ΣΤΗ ΣΟΥΜΕΛΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ΤΟΝ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 2012

Δεν έχω ποντιακή ρίζα, παρά το σε -ίδης επίθετό μου. Όμως, τι σημασία έχει; Η Ιστορία μας είναι συλλογικά κοινή, όπως και η Παναγία.

Η ελληνική αποικία των Μιλησίων στον Εύξεινο, η Μονή Σουμελά, οι Μεγαλοκομνηνοί, ο ξεριζωμός, τα κειμήλια από την κρύπτη τους μέχρι το Βέρμιο, όλα στριφογύριζαν στο μυαλό μου καθώς με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο αποβιβαζόμασταν στο αεροδρόμιο της Τραπεζούντας.

Πρόξενοι, ψάλτες του Φαναρίου, γνωστοί συνεργάτες του Κέντρου της Ορθοδοξίας, ήταν όλοι εκεί. Ένας κόσμος που φαίνεται ξένος με τη σημερινή Τουρκία, όμως τόσο οικείος και παλιός, ριζωμένος μέσα στα σπλάχνα της, να αναπνέει μέσα στα γονίδια αυτής της γης και να τον συναντάς πίσω από κάθε ιστορική πτυχή της.

Ξεκινήσαμε πρωί.

Σκεπτόμουν: Σε ποιο, άραγε, σημείο της Λειτουργίας να βρίσκονται τώρα οι κατάμεστοι ναοί της επαρχίας μου; Αφήσαμε αγουροξυπνημένη την ανυποψίαστη σημερινή Trabzon, περάσαμε χωριά, τη Ματσούκα, μπήκαμε στο βουνό Μελά με την πανύψηλη βλάστηση, έπειτα σ’ έναν πλακόστρωτο δρόμο, σ’ έναν χωματόδρομο, και με τα πόδια, πάνω από ρίζες δένδρων και από πέτρινες σκάλες, αντικρίσαμε το Μοναστήρι. Ώστε αυτό ήταν! Αυτό είναι! Το ωράριο που είχαμε στη διάθεσή μας δεν άφηνε περιθώρια για συλλογισμούς και δεκαπενταυγουστιάτικους ρεμβασμούς.

Φορέσαμε τα άμφιά μας μέσα στο βραχώδες Καθολικό και κάτω από τις κατεστραμμένες αγιογραφίες αρχίσαμε στη μικρή αυλή τη Θεία Λειτουργία.

Πόσα να προλάβεις κατά τη διάρκειά της να σκεφτείς και να προσευχηθείς; Ένιωθα σταματημένο το μυαλό μου, μόνο συσσώρευα εικόνες, πρόσθετα πρόσωπα, φανταζόμουν την αεικίνητη ζωή του Μοναστηριού, που τώρα το έβλεπα να χάσκει γυμνό και έρημο και να εκδικείται με τη σιωπή του κάθε ανίδεο τουρίστα του.

Η Ευχαριστία προχωρούσε, μα… «Γιατί βιαζόμαστε;». «Τι θέλεις; Να χωρέσει σε μια Λειτουργία όλη η λατρευτική ζωή που στερήθηκε ο τόπος επί δεκαετίες;».

Ένιωθα ότι μόνο οι χαρακωμένες αγιογραφίες του Ναού καταλάβαιναν, και οι πεισματάρες, λες και ζωγραφίστηκαν χθες, επιμένουν να ομολογούν την Ανάσταση σ’ έναν κόσμο γύρω τους πεθαμένο. Δεν ωφελούν τα αισθήματα, και τα δάκρυα είναι τόσο λίγα!

Πόσες γενιές Ποντίων κρατούσαν στη μνήμη τους και στην καρδιά τους τον χώρο τούτο μέχρι που έκλεισαν τα μάτια τους στην Ελλάδα… Μαζί τους χάθηκε ένας ολόκληρος κόσμος ιδεών και πραγμάτων.

Η Λειτουργία προχωρούσε με τον σοβαρό πατριαρχικό ρυθμό της. Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος άρχισε να μνημονεύει.

Το πλήθος αύξανε. Πλημμύριζε τις αυλές της Μονής, έμπαινε στα άδεια δωμάτια, καθόταν στα πεζούλια, στις στενές ταράτσες. Το τοπίο «άνοιγε». Πίσω από ένα παράθυρο ενός μικρού ναϊδίου πρόβαλαν δύο νεανικά πρόσωπα. Μα! Πού βρέθηκαν εδώ; Ναι! Αυτοί ήταν, οι μοναχοί Βαρνάβας και Σώφρονος, που έφεραν εδώ την εικόνα της Παναγίας της Αθηνιώτισσας και έκτισαν τη Μονή. Απέναντι από τη δική μας εξέδρα, όπου λειτουργούσαμε, μια ξεχωριστή τέντα -πότε την έστησαν; το πρωί που ήρθαμε δεν την πρόσεξα- με Σινωπέους μονοκεφάλους κεντημένους στις γωνίες της και από κάτω σε επίσημο δίφρο καθόταν σκεπτικός ο Αλέξιος Γ’ (τον γνώρισα από τον θυρεό), νέος κτίτωρ κι αυτός.

Πριν από την Είσοδο, ακούσαμε ψιθύρους και αναταραχή στη σκάλα που κατέβαινε στην πλατεία της Μονής.

Οι τουρίστες που την είχαν καταλάβει παραμέρισαν με σεβασμό, οι αστυνομικοί κοίταζαν απορημένοι. «Κάποιο γκρουπ θα έρχεται», σκέφτηκα. Ήταν επίσημη πολυμελής συνοδεία.

Η οικογένεια των Μεγαλοκομνηνών μόλις είχε φτάσει. Οι καμπάνες χτυπούσαν ασταμάτητα. Να τοι! Τους γνώρισα. Προπορεύονταν τα εγγόνια του Ανδρονίκου Α’, Αλέξιος και Δαβίδ, οι ιδρυτές της δυναστείας, και ακολουθούσαν ο Ιωάννης Β’, ο Μανουήλ Γ’, ο Βασίλειος Α΄ και οι υπόλοιποι. Στα χέρια τους κρατούσαν δώρα, ακριβά και πολύτιμα, που είχαν προσφέρει κατά καιρούς στη Μονή. Στάθηκαν όρθιοι, μπροστά δεξιά, αφού πρώτα με νεύμα σεβαστικό χαιρέτησαν τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο.

Έπειτα οι τζανταρμάδες άνοιξαν δρόμο στις Δέσποινες καθώς αργά προχωρούσαν κι εκείνες, με πρώτη την Ειρήνη Παλαιολογίνα, και τις έφεραν στο αριστερό μέρος της αυλής, μπροστά στο Ηγουμενείο. Οι αυλικοί που συνόδευαν το Αρχοντοσόι ανακατεύτηκαν με το πλήθος των τουριστών στο κέντρο. Κάποιος φώναξε: «Παρακαλώ, μην κλείνετε αυτόν τον διάδρομο!» Εκεί, σε στασίδι μπροστά στον τοίχο, καθόταν ακουμπισμένος ο Μητροπολίτης Χρύσανθος και δίπλα του, σε χαμηλότερο βάθρο, ο τελευταίος Ηγούμενος.

Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος συνέχιζε τη μνημόνευση, οι ψάλτες έψαλαν, μα, ο Θεός να με συγχωρέσει, οι μοναχοί σταματημό δεν είχαν! Μπαινόβγαιναν από τις πόρτες των κελιών τους στο μαγειρείο, στις αποθήκες και στο αρχονταρίκι. Ετοίμαζαν κεράσματα, καφέδες και το γεύμα.

Φτάσαμε στη μεγάλη Είσοδο, δυο διάκονοι πίσω από τα Άγια, κρατούσαν και εισόδευσαν ένα σεντούκι ανοιχτό, με την εικόνα, τον Τίμιο Σταυρό και το Ευαγγέλιο, και πίσω ο π. Αμβρόσιος Σουμελιώτης, που τα έφερε στο Βέρμιο το 1931. Ήταν όλοι εδώ.

Ήταν όλα εδώ. Πού χώρεσαν τόσο πολλοί! Μα, τώρα, γιατί αργεί τόσο τη Λειτουργία ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος; Ας συντομεύει!

Όλο έρχεται κόσμος, φορεμένοι με ρούχα περασμένων εποχών, χιλιάδες θα είναι, δεν έχει τόπο πλέον μήτε να σταθούν οι άνθρωποι, άρχισαν να αιωρούνται πάνω από τα κτίρια, μέχρι τον ψηλό βράχο και μέχρι απέναντι.

Ίσως είναι και επικίνδυνο στατικά! Τα κτίρια, λεηλατημένα και καμένα, έχουν παραμεληθεί τόσες δεκαετίες! Α, να! Σ’ ένα μισογκρεμισμένο μπαλκόνι βλέπω τους μεγάλους Σουλτάνους, δωρητές κι εκείνοι της Μονής στα χρόνια τους. Ο κοντόχοντρος πρέπει να ‘ναι ο Βαγιαζίτ Β’, δίπλα του ο Σελήμ Α’, πίσω τους ο Μουράτ Γ’ και τελευταίος ο Αχμέτ Γ’. Σαν θλιμμένοι μού φαίνονται για την κατάντια της σημερινής Σουμελά, που εκείνοι τίμησαν, μα σ’ αυτό εμένα λόγος δεν μου πέφτει!

Στο κήρυγμά του ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος μίλησε για την Παναγία που μας προσκάλεσε στον Πόντο για τρίτη φορά εφέτος. Για την ανοιχτή αγκαλιά της, για την ελεγκτικά αγαπητική της ματιά και για το αστραφτερό της πρόσωπο. Για το διαρκές θαύμα στη ζωή της, που συνεχίζεται σαν θαύμα της Εκκλησίας.

Που πέθανε, κι όμως ζει! Που κοιμήθηκε, κι όμως αγρυπνεί. Που διαπέρασε την καρδιά της ρομφαία, κι όμως δίνει χαρά και ελπίδα σε όλους μας. Και, κυρίως, προοπτική στην αιωνιότητα.

Ευχαρίστησε όλους αυτούς που πήγαν από διάφορα μέρη της γης εκείνη τη μέρα. Και ευχήθηκε σε όλους «και του χρόνου»!

Καθώς κατεβαίναμε γοργά, μέσα στο θρόισμα των δένδρων, όλα έτρεχαν μαζί μας.

Η ψιλή βροχή, ασταμάτητα δάκρυα σκιών, ψυχών που έφευγαν διωγμένες το 1923, εγκαταλείποντας τον επί τρεις χιλιάδες χρόνια ελληνικό και ρωμαίικο τόπο, για να ‘ρθουν στην Ελλάδα «οι τουρκομερίτες»!

Το απόγευμα, στις εθιμοτυπικές επισκέψεις στον δήμαρχο της Ματσούκα και στον νομάρχη της Τραπεζούντας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος απάντησε σε επίμονες ερωτήσεις των δημοσιογράφων για την πρόταση του αντιπροέδρου της κυβερνήσεως να μετατραπεί η Αγία Σοφία της Τραπεζούντας από μουσείο σε τζαμί: «Δεν είναι ανάγκη, αλλά πολιτική σκοπιμότητα», είπε και συνέχισε: «Γεμίστε πρώτα τα άδεια τεμένη που βρίσκονται γύρω»!

Φέτος τον Δεκαπενταύγουστο του 2012, που έγιναν τα παραπάνω που σας περιέγραψα, στη Σουμελά του Πόντου ήμουν κι εγώ εκεί.


Σχολιάστε εδώ