Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΩΝ ΤΟΚΟΓΛΥΦΩΝ Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΝΑΓΛΥΦΩΝ
Ανάγλυφη στά πρόσωπα
πλείστων Νεοελλήνων
η αγωνία σέρνεται
ως παύση υπαλλήλων.
•••
Πού ξεκινούν τό χάραμα
νά πάνε στήν δουλειά τους
καί φτάνοντας οι άμοιροι
χάνουνε τήν μιλιά τους.
•••
Διότι εις τήν θέση τους
βρίσκουνε κάποιον άλλο
καί πιάνουνε τό μέτωπο
μήπως καί έχουν κάλο.
•••
Άφαντο τό αφεντικό
-μένει η αγωνία
κι ένα χαρτί απόλυσης
μέ παύση αιωνία.
•••
Ξηρός αγρός η αγορά
κι ένα παντού: ΠΩΛΕΙΤΑΙ
κλείνουν τά μικρομάγαζα
ως τών ναών αι σκήται.
•••
Καί μέσα ο «καλόγερος»
ως άλλος τίς Μιμίκος
μετράει μιά τό θάνατο
μιά τής ζωής τό μήκος.
•••
Ο δυστυχής τά τέντωσε
καί πάει γιά τίς βρούβες
σέ δρόμο κατηφορικό
μέ λάσπες καί λακκούβες.
•••
Χιλιάδες οι αυτόχειρες
οι άνεργοι επίσης
μητέρες, τέκνα, συγγενείς
ου δύνασαι μετρήσεις.
•••
Σπίτια, χωράφια, δίφραγκα
τά παίρνουν οι Απάτσι
καί η ζωή αγκομαχά
απ’ τό τραχύ χαράτσι.
•••
Όποιος ανάψει λαμπατέρ
έκνομος θεωρείται
κι ο Χαρατσάρης Αρχηγός
εις θρόνον άδειο κείται.
•••
Κουνάει τό προγούλι του
καί τό παχύ σαρκίον
σπαράζοντας τούς Έλληνες
ως σέ νεκροτομείον.
•••
Οι άλλοι δυό θρασομανούν
κάνοντας πιρουέτες
εις άλλους Ολυμπιακούς
τής Λαγκαρτέρ επαίτες.
•••
Πού νά καθίσει η καρδιά
κι ο νους νά γαληνέψει
π’ όλο τό Κράτος καρτερεί
νά σφάξει καί νά κλέψει.
•••
Πού νά καθίσεις Έλληνα
νά πιείς ένα ποτήρι
όταν βογκάει ο καημός
κι όταν σέ λέν μπατίρη.
•••
Πάνε τά χρόνια τής δουλειάς
καί ήρθαν τής δουλείας
σήκωσε τό κεφάλι σου
λάτρη τής ομιλίας.
•••
Γίνε καί πάλι Σόλωνας
καί πάλι Θουκυδίδης
κι όχι σάν τούς ηγέτες σου
ψεύτης καί κρυψαρχίδης.
•••
«Επί τό μέγα ερείπιον
η Ελευθερία ολόρθη
προσφέρει δύο στεφάνους
έν’ από γήινα φύλλα
καί άλλον απ’ άστρα».
Ανδρέας Κάλβος: ΩΔΑΙ.