ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ «ΚΟΣΚΙΝΑΚΙ» ΜΑΣ…

Δέκα χρόνια με την ευθύνη μου ως προέδρου της Εταιρείας των Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, ένιωσα την αγανάκτηση όχι λίγες φορές, με ελάχιστες εξαιρέσεις, για τις υποσχέσεις που δεν πραγματοποιήθηκαν, για τις νομοθετημένες υποχρεώσεις που έμειναν γραμμένες στα παλαιότερα των υποδημάτων, χώρια με την πρόσφατη ανυπαρξία του τελευταίου «μπαλαντέρ» υπουργού Πολιτισμού, τηλεόρασης, αθλητισμού και πρωθυπουργικού συμβούλου κ. Παύλου Γερουλάνου, που δεν είχαμε ούτε έστω και μια τυπική του χειραψία. Τέτοιο χαρακτηριστικό σνομπάρισμα ο υπουργός με το ουσιαστικά ανύπαρκτο πολιτικό ιστορικό στην εταιρεία που στα εκατόν τόσα χρόνια της είχε μέλη της τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Γρηγόριο Ξενόπουλο και τους άλλους που γέννησαν και όρθωσαν το νεότερο ελληνικό θέατρο.

Όταν λοιπόν σε κάποια στιγμή, στο «κυβερνοχαλκουργείο», έφτασε η ώρα και του υπουργείου Πολιτισμού, παρατημένου κάπου εκεί στην άκρη μεταξύ φακέλων με εκκρεμότητες και φιαλών με κρύο νερό, χωρίς να ήμουν και επιτόπιος μάρτυρας, οι αλχημιστές θα πρέπει να κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και να είπαν, δικαιολογημένα μπαφιασμένοι:

«Με τούτον εδώ τον μπελά τι κάνουμε;».

Και πραγματικά για ζόρικο μπελά επρόκειτο, επειδή το διαχειριζόμενο είδος του αποτελούσε ένα από τα πολυτιμότερα περιουσιακά εθνικά μας στοιχεία, στην ουσία όχι μόνο πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, αλλά οι υπεύθυνοι τον είχαν φτάσει στο όριο της ανυπαρξίας, αν όχι και της γελοιότητας.

Σε εκείνη λοιπόν την κρίσιμη στιγμή, κάποιος από τους «χαλκουργούς», πιθανόν ο κ. Βενιζέλος, που σε εκείνες τις κρίσιμες ώρες θα πρέπει να είχε και το πάνω χέρι, πέταξε το όνομα του κ. Κώστα Τζαβάρα και οι άλλοι, μπαφιασμένοι με τα όσα τράβηξαν με όλους τους προηγούμενους, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και συμφώνησαν αμέσως. Γιατί όχι ο Τζαβάρας; Που και έμπειρος είναι πολιτικά και καλός χειριστής του λόγου είναι, αφού κάθε φορά που ανεβαίνει στην έδρα της Βουλής, όλοι μετρούσαν αυτά που έλεγε. Και έτσι αμέσως έπεσε το τηλεφώνημα, να σπεύσει αμέσως με το καλό του το σακάκι στου Μαξίμου.

Έτσι, που όταν έφτασε και του ανήγγειλαν την απόφαση για την υπουργοποίησή του, ο κ. Τζαβάρας έβγαλε αμέσως το σακάκι που είχε φορέσει, δηλώνοντας ότι είναι στη διάθεση της πατρίδας για τη σωτηρία της, με την ερώτηση «πού και πότε πιάνει δουλειά», μόνο που όταν τον πληροφόρησαν ότι το υπουργείο που θα του έδιναν ήταν του Πολιτισμού, ο κ. Τζαβάρας, διότι και καλά πληροφορημένος, το μόνο που ρώτησε ήταν «λεφτά υπάρχουν;» και ετοιμάστηκε να ξαναβάλει το σακάκι του και να ξαναγυρίσει στο σπίτι του.

Όταν όμως του εξήγησαν ότι οι στιγμές ήταν κρίσιμες και ότι έπρεπε όλοι να βοηθήσουν την έρημη πατρίδα και με την υπόσχεση να μην τον παρακουράσουν, τελικά ο κ. Τζαβάρας έκανε τα ξινά γλυκά και παρέμεινε, και οι άλλοι «κατασκευαστές» κράτησαν την υπόσχεσή τους και πρώτα-πρώτα τον απάλλαξαν από όλη εκείνη τη σαπίλα με τις παράγκες και τις εξαγορές, αναθέτοντας τον Αθλητισμό στον κ. Ιωαννίδη. Τον ξεφορτώσανε και από την τηλεόραση, γιατί στο χάλι που την άφησε ο κ. Χυτήρης, το φορτίο θα ήταν αβάσταχτο, κράτησαν την απαραίτητη κ. Μενδώνη να κρατάει στα χέρια της όλα τα αρχαιολογικά και έτσι ο κ. Τζαβάρας θα είναι ο πιο ξεκούραστος υπουργός Πολιτισμού, αφού μη υπάρχοντος χρημάτων δεν θα είχε τη φροντίδα ούτε σε ποιον φουκαρά θίασο θα του έδινε κανένα ξεροκόκαλο να το γλείφει για να δοξάζει την «υψηλή χορηγία» του υπουργείου Πολιτισμού, με εξαίρεση το θέατρο του Νέου Κόσμου, που σ’ αυτό ειδικά μαζί με το ξεροκόκαλο θα του έδιναν και μερικά ψαροκέφαλα. Όχι όπως εκείνος ο κ. Γερουλάνος, που κάθε μισή ώρα άλλαζε φανέλα από τον ιδρώτα για να τρέχει από πρεμιέρα σε πρεμιέρα. Και ευτυχώς δηλαδή που του έμεινε μια δουλειά για να κάνει κι αυτός κάτι, ως φιλότιμος Έλληνας, δηλαδή την αποστολή των 1.000 ιστορικών αντικειμένων των Ολυμπιακών Αγώνων, των οποίων οι δράστες της πρόσφατης ληστείας παραμένουν άπιαστοι, ενώ ο κ. Γερουλάνος ακόμα τους ψάχνει. Η αποστολή τους θα γίνει στη μεγάλη αρχαιολογική έκθεση που θα πραγματοποιηθεί στη Γερμανία της κ. Μέρκελ, με αφορμή τους φετινούς Ολυμπιακούς. Ποιος όμως εγγυάται στον κ. Τζαβάρα ότι οι αρχαιολογικοί μας ολυμπιακοί θησαυροί θα επιστρέψουν σώοι στην Ελλάδα, από τη στιγμή που θα βρίσκονται στα χέρια των Γερμανών τοκογλύφων; Ξεχνάμε τα μάρμαρα του Παρθενώνα, που χρόνια τώρα βρίσκονται στα χέρια των Εγγλέζων και που μάταια τα περιμένουμε να γυρίσουν; Λίγο το έχουν οι Γερμανοί εταίροι να τα κρατήσουν κι αυτά σαν ενέχυρα του χρέους που μόνοι τους μας φόρτωσαν, χωρίς αυτοί να έχουν πληρώσει τα δικά τους; Και ασφαλώς είχε πολύ δίκιο ο καθηγητής κ. Γιώργος Μπαμπινιώτης, που ως πρόεδρος του ΕΠ είχε αποφασίσει πριν από λίγους μήνες να ανασταλεί κάθε παρόμοια περίπτωση, έστω και προσωρινού «εκπατρισμού» ιστορικής μας περιουσίας. Γιατί όποιος φυλάει τα ρούχα του, γλιτώνει έστω και τα… εσώρουχα!

ΕΝΑ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ…

Την περασμένη Κυριακή, ώρα 6 το απόγευμα, μέσα στο καμίνι των 42 βαθμών και εντελώς απροειδοποίητα η ΕΡΤ, στο κεντρικό της κανάλι, έπαιξε ένα πραγματικό αριστούργημα, προφανώς σε επανάληψη για να καλύψει μια «τρύπα» του προβληματικού καλοκαιρινού της προγράμματος. Η διάρκειά του γύρω στη μιάμιση ώρα, με δυο σειρές όλες κι όλες στο δημοσιευόμενο πρόγραμμα «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα», ούτε λέξη περισσότερη για ένα -όπως το προανέφερα- «αριστούργημα», με πλήρη γνώση του χαρακτηρισμού. Από κάθε άποψη, ιστορική, αφηγηματική, εκμετάλλευση κάθε τεχνικού κινηματογραφικού μέσου, γενικής έρευνας, αισθητικής και πάνω απ’ όλα της σημασίας του θεσμού των Ολυμπιακών που από την Ελλάδα ξεκίνησαν, οργανώθηκαν, αξιοποιήθηκαν, με μια αθλητική αλλά και πνευματική φιλοσοφία του «υγιούς νους στο υγιές σώμα». Καταπληκτική έρευνα, δοσμένη με ένα ερευνητικό κινηματογραφικό μάτι, που δεν σε άφηνε ούτε δευτερόλεπτο αδιάφορο. Παρακολουθώ, χρόνια τώρα, συστηματικά την τηλεόραση και δεν θυμάμαι, χωρίς βέβαια να το αποκλείω, όμως από το 2000 που αναφέρεται στους τίτλους τέλους σαν έτος παραγωγής του, δεν το έχω ξαναδεί, ούτε το έχω ξανακούσει και θέλω με την ευκαιρία να συγχαρώ τον σκηνοθέτη Μάρκο Χολέβα για την καταπληκτική του δουλειά, καθώς και τον μουσικό Δημήτρη Παπαδημητρίου, που τόσο ευαίσθητα το τόνισε με τη δουλειά του. Όμως, πέρα από αυτό, πόσο σπουδαίος συνήγορος είναι αυτό το σπάνιο ντοκιμαντέρ για τη χώρα -που κοντά στα άλλα- γέννησε τον θεσμό των Ολυμπιακών, τους οποίους εκμεταλλεύονται όλοι οι άλλοι, με αντάλλαγμα τη μεταφορά της φλόγας, για να μας λένε «άντε, φάτε κι εσείς για να μην παραπονιόσαστε» και, από την άλλη, να μας έχουν καταντήσει πιο φουκαράδες και αξιοδάκρυτους από τα παιδιά των φαναριών…

Αξιότιμε κύριε Τζαβάρα, υπουργέ του Πολιτισμού, όπου το υπουργείο σας αναφέρεται στους τίτλους τέλους του ντοκιμαντέρ σαν «συμπαραγωγός», το ερώτημα είναι αν γνωρίζετε την ύπαρξή του και στην περίπτωση που τώρα οφείλετε να ξέρετε, αντιλαμβάνεστε ότι το τόσο ισχυρό όπλο είναι στα χέρια μας σε αντιπαράθεση της αδιαπραγμάτευτης κυρίας Μέρκελ και των λοιπών τοκογλύφων που καθημερινά μας εξευτελίζουν για κάποια «δανεικά», που κανονικά θα έπρεπε να τα θεωρούμε σαν «έναντι λογαριασμού» για τα δικά τους οφειλόμενα.

****

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΚΑΙ ΤΑ «ΣΥΝΤΟΜΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ» ΜΕ ΤΗΝ ΟΣΗ ΠΛΑΚΑ ΤΟΥΣ…

• ΤΕΛΙΚΑ, ο Γιώργος Παπαδάκης δεν θα προστεθεί στο ένα εκατομμύριο και πλέον των ανέργων που μετράει αυτήν την ώρα η Ελλάδα. Η νέα συμφωνία με τον ΑΝΤ-1 πραγματοποιήθηκε και έτσι από τον Σεπτέμβριο θα συνεχίσει από τα βαθιά χαράματα να λέει την καλημέρα στην Ελλάδα του. Τι μεσολάβησε και από ποιον πήρε το πράσινο φως η καλή θέληση; Το πιθανότερο είναι να επικράτησε η κατάληξη από το γνωστό μακάβριο ανέκδοτο: «Ήξερε πολλά»! Ωστόσο, καλό είναι, στην περίπτωση που θα ξανακαλέσει στην εκπομπή του πολιτικό πρόσωπο, γνωστό για τις οξύθυμες διαθέσεις του, να φροντίσει να βρίσκεται σε κάποια απόσταση από κοινοβουλευτή του αντίπαλο για να μην την ξαναπληρώσει, εντελώς «τυχαία», όπως η κ. Λιάνα Κανέλλη ενώ ο υπεύθυνος της εκπομπής να περιοριστεί σε ένα απλό «μη… μη… μη…» όπως το είδαμε σε πρόσφατη περίπτωση και οι «κακές γλώσσες» -και όχι μόνο- διατήρησαν τις επιφυλάξεις τους.
• Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ κρίση και γενικά η «πανταχόθεν» εμφανιζόμενη δύσκολη κατάσταση, όπως είναι επόμενο, έχει προβληματίσει και τον θεατρικό κόσμο, που χωρίς να μπορεί να κάνει διαφορετικά, είναι αναγκασμένος να αναζητάει λύσεις από το παρελθόν για να βγει από τα αδιέξοδα που, πολύ παραπάνω μάλιστα όταν η κάποτε πλουσιοπάροχη τηλεοπτική λύση, έδινε διέξοδο στα οικονομικά προβλήματα. «Τώρα, βολευτείτε από το θέατρο και ό,τι βάλετε στην τσέπη σας»…
• ΧΩΡΙΣ όμως και οι αναγγελλόμενες επιλογές για τα έργα που θα δούμε τον χειμώνα να είναι τόσο αισιόδοξες, με την επιμονή του ανεβάσματος ξένων «μιούζικαλ», ιδιαίτερα πολυδάπανων μάλιστα, τα οποία και στο παρελθόν που ξανανέβηκαν δεν είχαν σημειώσει καμιά επιτυχία, όπως το προετοιμαζόμενο «Σικάγο». Έργο καθαρά αμερικανικής ατμόσφαιρας και νοοτροπίας, που αναρωτιόμαστε τι ενδιαφέρον μπορεί να έχει σήμερα μια «αμερικανιά» που ακόμα και στην καταπληκτική κινηματογραφική του πρόσφατη εικόνα αντιμετώπισε την αδιαφορία του κοινού. Γιατί όχι στη θέση του ένα ελληνικό μουσικό έργο, όπως π.χ. ο θρυλικός «Βαφτιστικός», που ξανανέβηκε πρόσφατα στο Μέγαρο Μουσικής, σε μια «φρέσκια» του ανανεωμένη εμφάνιση που ενθουσίασε τον κόσμο; Πότε επιτέλους θα γλιτώσουμε από αυτή τη «σουσουδίστικη» ξενομανία που κανένα δεν ενδιαφέρει;


Σχολιάστε εδώ