Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Μέσα σε μια ξεχαρβαλωμένη χαρτόκουτα που διατηρώ καμουφλαρισμένη κάτω από τον καναπέ, ανάμεσα σε βιβλία ξεμαρδισμένα, χαρτιά κιτρινισμένα και διάφορα άλλα μικροαντικείμενα, όλος ο πλούτος μου δηλαδή, που η οικογένειά μου σνομπάρει και τον αποκαλεί «Το σκουπιδαριό σου», έναν πλούτο από τον οποίον έχω τη βάσιμη υποψία ότι από καιρού εις καιρόν, παραπλανώντας την εγρήγορσή μου, αφαιρούν πολύτιμα τεμάχια και τα κατευθύνουν στον κάδο απορριμμάτων του δήμου, πράξη που αρνούνται φυσικά, ενώ κοιτάζονται μεταξύ τους μειδιώντες.

Ψύλλους στα αφτιά μού έβαλε το γεγονός πως ενώ κανένα από τα υπάρχοντα που με τόση ευλάβεια διατηρώ δεν είναι υγρό, για να πεις ότι εξατμίσθηκε, εντούτοις όλο και πιο ελαφρύ γίνεται το κιβώτιο, πράγμα που δεν χρειάζεται να είσαι τεχνοκράτης για να συμπεράνεις πως τα παίρνουν και τα πετούν σιγά σιγά με την αστήρικτη δικαιολογία «Να ξεβρωμίσει ο τόπος!» μαζί με την τρομοκρατική απειλή που επισείουν οι απανταχού νοικοκυρές πως «θα μας φάνε οι κατσαρίδες». Εν πάση περιπτώσει, ανασκαλίζοντας το περιεχόμενο της κούτας για ν’ απολαύσω τα «μπιζουδάκια μου», όπως αποκαλώ με τον ρομαντισμό που με διακρίνει την ούτως ειπείν συλλογή μου, έπεσε στα χέρια μου ένα μουχλιασμένο κόκκινο βιβλιαράκι που η διάβρωση φούσκωσε το άλλοτε χοντρό χαρτόνι του εξωφύλλου του, κάνοντάς το να μοιάζει με φύλλα μπακλαβά πριν από το σορόπιασμα. Όχι! Δεν ήταν το κόκκινο βιβλιαράκι με τη σκέψη του Μάο, διότι τότε που κυκλοφόρησε, ο μόνος Κινέζος που γνώριζαν οι Αθηναίοι, πλην του Τσιανγκ Κάι Σεκ, που απλώς τον είχαν ακουστά, ήταν ο περιφερόμενος εν Αθήναις συμπατριώτης του Τσεν Φου Πο, εμπορικός αντιπρόσωπος κατά δήλωσή του, που από μια σειρά ατυχείς συγκυρίες κόνεψε στην Ελλάδα.

Περί του Τσεν Φου Πο θα σας μιλήσω άλλοτε, καθώς τον θυμάμαι λεπτό και μικρόσωμο με τα γυαλιστερά ματάκια του και το μόνιμο υπομειδίαμα στα χείλη, πάντα κομψά ντυμένο, να διέρχεται προ των καφεζαχαροπλαστείων, που αφθονούσαν στο κέντρο της πρωτεύουσας, προσδοκώντας φιλόφρονα πρόσκληση για κέρασμα.

Σήμερα θα περιοριστώ στο κόκκινο βιβλιαράκι που πιάνοντάς το στα χέρια μου (τα έπλυνα ύστερα) με γύρισε πολλές δεκαετίες πίσω. Ο ξεθωριασμένος τίτλος στο εξώφυλλό του «Le Miroir du bon eleve», «Ο καθρέφτης του καλού μαθητού», όπως εξηγούσε στα ενδότερά του γαλλιστί και ελληνιστί, αφορούσε κυρίως τον «τρόπο ζωής» των εσωτερικών μαθητών του Λεόντειου, αλλά δεν άφηνε στο απυρόβλητο ούτε τους εξωτερικούς των δύο σχολείων, των Πατησίων και της Σίνα. Ο κανονισμός, «λεόντειος» στην κυριολεξία, περιελάμβανε 192 άρθρα χωρισμένα σε 11 κεφάλαια επί παντός επιστητού, όπως περί μέσων άμιλλας, περί ηθικής, διανοήσεως, θρησκευτικής μορφώσεως και άλλα, που οι μαθητές όφειλαν να διαβάσουν, αποστηθίσουν και, το χειρότερο, να εφαρμόσουν κατά γράμμα. Μέχρι και κάθε πότε θ’ αλληλογραφούσαν οι μαθηταί με τους γονείς τους προεβλέπετο. Φυσικά τα γράμματα θα παραδίδονταν ανοικτά στη Διεύθυνση, που θα μεριμνούσε να κολληθούν οι φάκελοι.

Συμπληρωματικά στο βιβλίο υπήρχε και ένας «οδηγός καλής συμπεριφοράς», ώστε να ρέει στο αίμα των μαθητών, πλην των ερυθρών και λευκών αιμοσφαιρίων, και ισόποση γαλατική ευγένεια. Ως παράδειγμα προς μίμηση ευγενούς συμπεριφοράς προς τρίτους ανεγράφετο σε συνοδεύον αναγνωστικό ένα ιστορικό γεγονός που συνέβη το πρωί της 11ης Μαΐου 1745 πριν από την έναρξη της Μάχης του Φοντενουά μεταξύ των Γάλλων και των ενωμένων αγγλο-ολλανδο-αυστριακών στρατευμάτων, με τον βρετανό λόρδο Cumberland επικεφαλής. Όταν τα αντίπαλα τάγματα ευρέθησαν σε απόσταση… αναπνοής, ο άγγλος αξιωματικός Charles Hay, τζέντλεμαν από τα γεννοφάσκια του, ανέσυρε από το χιτώνιο ένα φλασκί με ουίσκι και στο στυλ «στην υγειά σας, ρε παιδιά» το ύψωσε και με ένα εγκάρδιο «cheers» ήπιε στην υγεία του εχθρού, που είχε ορκιστεί να εξοντώσει μέχρις ενός. Και τότε φάνηκε η ψυχική ανωτερότητα και η έμφυτη ευγένεια των Γάλλων. Ο κόμης d’ Anterroches, ανταποδίδοντας, έβγαλε την καπελαδούρα του και με εδαφιαία υπόκλιση στον άγγλο ομόλογό του είπε το περίφημο: «Κύριοι Άγγλοι, πυροβολήσατε πρώτοι». Και οι Άγγλοι, αφού τους ευχαρίστησαν δεόντως για το προβάδισμα, για να μην τους προσβάλουν, έριξαν την πρώτη μπαταριά… Από αυτό το πνεύμα έπρεπε να εμφορείται ο μαθητής και να μη φέρεται γαϊδουρινά στην κοινωνία κάνοντας κλωτσοσκούφι το «savoir faire» με αποτέλεσμα να θεωρείται «γαβριάς», όπως χαρακτήριζαν τους αλητάμπουρες εκείνη την εποχή. Προς αποφυγήν ατοπημάτων, το άρθρο 174 του «Miroir» όριζε επί λέξει τα εξής: «Κατά την έξοδόν των οι εσωτερικοί θα σέβωνται την στολήν την οποίαν φέρουν. Διά της αμέμπτου διαγωγής των εν τη πόλει θα τιμήσουν την Οικογένειάν των και το Λύκειον. Ως εκ τούτου θα προσέχουν εις την στάσιν των, τας συνομιλίας των, τας σχέσεις των και τους τρόπους των». Η στολή που έπρεπε να σέβονται ήταν αντίγραφο στολής γάλλου ναυάρχου με μπόλικα χρυσά σιρίτια στο πηλήκιο και στα μανίκια, ήταν δε υποχρεωτικό να τη φορούν κατά το άρθρο 172 στις εξόδους τους, που γίνονταν μια φορά τον μήνα, και συγκεκριμένα «την πρώτη Κυριακή εκάστου μηνός», όπως προέβλεπε το οικείο άρθρο 166. Πλην όμως, κυκλοφορώντας με τη «μεγάλη στολή» στην πόλη, προκαλούνταν συχνά παρεξηγήσεις, καθώς πολλοί τους εκλάμβαναν για τους λεγόμενους «γκρουμ», τους μικρούς για τα θελήματα που διέθεταν τότε όλα τα πολυτελή ξενοδοχεία. Σκέψου δηλαδή να ερχόταν ο πρώτος τυχόν χωριάταρος και να έλεγε: «Τσίγκα αυτά, μικρέ, και άε πάρε μου ένα Σέρτικα Λαμίας και τα ρέστα δικά σου…». Οποίον όνειδος! Ευτυχώς για τους «εξωτερικούς μαθητές», η στολή δεν ήταν υποχρεωτική και μπορούσαν να φορούν… πολιτικά.


Σχολιάστε εδώ