Συμπληρωματικές νύξεις περί προφορικού λόγου
Οι ζηλωτές της νέας γραμματικής για την Ε΄ και ΣΤ΄ τάξη του Δημοτικού –επαΐοντες της Γλωσσολογίας και αριστεροί του παρωχημένου διεθνισμού– προκαλούν διχαστική πόλωση και πολιτικοποιούν απερίσκεπτα ένα ζήτημα που δεν επιδέχεται πολιτικοποίηση. Οι γλωσσολόγοι κατηγορούν τους φιλολόγους και τους δασκάλους (που διαθέτουν έμπρακτη εμπειρία) ως… αδαείς, και οι αριστεροί χαρακτηρίζουν συλλήβδην ως… δεξιούς όσους διαφωνούν και με το περιεχόμενο και με τη μεθοδολογία της νέας γραμματικής. Και οι μεν και οι δε πλανώνται.
Η γλώσσα κάθε λαού προσδιορίζεται πρωτίστως από τον γραπτό λόγο και δευτερευόντως από την εκφορά του προφορικού λόγου και την προφορά των λέξεων. Παρά τα «ευαγγελικά» των αρχών του 20ού αιώνα και την ασυμφιλίωτη διαμάχη μεταξύ δημοτικιστών και καθαρευουσιάνων (που κόστισε και θανάτους των αντιμαχομένων), σήμερα διαθέτουμε την πλουσιότερη γλώσσα στον κόσμο –το επαναλαμβάνω–, επειδή υιοθετήσαμε τη ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΗ. Μια γλώσσα, δηλαδή, που αντλεί, αξιοποιώντας τες στο έπακρο, και από τις δύο καταβολές της: τη λαϊκή και τη λόγια.
Πριν έρθω στον προφορικό λόγο και στην προφορά των λέξεων, θα προσθέσω στον γενικό καμβά του γλωσσικού μας ζητήματος την ακόλουθη επίκληση: Να προωθήσουμε τις δημιουργικές ωσμώσεις, τις εύστοχες διασταυρώσεις, ακόμα και τις λεκτικές επιμειξίες όταν δεν πρόκειται για πάντρεμα ετερογενών στοιχείων, ώστε να προσφέρουμε στους εαυτούς μας και στον λαό μας ΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ. Έστω και την προσέγγιση, αν όχι επίτευξη, της συνολικής εκφραστικής δυνατότητας.
Όλοι ακούμε ραδιόφωνο και όλοι παρακολουθούμε εκπομπές λόγου και ειδήσεις στην τηλεόραση. Γνωρίζουμε, επομένως, ότι δεσπόζει σχεδόν παντού η βαρβαροφωνία. Συχνά μάλιστα η εκφωνήτρια ή ο εκφωνητής «καταπίνουν», μη ακουόμενοι, ολόκληρες καταληκτικές συλλαβές!
Ο ηχητικός αυτός εκβαρβαρισμός –πόσοι, αλήθεια, αστέρες της τηλεόρασης έχουν διδαχθεί ορθοφωνία;– που νοθεύει κατʼ αποτίμηση ως μεταδοτική ασθένεια τη λαλιά των Ελλήνων, συνίσταται στην εντελώς λανθασμένη προφορά αμέτρητων ελληνικών λέξεων και στην εν γένει δυσφραδή μονοτονία της εκφοράς του λόγου τους, ο οποίος χαρακτηρίζεται στις πλείστες των περιπτώσεων από την παντελή έλλειψη ηχοχρωμάτων και νοηματοδοτικών κυματισμών και έχει χάσει πια κάθε ίχνος από την αλλοτινή λελογισμένη μουσικότητά του.
Το ωμέγα λέγεται ωμέγα και το όμικρον όμικρον, επειδή το πρώτο είναι μέγα –έχει, δηλαδή, μεγαλύτερη διάρκεια η εκφορά του– και το δεύτερο είναι μικρό, επειδή η διάρκειά του είναι μικρή. (Σε κάθε ηχοληψία κειμένου ο προηγηθείς ισχυρισμός αποδεικνύεται πάραυτα αληθής, καθότι η διαφορά είναι μετρήσιμη και ακούγεται ευκρινέστατα.) Υφίσταται όμως μία και μόνο μία ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ εξαίρεση: το «ότι» της κ. Έλλης Στάη. Όταν ακούει κανείς αυτό το «ότι» έχει την αίσθηση πως γράφεται με τρία όμικρον! – κι αυτό το κάνει για να σκεφτεί τι θα πει παρακάτω στα δύσκολα…
Σχετικά με τη βαρβαροφωνία θα παραθέσω μερικά παραδείγματα. Η λέξη «συγγραφέας» προέρχεται, ως γνωστόν, από τη σύμπτυξη του «συν» και του «γράφω». Θα έπρεπε, επομένως, το νι να ακούγεται οπωσδήποτε, σαν να γράφαμε λανθασμένα «συνγραφέας». Κι όμως ακόμα και οι περισσότεροι συγγραφείς προφέρουν την ιδιότητά τους ως… «συγκραφείς» (!), λες και μιλάνε για την… αγκράφα της ζώνης τους! Εξ αντιθέτου, η λέξη «ντομάτα» οφείλει να προφέρεται «dομάτα» όπως ηχεί το γαλλικό ή αγγλικό «d». Το ίδιο, ας πούμε, και η λέξη «νταής». Όμως ορισμένοι –και δεν είναι λίγοι– προφέρουν το νι μακρόσουρτα, με τρόπο που οι λέξεις ντομάτα και νταής να ακούγονται ως «ν…τομάτα» και ως «ν…ταής». Θα φέρω ένα ακόμα παράδειγμα: Στην Ελλάδα δεν συνεκφέρονται το άρθρο με το ουσιαστικό που προσδιορίζει. Δεν υπάρχει, δηλαδή, η liaison (σύνδεση) που ισχύει στα γαλλικά. Αν σε μία φράση σου θέλεις να χρησιμοποιήσεις, φέρʼ ειπείν, την έκφραση «τον παραδόπιστο», υποχρεούσαι να κάνεις μια ελάχιστη παύση ανάμεσα στο άρθρο και το ουσιαστικό για να ακουστεί το νι. Αλλιώς θα παρεμβληθεί ένα κακόηχο και ακαταλαβίστικο «τόμπα»! Πρώτος διδάξας την… ελληνική liaison είναι ο Νίκος Χατζηνικολάου και βρήκε δυστυχώς μιμητές. Εν κατακλείδι, η νέα γραμματική βρίθει λαθών και απευθύνεται σε ηλικίες παιδιών που περιπίπτουν σε συγχύσεις, αν δεν τους δημιουργούνται και συμπλέγματα κατωτερότητας λόγω της δήθεν ανεπάρκειας της νοημοσύνης τους να αντιληφθούν τα… ουσιώδη! Το έγκλημα, ωστόσο, των αδαών από ψυχολογία γλωσσολόγων είναι ότι η νέα γραμματική αποβλέπει –το αγνοούν άραγε αυτό;– στην καθιέρωση του λατινικού αλφαβήτου και μέσω αυτού στην ΙΣΟΤΙΜΙΑ της αγγλικής με την ελληνική γλώσσα (!) προς… δόξαν της Διαμαντοπούλου και των πάσης φύσεως διαπλεκομένων απάτριδων!
ΥΓ.: Όσο η δημοτική τελούσε υπό απαγόρευση και απηνή διωγμό, υπήρξα θιασώτης της καθαρής, της άπεφθης, της «πούρας» δημοτικής. Από τότε όμως που αναγορεύτηκε διά νόμου σε επίσημη γλώσσα του κράτους με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα, αντιμετωπίζω το συνολικό γλωσσικό μας πρόβλημα από «συντηρητική» σκοπιά. Πρόκειται για τη μόνη ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΑΡΙΣΤΕΡΗ τοποθέτηση – και αυτόν τον επιφανειακά αντιφατικό ισχυρισμό τον αντιλαμβάνονται απόλυτα όσοι αγωνίζονται για το ανέβασμα του μορφωτικού επιπέδου του λαού μας. Ενός λαού που χρειάζεται ένα στιβαρό όργανο σκέψης, έκφρασης και δράσης (άλαλη δράση δεν υπάρχει), μια τεράστιας έκτασης γλώσσα, δηλαδή ΜΕ ΣΦΡΙΓΟΣ, ΕΥΕΛΙΞΙΑ ΚΑΙ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΙΜΟΤΗΤΑ, για να καλύψει με επιτυχία τις συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις της ραγδαίας εξελισσόμενης εποχής μας.