Σε μαθητές του Δημοτικού θα διδάξουν αρχές της Γλωσσολογίας που προσφέρονται σε φοιτητές της Φιλοσοφικής!
Στόχος μιας γραμματικής που προορίζεται για μαθητές 11-12 ετών πρέπει να είναι η προσέγγιση της ελληνικής γλώσσας με τρόπο παιδαγωγικά ορθό, εύληπτο και σαφή, που να μην προκαλεί σύγχυση, προβληματισμό και επίπονη αποστήθιση, αλλά να προσφέρει βασικές γνώσεις και να κινεί το αβίαστο ενδιαφέρον του μαθητή να γνωρίσει τη γλώσσα του. Τελευταία γίνεται μεγάλη συζήτηση για τη Γραμματική της Ε΄ και ΣΤ΄ τάξης του Δημοτικού, που χρησιμοποιείται από το 2011 και απευθύνεται σε μαθητές της ηλικίας αυτής. Η νέα αυτή γραμματική αντικατέστησε την προηγούμενη Νεοελληνική Γραμματική του Χ. Τσολάκη, που βασίζεται στη σχολική Γραμματική του Τριανταφυλλίδη. Στην πρόσφατη απάντηση γλωσσολόγων-πανεπιστημιακών σε δριμεία κριτική εκπαιδευτικού για το νέο αυτό εγχειρίδιο, επισημάνθηκε ότι οι αρνητικές κρίσεις οφείλονται σε «παρανόηση βασικών αρχών της Γλωσσολογίας που διδάσκονται σε όλα τα παιδαγωγικά και φιλολογικά τμήματα των πανεπιστημίων». Εδώ ακριβώς πιστεύω ότι βρίσκεται το πρόβλημα: η πρόθεση δηλαδή να διδαχθούν οι μαθητές της Ε΄ και ΣΤ΄ Δημοτικού αρχές της γλωσσολογικής επιστήμης που προσφέρονται σε φοιτητές φιλοσοφικών σχολών, δηλαδή να κατανοήσουν εξειδικευμένες και προχωρημένες έννοιες. Μια τέτοια όμως στόχευση αντιτίθεται στην παραπάνω βασική αρχή της μάθησης, δηλ. στη δυνατότητα αφομοίωσης της διδασκόμενης ύλης σε συνάρτηση με την ηλικία των μαθητών.
Στη νέα αυτή γραμματική χρησιμοποιούνται όροι της Γλωσσολογίας, ασυνήθιστοι και δυσνόητοι για μαθητές της ηλικίας αυτής. Για παράδειγμα, στο Α΄ μέρος (σ. 19) συναντούμε τον όρο λεκτικές πράξεις, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά καθιερωμένες φράσεις, π.χ. «απαγορεύεται η είσοδος», «συγχαρητήρια», «καλή επιτυχία», «καλό ταξίδι» κ.ά. Πώς ένας μαθητής 11-12 ετών μπορεί να αντιστοιχίσει λογικά τον δυσνόητο αυτόν όρο με τις παγιωμένες εκφράσεις που χρησιμοποιεί καθημερινά; Παρομοίως, στη σ. 26 υπάρχει ό επίσης δυσνόητος γιʼ αυτήν την ηλικία όρος κειμενικοί δείκτες, που χρησιμοποιείται για να δειχθεί η συνοχή μιας παραγράφου, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο οι προτάσεις συνδέονται μέσα στο κείμενο. Πρόκειται απλώς για τα επιρρήματα και τους συνδέσμους που αναλύονται παρακάτω σε άλλες ενότητες. Και διερωτόμαστε: γιατί δεν χρησιμοποιούνται ευθύς εξαρχής οι καθιερωμένοι αυτοί όροι, αντί να εισαχθεί ο όρος «κειμενικοί δείκτες», που είναι εννοιολογικά δυσνόητος στους μαθητές;
Αναφορικά με τα πολυσυζητημένα θέματα των φωνηέντων και των συμφώνων: στο νέο βιβλίο ορθώς γίνεται η διάκριση φθόγγων, δηλ. γλωσσικών ήχων με τους οποίους προφέρονται οι λέξεις, και γραμμάτων, δηλ. των γραπτών συμβόλων που αναπαριστούν τους φθόγγους στον γραπτό λόγο. Η διάκριση όμως σε φωνήεντα και σύμφωνα γίνεται μόνο στους φθόγγους και όχι στα γράμματα, όπως μέχρι το 2011 διδάσκονταν οι μαθητές. Οι φθόγγοι διακρίνονται σε 18 σύμφωνα και 5 φωνήεντα ([α], [ε], [ι], [ο], [ου]), γεγονός που προκάλεσε τις γνωστές αντιδράσεις. Επιπλέον, η απεικόνιση αρκετών φθόγγων στο νέο βιβλίο (σσ. 35-36), όπως των [i], [z] και [x], παραπέμπει ευθέως στο λατινικό αλφάβητο, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει συνειρμούς. Το επίμαχο ζήτημα των φωνηέντων ορθά αντιμετωπίζεται στη Γραμματική του Τσολάκη, όπου ορθώς γράφεται (σ. 20), σύμφωνα με την κλασική γραμματική, ότι και οι φθόγγοι και τα γράμματα χωρίζονται σε φωνήεντα και σύμφωνα και τα φωνήεντα είναι 7, τα δε σύμφωνα 17. Οι παραπάνω 5 φωνηεντικοί φθόγγοι δεν αναφέρονται ρητά στο βιβλίο του Τσολάκη και έτσι ούτε σύγχυση προκαλείται ούτε φόβος για φωνητική ορθογραφία, όπως συνέβη με τη νέα Γραμματική.
Εξαιρετικά πολύπλοκη είναι η ταξινόμηση στις σσ. 36-38 των συμφώνων σε 5 κατηγορίες ως προς τον τόπο (διχειλικά, χειλοδοντικά, οδοντικά, φατνιακά, ραχιαία) και άλλες 5 ως προς τον τρόπο άρθρωσης (κλειστά, τριβόμενα, ρινικά, συριστικά, υγρά). Και στις 10 αυτές κατηγορίες προσθέστε ακόμα τις 2 βασικές (ηχηρά και άηχα) για να γίνει αντιληπτή η άσκοπη ταλαιπωρία στην οποία υποβάλλονται οι μαθητές προσπαθώντας να αφομοιώσουν και εν τέλει να αποστηθίσουν τον πολύπλοκο πίνακα της σ. 38. Είναι μήπως συμπτωματικό ότι επαναλαμβάνεται σχεδόν η ίδια πολύπλοκη ταξινόμηση των συμφώνων στη Γραμματική της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Α΄, Β΄, Γ΄ Γυμνασίου στη 2η ενότητα με τον γενικό τίτλο «Φωνολογία»; Στόχος μιας αποδοτικής Γραμματικής Ε΄ και ΣΤ΄ Δημοτικού δεν μπορεί να είναι ένα μάθημα Φωνητικής και Φωνολογίας που διδάσκεται στα φιλολογικά τμήματα των πανεπιστημίων. Ένα σχολικό εγχειρίδιο γραμματικής Δημοτικού πρέπει να προσφέρει βασικές γνώσεις της ελληνικής, παρέχοντας έτσι στους μαθητές τα εφόδια για να κατανοήσουν αργότερα τα συνθετότερα κείμενα του Γυμνασίου και του Λυκείου και τη διαχρονία της γλώσσας μας.
Με βάση τα παραπάνω, και πολλά άλλα που θα μπορούσαν να παρατηρηθούν, εύλογα διατυπώνεται το ερώτημα που πρέπει να προβληματίσει τους ιθύνοντες: γιατί αντικαταστάθηκε ένα εύληπτο, παιδαγωγικά κατάλληλο και επιστημονικά ορθό εγχειρίδιο, που αποτυπώνει την παράδοση της νέας ελληνικής γλώσσας στο τυπικό και στη δομή, με τη νέα αυτή γραμματική, που εισάγει απόψεις της Γλωσσολογίας, κατάλληλες να διδαχθούν σε πολύ μεγαλύτερες ηλικίες; Γιατί αυτή η απομάκρυνση από την παράδοση στα βιβλία της γλώσσας και του Δημοτικού και του Γυμνασίου; Λησμονούμε ότι η παράδοση αυτή γαλούχησε γλωσσικά με πληρότητα γενιές Ελλήνων και δημιούργησε προσωπικότητες των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών;