Αν και η λέξη «φιλότιμο» δεν μεταφράζεται σε καμιά από τις γλώσσες των εταίρων μας, εντούτοις αυτοί ξέρουν τι είναι και τι σημαίνει για μας και κατά περίπτωση το χρησιμοποιούν, ελπίζοντας ότι θα τους αδειάσουμε τη γωνιά και θα πάψουμε να αποτελούμε εμπόδιο στα πόδια τους: εκεί που μας έσπρωξε θέλοντας και μη ο Κων. Σημίτης με την εκσυγχρονιστική κοσμοπολίτικη παρέα του το 2001, ταυτίζοντας την ένταξη της χώρας στο ευρώ με εθνική προσπάθεια, περηφάνια, ανάπτυξη και μέλλον, όπως ακριβώς ταύτισε με τους συνεργάτες του την ανάπτυξη-φούσκα του Χρηματιστηρίου με εθνική ενδυνάμωση και οικονομική ευρωστία. Τώρα, έντεκα χρόνια μετά, η χώρα είναι ανεπιθύμητη από το δυτικό/γοτθικό προτεσταντικό μπλοκ εξουσίας, αλλά το ερώτημα είναι μήπως κι εμάς δεν μας συμφέρει πλέον να είμαστε υπό τους συγκεκριμένους όρους στο νομισματικό σύστημα μαζί τους. Για μια σειρά από λόγους, το καθεστώς ισοτιμίας μεταβλήθηκε σε καθεστώς υποτέλειας, με τεράστια ευθύνη των κυβερνήσεων Γ.Α. Παπανδρέου, που δεν διανοήθηκε καν να κινηθεί και προς άλλες λύσεις πλην της υποταγής στους δανειστές και της εκχώρησης της εθνικής κυριαρχίας στο προτεσταντικό μπλοκ. Μέσα σε αυτό το καθεστώς υποτέλειας, που επιβάλλονται στη χώρα μας διαρκώς επαχθέστεροι των προηγουμένων όροι, γιατί άραγε μας συμφέρει να παραμείνουμε;

Και αλήθεια, από πρακτική πλευρά αν το δει κανείς, πώς θα τα βγάλει πέρα ο πολίτης με «κλειδωμένες» ανάγκες (αυτό που ονομάζουμε πάγιες και ανελαστικές δαπάνες, δηλαδή ΟΤΕ, ΔΕΗ, νερό, δάνεια/κάρτες) της τάξεως των 1.000 ευρώ, π.χ., όταν εισπράττει με τις επιβληθείσες μειώσεις 1.200 ευρώ ή και λιγότερα;

Ο πολίτης αυτός είχε σχεδιάσει και στήσει τη ζωή στη βάση εισοδημάτων που άγγιζαν τις 2.000, οι συνεχείς μειώσεις όμως έκαναν τις 2.000 περίπου τα μισά, οπότε τα εισοδήματα δεν επαρκούν ούτε για τις ανελαστικές δαπάνες. Πώς λοιπόν θα υπάρξει μέσα σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον; Πολύ περισσότερο, όταν «δεν κουρεύονται» τα δικά του δάνεια και χρωστάει όσα χρώσταγε στις τράπεζες, ενώ τα εισοδήματά του είναι από 25 έως 55% λιγότερα σε σχέση με τη χρονική έναρξη της κρίσης, περί το 2009.

Μήπως μας σπρώχνουν συνειδητά, μέσω της διαρκούς μείωσης εισοδημάτων, σε αποχώρηση από το ευρώ; Μήπως ενισχύουν την απλή λογική που (θα) λέει: «Αφού δεν βγαίνω με αυτά τα ευρώ (ένα χιλιάρικο τον μήνα π.χ., ενώ οι ανάγκες μου είναι δύο χιλιάδες, κι όχι οι ανάγκες της διασκέδασης, αλλά των δανείων, της τροφής και της ένδυσης) να πάμε σε άλλη λύση»; Το «μήπως» είναι σχήμα λόγου.

Αυτό ακριβώς κάνουν. Ωθούν την Ελλάδα στην έξοδο από το ενιαίο νόμισμα «ακριβαίνοντάς» το για μας μέσω διαρκούς μείωσης του εισοδήματος των Ελλήνων. Ένα είδος εσωτερικής υποτίμησης, έτσι ώστε να μην επαρκούν τα χρήματα για επιβίωση και να αναγκαστούν και οι άνθρωποι και οι κυβερνήσεις να αναζητήσουν και να προχωρήσουν σε άλλες νομισματικές λύσεις. Η μέθοδός τους είναι απλή και αποδοτική: Κάθε φορά που πλησιάζει η εποχή για την καταβολή επόμενης δόσης της «βοήθειας» (του τοκογλυφικού δανείου στην ουσία) των εταίρων/δανειστών, ανακαλύπτεται η ασυνέπεια της Ελλάδας στις διαρθρωτικές αλλαγές που όφειλε (σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που έχει υπογράψει) να έχει κάνει (ή δρομολογήσει), με αποτέλεσμα η χώρα να τιμωρείται με νέες μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, προκειμένου «να πάρει τη δόση». Η χυδαία αυτή τακτική γίνεται αποδεκτή από τις ελληνικές κυβερνήσεις, που μπαίνουν έτσι σε ρόλο παραγγελιοδόχου, χάνοντας κάθε δυνατότητα διαπραγμάτευσης αλλά και κάθε ιδιότητα εκλεγμένης κυβέρνησης ανεξάρτητης χώρας. Μήπως όλα μας σπρώχνουν στην ανάκτηση μιας στοιχειώδους αξιοπρέπειας;


Σχολιάστε εδώ