ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΛΟΙ ΑΝΕΜΙΣΤΗΡΕΣ
Στήν κάψα τού καλοκαιριού
τρίβει η ΔΕΗ τά χέρια
χαίρεται τό Μερκελιστάν
κι άλλα τινά ξεφτέρια.
•••
Μές στήν Βουλή ηδονικά
κοάζουν τά βατράχια
καθήμενα σέ έδρανα
ακίνητα σάν βράχια.
•••
Έξω χοχλάζει ο ουρανός
τά δέντρα τρελαμένα
πάντα τά άνθη χάνονται
στού χάους τήν αρένα.
•••
Τρικλίζουν οι περαστικοί
δροσιά επιζητούντες
ενώ στό Βουλευτήριο
άντε, δουλειές μέ φούντες.
•••
Καί μέσα στήν θανατερή
τής κάψας τήν ραστώνη
ακούγεται κελαηδιστή
πράα η φωνή τ’ Αντώνη.
•••
Δέν καίγεται, ο άνθρωπος
διότι τό σαλόνι
δροσίζεται στό επαρκές
κι ουδείς άλλον μαλώνει. •••
Ευτυχισμένοι οι θνητοί
λένε, συνεδριάζουν
ύστερα τ’ αναψυκτικά
στόν καμπινέ αδειάζουν.
•••
Στό σπίτι οι γυναίκες τους
λένε καί καμαρώνουν
τά δουλευτάδικα παιδιά
πού ψύχονται κι ιδρώνουν.
•••
Τό πώς τό ψύχος επιδρά
σ’ ιδροποιούς αδένες
καί τό απολαμβάνουνε
ρητορικές παρθένες
•••
ουδείς τό ανακάλυψε ούτε καί θά τό μάθει
αφού τό ψύχος ύπουλα
κρύπτει καί κάποια πάθη.
•••
Η Χώρα ετοιμοθάνατη
απ’ τήν θρασεία ζέστη
έχασε τά πασχάλια της
ψάλλει ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ.
•••
Τό άλλο βουλευτήριο
τής αγοράς τό κόμμα
οσμίζεται τήν αρπαχτή
κι αλλάζει νούν καί χρώμα.
•••
Βγάζει στήν τηλεόραση
κι επί πεζοδρομίων
ανεμιστήρες μέ τιμές
τών χρηματιστηρίων.
•••
Οι ανεμιστήρες έγιναν
εντός νυκτός καί μίας
ωσάν χασισεμπόριο
άνευ παρανομίας.
•••
Αλλάξανε καί τίς τιμές
τίς πήγανε στά ύψη
αντί δροσιά μάς φέρανε
απελπισιά καί θλίψη.
•••
Ώ, δύστηνέ μου Έλληνα,
πώς μοιάζουνε τά πάντα!
Οι μέν στό Βουλευτήριο
καί σύ δουλειά κι αγάντα.
……………………………………………………
……………………………………………………
Μέ τόση ζέστη-καύσωνα, μέ τόση ηλιοφάνεια,
οι Έλληνες θά μαυρίσουμε όλοι πέραν τού μελαχρινού.
Έτσι, μαύροι ανάμεσα σέ μαύρους «μετανάστες»,
δέν θά ξεχωρίζουμε μεταξύ μας. Όθεν, οι πάντες όμοιοι:
ΛΥΣΑΜΕ ΤΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ.