Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Έξαλλος ήταν ο παππούς Νικολής με τους κατοίκους των απέναντι πολυκατοικιών και οποιαδήποτε συζήτηση κι αν είχε το πήγαινε, το πήγαινε, και στο τέλος η οργή του ξεχείλιζε και άρχιζε τον αναβαλλόμενο για τους γειτόνους, χωρίς να τους ξέρει ή να τους έχει δει ποτέ στη φάτσα. Αυτό δεν τον εμπόδιζε να τους αποκαλεί συλλήβδην «τομάρια, παλιάνθρωπους, καθίκια» μόνον και μόνον επειδή είχαν κατεβασμένες τις τέντες μέχρι κάτω, χωρίς να τις ανεβάζουνε ποτέ, και κράταγαν μονίμως κατάκλειστα τα παντζούρια των παραθύρων τους. Όχι πως τον βασάνιζε το τι γινόταν στα ενδότερα των σπιτιών και ήθελε να ικανοποιήσει την περιέργειά του ούτε ήταν κανένας αδιόρθωτος μπανιστηρτζής και τα κλειστά παράθυρα του στερούσαν ηδονικά θεάματα που θα προσέφεραν οι γειτονοπούλες του. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συνέβαινε.
Απλώς ο παππούς Νικολής, προερχόμενος από τον κόσμο τον παλιό και υποψήφιος για τον… άλλον, δεν μπορεί να χωνέψει πως υπάρχουν άνθρωποι που δεν χαίρονται το ευλογημένο ελληνικό καλοκαιράκι, το τόσο σύντομο και τόσο σπάταλο στα δώρα του και στις ομορφιές του. Δεν μπορεί να «νταγιαντίσει», κατά πως λέει, ότι υπάρχουν άτομα που κλείνονται ερμητικά μέσα στους τοίχους των σπιτιών τους, ότι φυλακίζονται εθελούσια και, κατεβάζοντας το αιρκοντίσιον στους 12 βαθμούς, ζουν κατακαλόκαιρο σε ατμόσφαιρα Αλάσκας, έχοντας επαφή μόνο με τη ζωή που τους σερβίρει η τηλεόραση…
Και κάθεται και διερωτάται αν βγήκαν ποτέ βράδυ στο μπαλκονάκι τους να αισθανθούν τη δροσιά της εσπερινής αύρας, που μπροστά στο χάδι της τύφλα να ‘χουνε όλα τα κλιματιστικά του κόσμου.
Ακόμη και οι λιγοστές καχεκτικές γλάστρες που ενδεχομένως… φυτοζωούν στη βεράντα όλο και σε κάποια επαφή σε φέρνουν με τη μάνα φύση. Βέβαια, στο μπετόν που μας διαφεντεύει δεν φυτρώνει γαζία ούτε ταπεινό αγιόκλημα ούτε το μεθυστικό νυχτολούλουδο, για να σε συντροφεύουν στις ονειροπολήσεις.
Μην ξεχνούν όμως πως μόνοι τους, με τα ίδια τους τα χέρια τα ξερίζωσαν και στη θέση τους φύτεψαν το κουτί όπου έγκλειστοι λαθροβιούν. Κάθισαν ποτέ νύχτα να χαζέψουν το φεγγάρι; Το είδαν να μεγαλώνει λίγο λίγο καθημερινά και να φωτίζει την πλάση με το μαγικό του φως; Ξενύχτησαν ποτέ σ’ ένα μακρόσυρτο χαζοξενύχτι επειδή δεν τους έκανε καρδιά να πάνε να κοιμηθούν; Και άφησαν ποτέ τη φαντασία τους να πλανηθεί μέσα στις φωτοσκιάσεις που συνέχεια σκορπά η σελήνη στο διάβα της;
Και όταν πια το φεγγάρι στη χάση του σέρνει λειψό τη χλομάδα του θανάτου, ποιος δεν ένιωσε τη γεύση μιας μικρούλας λύπης; Αυτά τα ελάχιστα, αυτά τα μικρά «τίποτα», που είναι όμως το αλάτι της ζωής, τα πέταξαν στον σκουπιδοτενεκέ, τα χάρισαν να τα απολαμβάνουνε οι γάτες, και κλείστηκαν στα σπίτια τους, στην απομόνωση, τα τομάρια…
Πότε αγορεύει, πότε μονολογεί, και είναι έτοιμος να αρπαχτεί με όποιον ισχυρίζεται πως η ανθρωπότητα προχωρεί, εκπολιτίζεται, και πως από τότε που ο πιθηκάνθρωπος κατέβηκε από το δένδρο και χώθηκε στη σπηλιά αυτομάτως αποκήρυξε τη Φύση και τον… Ταρζάν. Του λένε πως το καυσαέριο είναι το άρωμα του πολιτισμού και τον κάνουν θηρίο. Του θυμίζουν οι δικοί του πως ο γιατρός είπε: «Να μη συγχύζεται, μην του ‘ρθει κανένα εγκεφαλικό!», κι αυτό τον εξαγριώνει ακόμα περισσότερο. «Είναι ηλίθιος ο γιατρός», φωνάζει. «Έχω κανέναν ρουμπινέ να σταματάω τη σύγχυση;». Και, κατακόκκινος, συνεχίζει τον φιλιππικό του.
Τα παλιά τα θυμάται, αλλά δεν νοσταλγεί την γκαζόλαμπα που φώτιζε τη μονοκατοικία τους ούτε το μπουκάλι που του φόρτωνε η μάνα του να πάει στον κυρ Πέτρο τον μπακάλη να πάρει μισή οκά πετρέλαιο και «να το γράψει» νοσταλγεί. Ούτε πεθύμησε το αιγινήτικο κανάτι που το τύλιγαν μ’ ένα βρεμένο πανί και το έβαζαν στο παράθυρο να δροσίσει για να πιούνε «νερό μπούζι»…
Ανατριχιάζει όταν θυμάται τις μύγες, τους κοριούς και τις σαρανταποδαρούσες που είχαν ενδιαίτημα το σπίτι τους. Και πώς να ξεχάσει τον χειμώνα, τότε που ο δρόμος τους απομονωνόταν από τη λάσπη ή που τουρτούριζαν από το κρύο ζητώντας παρηγοριά σ’ ένα μαγκάλι ή στην ξυλόσομπα που άναβαν τας… Κυριακάς και εορτάς; Τίποτα τέτοιο δεν αναπολεί ούτε θέλει να το ξαναζήσει. Η σκέψη του είναι αιχμάλωτη στα περασμένα καλοκαίρια στη γειτονιά, τότε που η ζέστη έβγαζε τους ανθρώπους στον δρόμο και γίνονταν όλοι μια οικογένεια.
Πώς να ξεχάσει το ράντζο που άπλωναν στο ταρατσάκι και κοιμόνταν κάτω από τα άστρα, μετρώντας τα πεφταστέρια και κάνοντας ευχές; Πώς να ξεχάσει τον πατέρα που μόλις σουρούπωνε έβγαινε με το φανελάκι και πότιζε το κίτρινο δειλινό που φύτρωσε μονάχο του πλάι στη βρύση και έριχνε μπόλικο νερό στις πλάκες της αυλής για να δροσίσουν;
Ήταν κι εκείνος ο παχύς βασιλικός μέσα στον άδειο τενεκέ της φέτας, που όποιος περνούσε του χάιδευε τα φύλλα κι έπαιρνε την ευωδιά του. Πώς να ξεχάσει τις φωνές των παιδιών που λυσσομανούσαν στις αλάνες ή τους ροζ φιόγκους που στόλιζαν τις κοτσίδες των κοριτσιών και το «Δεν περνάς, κυρα-Μαρία», το «Τσιγκολελέτα» και το «Μια ωραία πεταλούδα», που ακόμα αντηχούν στ’ αυτιά του…
Κι ακόμα, ξεχνιέται ο πλανόδιος παγωτατζής με το καρότσι του, που περιδιάβαινε τα στενά διαλαλώντας τα Έβγα παγωτά και τρέχαν ξοπίσω του τα πιτσιρίκια;
Κι όταν είχε πια για τα καλά βραδιάσει, τότε που έβγαζαν τα σκαμνιά και τις καρέκλες τους στον δρόμο, γινόταν μια παρέα και σαν αδέλφια εξομολογούνταν βάσανα, χαρές και λύπες…
Και ο παππούς Νικολής το ξαναγυρνά στους γειτόνους με τις κατεβασμένες τέντες και τα κλειστά παράθυρα: «Ζεσταίνονται, λέει. Τον κακό τους τον φλάρο. Αν ζεσταίνονται, να πάνε στη Βάλια Κάλντα, στη Βούρμπιανη ή στο Νυμφαίο αγκαλιά με τις αρκούδες, τα παλιοτόμαρα…».