Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Στο προηγούμενο αφήγημα, με το κόκκινο βιβλιαράκι των μαθητικών μου χρόνων, καθώς οι συνειρμοί οδηγούσαν στο ανύπαρκτο τότε κόκκινο βιβλίο με τη «Σκέψη του Μάο», έγινε αναφορά στον μοναδικό Κινέζο που γνώριζαν οι Αθηναίοι τα χρόνια εκείνα, τον συμπαθέστατο Τσεν Φου Πο, με την υπόσχεση πως θα ακολουθούσε περί αυτού περιγραφικό σημείωμα.

Το όνομά του το άκουσα για πρώτη φορά όταν κάποια προπολεμική αποκριά αριβάρισε σπίτι μας η παρέα του μπάρμπα μου, που τότε ήταν εργένης και έμενε κοντά μας, για να προγραμματίσουν «τι θα ντυνόντουσαν» για τον χορό των μεταμφιεσμένων που σκόπευαν να πάνε. Διαολόπαιδο εγώ, τεσσάρων-πέντε χρονών, έκανα τον ψόφιο κοριό υποκρινόμενος ότι κοιμάμαι. Κουκουλωμένος ως τα μπούνια στο κρεβατάκι μου, κρυφάκουγα τις ατέρμονες συζητήσεις και τις απορριπτόμενες προτάσεις περί της αμφιέσεως ενός εκάστου. Όταν οι ιδέες άρχισαν να στερεύουν, η κυρία Λουλού, σύζυγος εξ αριστεράς χειρός του φίλου Λέο, ο οποίος έφερνε ολίγον σε ασιάτη, του πρότεινε να ντυθεί «ο Τσεν Φου Πο…». Η πρόταση της κυρίας έγινε ασμένως αποδεκτή και όλοι χειροκρότησαν, πλην του υποψήφιου κινέζου που ξίνισε παρεξηγημένος. Τελικά αναγκάστηκε να αποδεχθεί το μασκάρεμα, διότι ήταν θέληση των περισσοτέρων και κυρίως της μαντάμ.

Όταν έφτασε η αποκριάτικη βραδιά, η κυρία Λουλού συνεισέφερε το κιμονό που φόραγε σε πολύ σπέσιαλ ερωτικές παννυχίδες, βρήκαν κι ένα πυραμιδοειδές καπάκι από γιουβέτσι για… καπέλο και ο Λεό έγινε γνήσιος Κινέζος. Για να είναι μάλιστα πιο ρεαλιστική η εμφάνισή του, έστριψαν σαν ποντικοουρά μπαμπάκι, το έβαψαν μαύρο με σινική μελάνι και του το κόλλησαν με τσιρίσι πάνω από τα χείλια του. Κατά γενική ομολογία το μουστάκι που του κόλλησαν ήταν… καλύτερο κι από αληθινό. Τόση ήταν η επιτυχία της μεταμφίεσης, που στο χορό τον φώναζαν Τσεν Φου Λεό…

Πέρασε καιρός, και ένα απόγευμα, που δεν θυμάμαι για ποιον ακριβώς λόγο ο πατέρας μου με τραβολόγαγε στη Σταδίου και γκρίνιαζα, είδα τον γέρο μου να βγάζει τη ρεπούμπλικα και να ανταποδίδει χαιρετισμό, σύμφωνα με τα κρατούντα. Πρόσεξα τότε πως εκείνος που πρώτος μας απένειμε τη χαιρετούρα ήταν ένα λεπτό και συμπαθές ανθρωπάκι με περίεργα χαρακτηριστικά κι ένα χαμόγελο που θαρρείς πως το είχε κολλημένο στο στόμα. Κατά τα άλλα ήταν ένας κύριος σαν όλους τους μικροαστούς του μεσοπολέμου, χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο, εκτός από τη φάτσα του. Μετά το στιγμιαίο αυτό ευγενικό ιντερμέτζο, συνεχίσαμε τον δρόμο μας και, όπως ήμουν φιλομαθής εξ απαλών ονύχων, ρώτησα: «Ποιος ήταν πάλιν αυτός;» και ο πατέρας, που δεν άφηνε αναπάντητες ερωτήσεις, είπε απλά: «Ήταν ο κύριος Τσεν Φου Πο»… Και τότε θυμήθηκα τους αποκριάτικους μασκαράδες, τις συζητήσεις τους, τον… κινέζο Λεό και την κυρία Λουλού που του είχε δώσει εν τω μεταξύ πασαπόρτι, καμακώνοντας τον φίλο του, τον Θόδωρα τον λεωφορειατζή που της έβαλε κουλούρα. Από τότε πέρασαν χρόνια, όταν σε κάποιο περιοδικό ποικίλης ύλης, σε εκτεταμένη αφήγηση για τους «τύπους της Αθήνας», μεταξύ άλλων περιγραφόταν «ο βίος και η πολιτεία του κινέζου Τσεν Φου Πο». Δεν ξέρω πού βρήκε τα στοιχεία ο ευφάνταστος συντάκτης, αλλά δεν περιγράφεται τι έσουρνε του ανθρωπάκου. Τον παρουσίαζε σαν πλασιέ που κάποιοι έμποροι στη μακρινή Κίνα του ανέθεσαν να έρθει και να εκθέσει τα εμπορεύματά τους σε μια «Διεθνή Έκθεση» που θα γινόταν στην Αθήνα. Ήρθε, μοσχοπούλησε την πραμάτεια, του φάγανε τα λεφτά οι γκόμενες, με μπόλικες επ’ αυτού λεπτομέρειες, και δεν είχε μούτρα να γυρίσει άφραγκος στο Πεκίνο, γιατί θα τον έγδερναν ζωντανό. Έτσι κόνεψε στην Αθήνα. Λαμόγιο δηλαδή ο Τσεν και τον χαιρετήσαμε δι’ αποκαλύψεως της κεφαλής εν μέσω της αριστοκρατικής οδού Σταδίου. Έρχεται όμως ένας καταξιωμένος παλαίμαχος δημοσιογράφος, ο Φώκος Κουντουριώτης, και στο βιβλίο του υπό τον τίτλο «Εξήντα χρόνια δημοσιογραφίας» αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο στον Φου Πο, που γνώριζε και που μόνον λαμόγιο δεν ήταν και καλά κάναμε και του απονείμαμε χαιρετισμό. Ο Τσεν είχε γεννηθεί από πλούσιους γονείς στο μονίμως διεκδικούμενο από Ρώσους και Γιαπωνέζους λιμάνι Πορτ Άρθουρ στην Άπω Ανατολή. Σε έναν άγριο βομβαρδισμό της πόλεως από ιαπωνικά θωρηκτά, μια οβίδα πέτυχε στο σταυρό το σπίτι τους και το ‘κανε λαμπόγυαλο, σκοτώνοντας όλη την οικογένεια πλην του μικρού Φου Πο, που ήταν κάπου εκεί γύρω και έπαιζε, διδαχθείς ταυτόχρονα στα κινέζικα τη λέξη «παράπλευρες απώλειες». Ένας Έλληνας, φίλος της οικογένειας που διέμενε εκεί (Σημ. Έλληνες συναντάς παντού. Μέχρι και στην Ομόνοια εθεάθη Έλληνας) είδε τον πεντάρφανο πια μικρό γιο του φίλου του, τον περιμάζεψε σπίτι του, υιοθετώντας τον κατά κάποιον τρόπο. Επειδή η περιοχή συνεχώς βρωμούσε μπαρούτι, ο Έλλην, φρονίμως ποιών, μάζεψε τα μπογαλάκια του και πήγε να ησυχάσει στη Σμύρνη, απ’ όπου καταγόταν. Μαζί του πήρε και το κινεζόπουλο που φρόντισε να το σπουδάσει, να μάθει ελληνικά Ελληνικά, και τελικά τον βάφτισε ορθόδοξο, δίνοντάς του το όνομα Γιώργος.

Επειδή ο βίος «Μάιος αιώνιος δεν είναι», που λέει κι ο ποιητής, ακολούθησε η Μικρασιατική Καταστροφή με τον «συνωστισμό της» και ο Γιώργος Τσεν Φου Πο, οφθαλμοφανώς Κινέζος, κρατώντας γαλλική σημαία, διότι η Γαλλία τότε είχε υπό την προστασία της την… Κίνα, πέρασε ανάμεσα από τα τουρκικά στίφη και διέφυγε διασώζοντας πολλούς σμυρναίους προεστούς, παρουσιάζοντάς τους σαν προσωπικό του. Έτσι, ύστερα από πολλές περιπέτειες, κατέληξε στην Αθήνα ασχολούμενος με το εμπόριο και προσφέροντας ακουσίως την ύπαρξή του στις μασκαράτες της εποχής, συν τις χαιρετούρες που αντάλλασσε με δικαίους και αδίκους.


Σχολιάστε εδώ