Τα αβέβαια βήματα της κυβερνητικής συμμαχίας

Τρία βασικά στοιχεία μπορεί να παρατηρήσει κανείς σε αυτήν την κυβέρνηση:

1. Παίρνει συνεχώς αναβολές από τον εαυτό της.

2. Συμπεριφέρεται σαν να μην έχουν επιβάλει τα άθλια (προηγούμενα) μέτρα που εξουθένωσαν τον κόσμο οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και του Λ. Παπαδήμου, αλλά κάποια άλλη, άγνωστη. Για την οποία κανείς δεν μιλάει.

3. Ασκείται στη συνύπαρξη ετερόκλητων πολιτικών δυνάμεων.

Ξεκινώντας από το τελευταίο, πρέπει να πούμε ότι αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό. Αντιθέτως, δημιουργεί μια «κουλτούρα συνεργασίας» σε ένα πεδίο σχεδόν άγνωστο στην Ελλάδα μια και το εκλογικό σώμα γαλουχήθηκε στη βάση της αντιπαλότητας / εχθρότητας των πολιτικών δυνάμεων και στη λογική της αντιπαράθεσης φωτός με σκότος. Αρκεί η άσκηση συνύπαρξης να βασίζεται σε έντιμα, καθαρά και πραγματικά δεδομένα και όχι στο απλό, εύλογο αλλά μάλλον ταπεινό κίνητρο της προσωπικής διάσωσης καθενός εκ των τριών σχηματισμών που συνθέτουν το κυβερνητικό σχήμα.

Ως προς το σημείο ένα, παρατηρεί κανείς ότι ορθώς η κυβέρνηση αναβάλλει συνεχώς όσα πρόκειται να πλήξουν (αν εφαρμοστούν) ανεπανόρθωτα και ενδεχομένως θανάσιμα τον ελληνικό πληθυσμό. Ξέρει πολύ καλά τι πρέπει (με την έννοια του τι έχει) να κάνει, αφού αυτά τα άθλια, ποταπά και προσβλητικά για τη χώρα και τους πολίτες αποφασίστηκαν από τις κυβερνήσεις του ΓΑΠ σε συνεργασία με τον Ευάγγ. Βενιζέλο, αλλά και τον τραπεζίτη Παπαδήμο. Οι ελπίδες να γλιτώσει από την εφαρμογή τους είναι λίγες, αλλά η τρικομματική κυβέρνηση έχει ένα βασικό στήριγμα: Το επιχείρημα ότι αν δεν αντέξει αυτή η κυβέρνηση, θα πάμε σχεδόν μαθηματικά σε λύσεις αριστερογενείς που δεν θα περιλαμβάνουν τα φύσει και θέσει αστικά κυβερνητικά κόμματα. Κι αυτή θα είναι μια εξέλιξη που δεν θα ευχαριστεί καθόλου τους εταίρους και δανειστές. Όσο βέβαιο είναι ότι ο κ. Σόιμπλε εννοεί όσα λέει περί εκπλήρωσης των δεσμεύσεων της Ελλάδας (Μνημόνια κ.λπ.), άλλο τόσο σίγουρο είναι ότι δεν θέλει να χρεωθεί τη γέννηση μιας… λατινοαμερικάνικης εξεγερμένης κοινωνίας στο ευρωπαϊκό έδαφος.

Που είναι μάλιστα μέλος της ΕΕ, αλλά και της Ευρωζώνης. Ένα μεγάλο όπλο λοιπόν αυτής της κυβέρνησης είναι η ανάγκη προστασίας της από τους εταίρους-δανειστές «για να μην έρθουν οι άλλοι». Και ενδιαφέρονται αυτοί οι εταίροι-δανειστές για όλ’ αυτά; Ναι. Αλλιώς θα είχαν αφήσει την Ελλάδα να γίνει μια άλλη Κούβα, μια άλλη Αργεντινή και ας γινόταν κόλαση. Αλλά έχουν συμφέροντα στην Ελλάδα και από την Ελλάδα. Γι’ αυτό και την υποχρεώνουν σε συνεχή εξαρτησιακό δανεισμό, έτσι ώστε ούτε αυτή να μπορεί να φύγει εύκολα από το σύστημα της Ευρωζώνης ούτε εκείνοι απλώς «να την πετάξουν έξω», γιατί έτσι «θα πέταγαν» και τα συμφέροντά τους. Όταν (και αν) συμβεί αυτό, θα είναι μόνο αν έχουν τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες αυτών των συμφερόντων και η Ελλάδα δεν θα τους είναι χρήσιμη ως χώρα-εταίρος. Το κόστος της διάρρηξης των σχέσεων με την Ελλάδα θα είναι πολύ μικρότερο απ’ όσο είναι τώρα (και σίγουρα πολύ μικρότερο από το να τη δανείζουν συνεχώς), ενώ η απομάκρυνση αυτή θα χρησιμοποιηθεί είτε ως παράδειγμα προς άλλες χώρες-μέλη («δείτε τι σας περιμένει αν…») είτε ως «πιλότος» για την επόμενη χώρα που θα δει την πόρτα της εξόδου από τη γερμανική (γερμανοκρατούμενη) Ευρώπη.

Το μεγάλο τρωτό της σημείο, ενώ κερδίζει χρόνο στα υπόλοιπα δύο, είναι ότι δεν έχει την επάρκεια να παραδεχτεί ότι την Ελλάδα οδήγησαν σε αδιέξοδα οι επιλογές των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου. Κυρίως του ΓΑΠ, μια και όλος ο σχεδιασμός (…ο Θεός να τον κάνει) ανήκει στον ΓΑΠ και το επιτελείο του. Τι επιτελείο δηλαδή, στον Παπακωνσταντίνου και πέντε-έξι φίλους του. Διότι, τι κι αν έφερνε στην Ελλάδα νομπελίστες και φοβερούς οικονομολόγους που τον συμβούλευαν, αυτός άκουγε την παρεούλα και υποτασσόταν στις αγριότητες των Γερμανών και των λοιπών συμμάχων. Η κυβέρνηση των τριών κομμάτων, λοιπόν, για να προχωρήσει στοιχειωδώς και αν αποκτήσει τη μίνιμουμ εμπιστοσύνη του κόσμου, πρέπει να αποδώσει ευθύνες εκεί που ανήκουν. Να κάνει σύντομο (και σύντομα) σαφή απολογισμό τι έγινε από τον Οκτώβριο του 2009, να εξηγήσει με σαφήνεια και τόλμη τι σημαίνουν οι αποφάσεις που πάρθηκαν και δέσμευσαν τη χώρα, να πει τι μπορεί να αλλάξει από αυτά και, φυσικά, να ζητήσει τη συμμετοχή του κόσμου στη διαδικασία ανάκτησης των χαμένων και της τρωθείσας αξιοπρέπειας. Αν δεν το κάνει, δεν πρόκειται να μακροημερεύσει. Όχι μόνο γιατί δεν θα έχει «το μαξιλάρι» του κόσμου να ακουμπήσει, αλλά γιατί θα καταρρεύσει από τις εσωτερικές αντιφάσεις και αντίρροπες δυνάμεις. Για παράδειγμα, μπορεί ο Ευάγγ. Βενιζέλος να είναι εργαλείο της εξουσίας (αιτιολογεί, δικαιολογεί και εξηγεί τα πάντα ως απολύτως φυσιολογικά, ακόμα και τα πιο απίθανα και άθλια που έχει διαπράξει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ) και ενσωματωμένο κομμάτι στον εξουσιαστικό μηχανισμό, αλλά ο Φ. Κουβέλης δεν είναι και δεν μοιάζει καθόλου βέβαιο ότι θέλει να διαλύσει αυτό που έφτιαξε με τη ΔΗΜΑΡ και να την παραδώσει βορά στα σαγόνια του ΣΥΡΙΖΑ.

Όσο για τον πρωθυπουργό Α. Σαμαρά, είναι απολύτως βέβαιο ότι δεν θα ‘θελε να του μείνει η Ελλάδα στα χέρια, στο χάλι που την παρέλαβε από την οργιώδη ασχετοσύνη των προηγούμενων. Όπου να ‘ναι πρέπει να αρχίσει η περίοδος των συζητήσεων της κυβέρνησης με τον λαό και των εξηγήσεων γιατί συνέβησαν όσα συνέβησαν. Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά να μάθουμε μέρος της αλήθειας…


Σχολιάστε εδώ