Προκλητικοί οι «εραστές της εξουσίας»
Αυτούς που φιλοδοξούν να αποτελέσουν τα στελέχη του πολιτικού συστήματος κάθε χώρας. Είναι συνήθως άνθρωποι ευφυείς, που εύκολα μπορούν να κρύβουν τις πραγματικές πολιτικές τους επιδιώξεις και να εμφανίζονται σαν σωτήρες της πατρίδας και του λαού. Οι λαοί, καθώς βρίσκονται στο σκοτάδι, δεν μπορούν να διακρίνουν τις πραγματικές διαθέσεις αυτών των ανθρώπων που διεκδικούν την εξουσία. Και όταν την κατακτήσουν, την εκμεταλλεύονται με τον πλέον αισχρό τρόπο. Όσο κατώτερο είναι το μορφωτικό και ηθικό επίπεδο ενός λαού, τόσο μπορούν ευκολότερα να επιπλέουν αυτοί οι τύποι που διεκδικούν την εξουσία.
Ποτέ και κανένας λαός δεν κατάφερε να διαγνώσει εγκαίρως τις πραγματικές προθέσεις των πολιτικών αυτών. Γιατί ασφαλώς εμφανίζονται σαν τάχα υπηρέτες των συμφερόντων του λαού, ενώ η επιδίωξή τους, όταν ανέβουν στην εξουσία, είναι να υπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα και μόνο.
Βέβαια πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ορισμένοι από τους πολιτικούς είναι αγνοί ιδεολόγοι και πραγματικά επιθυμούν να αναλώσουν τον εαυτό τους στην κοινωνική προσφορά. Αλλά όσο το ηθικό επίπεδο των λαών κατεβαίνει, αυτό το είδος των πολιτικών σπανίζει. Και επιπλέουν αφθονούν εκείνοι που επιλέγονται από το σύστημα ως ικανοί να το υπηρετήσουν και σε αντάλλαγμα απολαμβάνουν προνόμια σε βάρος των λαών. Και ασφαλώς αυτά τα προνόμια γίνονται ανεκτά, καθώς η διαπλοκή φροντίζει να παρουσιάζει τους εκλεκτούς της ως εθνοσωτήρες.
Γι’ αυτό πολλές φορές έχουμε τονίσει ότι το πρόβλημα για το σημερινό κατάντημα των λαών είναι πρωτίστως πολιτικό και εξ αντανακλάσεως οικονομικό.
Όπως είπαμε και προηγούμενα, σε όλες τις χώρες εμφανίζονται πολιτικοί διαπλεκόμενοι, περιορισμένων ικανοτήτων και με πολύ χαμηλή στάθμη ευφυΐας και επιστημονικής κατάρτισης. Αυτές τις μετριότητες αναλαμβάνει η διαπλοκή να τις εξυψώσει με προσόντα ανύπαρκτα και να τις εμφανίσει ως ικανότατους πολιτικούς.
Όμως θα πρέπει να περιοριστούμε σ’ αυτά που συμβαίνουν στη χώρα μας. Γιατί πιστεύουμε, όπως κατ’ επανάληψη έχουμε τονίσει στη στήλη μας αυτή, ότι το πρόβλημα της Ελλάδος είναι πρωτίστως πολιτικό και δευτερευόντως οικονομικό. Και πολλοί παράγοντες του εξωτερικού έχουν αναγνωρίσει την άποψη αυτή και άρχισαν να επισημαίνουν ότι οι «ανίκανοι» πολιτικοί έφεραν την Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού. Και φτάσαμε εδώ χάρις στα «προσόντα» των πολιτικών μας, που είναι τα ψέματα και η διπλή γλώσσα.
Τα προσόντα αυτά βοήθησαν τους πολιτικούς μας να αναρριχηθούν στην εξουσία πάμπτωχοι και να εξέλθουν πάμπλουτοι, υπηρετώντας το επικρατούν σύστημα. Και επειδή το όλο σύστημα είναι σάπιο, αυτούς τους σάπιους και ανίκανους πολιτικούς τους σκεπάζει με την ατιμωρησία. Η εξαθλίωση του πολιτικού μας συστήματος δεν είναι τυχαίο γεγονός. Στηρίζεται σε μια σειρά γεγονότων και ρυθμίσεων πέρα από τη διαπλοκή, που επικράτησαν κυρίως τα τελευταία 30 χρόνια. Και αυτά είναι που θέλουμε να επισημάνουμε σήμερα:
Η κατάπτωση των θεσμών. Οι αγανακτισμένοι Έλληνες από την πλατεία Συντάγματος στρέφονταν εναντίον της Βουλής. Βέβαια η Βουλή είναι το κύριο όργανο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Νομοθετεί και γι’ αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη ευθύνη.
Όμως σημειώνουμε ότι δεν είναι ο μοναδικός θεσμός με καταρρακωμένο κύρος. Νομοθετεί βέβαια με υπόδειξη πάντα του μηχανισμού του κόμματος που κυβερνάει. Και ξεχνάει εντελώς ότι τα νομοθετήματα που ψηφίζει πρέπει να αποβλέπουν και στην εξυπηρέτηση του λαού, και μάλιστα των αδύναμων πολιτών.
Η Βουλή νομοθέτησε την προνομιακή παραγραφή των αδικημάτων που διαπράττουν οι υπουργοί και οι βουλευτές και με τον τρόπο αυτό έμμεσα αμνηστεύει όλα τα παραπτώματα των πολιτικών, είτε αυτά ανάγονται στην άσκηση της εξουσίας και μόνο είτε αυτά εμπίπτουν στα παραπτώματα που προβλέπει το κοινό Ποινικό Δίκαιο.
Πάμπολλες φορές η Βουλή ψήφισε νόμους που έρχονται κόντρα με το «ιδεατόν είναι του δικαίου», παρασυρόμενη από τις επιθυμίες του κυβερνώντος κόμματος. Και καταλήγουμε έτσι σε μια έννομη τάξη με ρυθμίσεις σκοπιμότητας, κάτι που δεν είναι καθόλου τιμητικό για την κοινοβουλευτική μας δημοκρατία.
Η Δικαιοσύνη χωρίς κύρος. Τα παλαιότερα χρόνια μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι «υπάρχουν δικαστές» στην Ελλάδα. Σήμερα όμως οι περισσότεροι δικαστές είναι υπόδουλοι στα κελεύσματα της εκάστοτε κυβέρνησης. Και επομένως ακολουθούν τις όποιες υποδείξεις της εκτελεστικής εξουσίας, προκειμένου να κερδίσουν την εύνοιά της και φυσικά μια προνομιακή εξέλιξη. Βέβαια υπάρχουν και οι εξαιρέσεις δικαστών που υπηρετούν με σύνεση και σωφροσύνη και αποδίδουν το δίκαιο. Όμως οι κυβερνήσεις δυστυχώς θέλουν πειθήνια όργανα για να περνάνε τη γραμμή τους. Σκεφτείτε ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την προσφυγή της ΑΔΕΔΥ και της ΓΣΕΕ εναντίον του Μνημονίου και των περικοπών σε μισθούς, συντάξεις και έκρινε ότι όλα είναι σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος. Και ένα κατώτατο δικαστήριο, το Ειρηνοδικείο Αθηνών, έβγαλε αντίθετη απόφαση και ανέτρεψε όλο το σκεπτικό της απόφασης του ΣΤΕ. Αυτό το παράδειγμα μας δείχνει την καθαρή σκέψη που έχουν δικαστές που δεν επηρεάζονται από τις όποιες κυβερνητικές επιλογές. Τα τελευταία χρόνια η εξάρτηση της Δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία έχει θεριέψει και κυρίως από το 1981 και μετά.
Η δημόσια διοίκηση. Είναι το βασικό όργανο ή, αν προτιμάτε, ο θεσμός με τον οποίο υλοποιείται η κυβερνητική πολιτική.
Και οφείλει να παρέχει με κάθε αμεροληψία υπηρεσίες στους πολίτες. Αυτή ήταν η φιλοσοφία εκείνων που κράτησαν τη δημόσια διοίκηση μακριά από την κομματικοποίηση. Σήμερα η δημόσια διοίκηση άγεται και φέρεται από τα κομματικά καπετανάτα, τα οποία δρουν ανενόχλητα σε όλα τα υπουργεία και σε όλες τις περιφερειακές υπηρεσίες. Και παίρνουν κατευθύνσεις από τα κομματικά επιτελεία. Βέβαια πάντα πλειοψηφούν οι προσκολλημένοι στο εκάστοτε κυβερνών κόμμα. Γι’ αυτό πάντα οι δημόσιοι υπάλληλοι εκλέγουν συνδικαλιστικές ηγεσίες που επιλέγονται από τα κομματικά επιτελεία. Και δεν είναι μόνο η κομματικοποίηση η μόνη νόσος της δημόσιας διοίκησης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τον χρηματισμό που επικρατεί σε όλες σχεδόν τις δημόσιες υπηρεσίες. Εάν η δημόσια διοίκηση -και ειδικά οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών- δούλευαν σωστά, η χώρα μας δεν θα παρουσίαζε τόσο υψηλή υπερχρέωση.
Η ατιμωρησία. Η ατιμωρησία στην Ελλάδα έχει γίνει πλέον κανόνας. Νόμοι υπάρχουν για τους πολίτες, αλλά όχι για τους πολιτικούς. Εξεταστικές επιτροπές γίνονται για να καταλογίσουν τάχα ευθύνες και τελικά όλοι απαλλάσσονται από κάθε ευθύνη.
Η Δικαιοσύνη με βραδύτητα εκδικάζει υποθέσεις πολιτικών και προσπαθεί πάντα να μπορέσει να εντοπίσει ελαφρυντικά στοιχεία για παραγραφή των πράξεών τους. Πού είναι η εκδίκαση της υπόθεσης του τέως υπουργού Μαντέλη; Γιατί δεν εκδικάστηκε τελικά η υπόθεση Τσουκάτου; Γιατί βραδύνει η εκδίκαση της υπόθεσης Τσοχατζόπουλου; Η Ζήμενς, τελικά, με ένα πρόστιμο-χάδι γλίτωσε και γλίτωσαν μαζί της και όλοι οι δωρολήπτες πολιτικοί. Εάν είχαν εκδικαστεί όλες αυτές οι υποθέσεις, και πολλές άλλες που έχουν κουκουλωθεί ή έχουν παραγραφεί, και υπήρχε τελεσίδικη απόφαση για το ύψος της ζημίας του Δημοσίου και κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων των καταδικασθέντων, τότε η χώρα μας θα βρισκόταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση.
Και από δημοσιονομικής πλευράς, επίσης, τα προβλήματα θα ήταν λιγότερο τραγικά. Φαντασθείτε ότι με τα περιουσιακά στοιχεία του κ. Τσοχατζόπουλου μπορούσαν όλα τα ασφαλιστικά ταμεία να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους! Και δεν είναι μόνον ο Τσοχατζόπουλος, είναι και πολλοί άλλοι που βαρύνονται με πράξεις δωροληψίας, από τις οποίες έχουν δημιουργήσει σεβαστές περιουσίες, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Όλοι οι πολιτικοί ηγέτες υπόσχονται κάθαρση, αλλά ποτέ μέχρι σήμερα δεν πραγματοποιήθηκε αυτή η υπόσχεση. Η δική μας απορία είναι γιατί ο πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς δεν άρχισε ακόμη τη διαδικασία κάθαρσης, τουλάχιστον του κόμματός του.
Και μετά να επεκταθεί και στο θέμα της κάθαρσης από τους δωρολήπτες πολιτικούς όλου του πολιτικού φάσματος. Δεν μπορεί ποτέ μια μικρή μειονότητα να επιβάλλει τις δικές της επιλογές σε τέτοια ζητήματα πολιτικής ηθικής. Στα άλλα κράτη δεν υπάρχει τέτοιας έκτασης ατιμωρησία. Και πρόσφατο είναι το παράδειγμα της καταδίκης του τέως προέδρου του Ισραήλ για κατάχρηση δημοσίου χρήματος. Εκεί όπου δεν βρίσκει καθολική και αντικειμενική εφαρμογή η πανάρχαια επιταγή του δικαίου «έγκλημα και τιμωρία», εκεί ανθεί η εγκληματικότητα.
Δυστυχώς οι Έλληνες έχουν ελαττωμένη συνείδηση και ροπή στην παραβατικότητα. Απόδειξη ότι τώρα, στην κρίση, πάρα πολλοί έσπευσαν να διασφαλίσουν τα χρήματά τους σε ξένες τράπεζες. Έτσι αποδυνάμωσαν εντελώς το τραπεζικό σύστημα της Ελλάδος και γενικά την ελληνική οικονομία. Και τώρα αυτοί έχουν μετατραπεί και σε φοροφυγάδες, καθώς εισπράττουν εισόδημα (τόκους) χωρίς να πληρώνουν στην Ελλάδα τους αναλογούντες φόρους. Και πολλά από αυτά τα χρήματα ενδεχόμενα να είναι προϊόντα παράνομων συναλλαγών.
Τα αστικά κόμματα εξουσίας έχουν πολλά τέτοια βαρίδια. Και γι’ αυτό γίνεται μεταξύ τους συμψηφισμός στο ισοδύναμο. Με την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί είναι αναγκαίο πλέον όλα τα παραπάνω φαινόμενα να εξαλειφθούν, εάν θέλουμε φυσικά να ξαναγίνουμε κράτος αξιόπιστο και με διεθνή προβολή.