Προγραμματική συμμόρφωση και υποταγή

Η ευθεία παραχάραξη της λαϊκής θέλησης για αναδιαπραγμάτευση συνοδεύεται από καταιγίδα κρατικοποιήσεων, υπό το ακοίμητο βλέμμα της συνοφρυωμένης «τρόικας» και τις απαιτήσεις για περαιτέρω μειώσεις των μισθών. Η χώρα βαδίζει πλησίστια προς το χάος…

Το κείμενο γράφτηκε λίγο πριν από τις προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού, αλλά δεν υπάρχει καμία ένδειξη προγραμματικής εκπλήξεως για ανατροπή του μετεκλογικώς διαμορφωμένου σκηνικού. Αντιθέτως, όλα συνηγορούν υπέρ της απελπιστικής εκδοχής: η τρίχρωμη κυβέρνηση ούτε θέλει ούτε μπορεί να διεκδικήσει δραστικές αλλαγές μέσω αναδιαπραγμάτευσης. Στη θέση των εύηχων προεκλογικών εξαγγελιών, η ενδοτικότης και ο δήθεν ρεαλισμός.

Είναι σαφές -το είχαμε σημειώσει και σε πρόσφατο σημείωμα- ότι ο Σαμαράς θέλει να δώσει διαπιστευτήρια καλής θέλησης προς τους εταίρους και τους δανειστές. Να τους πείσει ότι είναι αποφασισμένος να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις που λιμνάζουν και να συμμορφώσει το μαγαζί που μπάζει από παντού. Αυτό δεν είναι κακό. Όμως υπεισέρχονται δύο αποφασιστικοί παράγοντες, οι οποίοι καθιστούν διακριτή τη συνέπεια του ψύχραιμου ηγέτη από τη συμμόρφωση του πανικόβλητου. Ο ένας παράγων αφορά τα πρώτα δείγματα γραφής που δίνει μια νεοπαγής κυβέρνηση, εξουσιοδοτημένη για δραστικές αλλαγές, και δεύτερον, στο κατά πόσο η μετεκλογική πολιτεία της είναι συμβατή με το προεκλογικό της πρόσωπο.

Στο ένα ο Σαμαράς είναι συνεπής. Είχε δεσμευτεί προεκλογικά ότι θα προβεί σε σαρωτικές αποκρατικοποιήσεις. Δεν ξεγέλασε κανέναν. Επομένως, η διαφαινόμενη εκποίηση της δημόσιας περιουσίας -ανεξάρτητα αν ορισμένοι, όπως η στήλη, τη θεωρούν ολέθρια για το μέλλον της χώρας- συνιστά υλοποίηση προεκλογικών υπεσχημένων. Το πρόβλημα εντοπίζεται αλλού: δεν υπάρχει κανένα άλλο δείγμα που να καταδεικνύει ότι υφίσταται στοιχειώδης συμβατότης προς τις καταιγιστικές διαβεβαιώσεις της προεκλογικής περιόδου. Πρόκειται για τον προαναφερθέντα δεύτερο παράγοντα.

Εμβολίμως, για τις αποκρατικοποιήσεις: δεν συνιστούν απαραιτήτως έγκλημα καθοσιώσεως ορισμένες εξ αυτών, ιδία όταν αποφασίζονται υπό το κράτος ανωτέρας βίας ή αποτελούν παρεμβατική επιλογή για στρατηγικούς λόγους. Επί παραδείγματι, η απόφαση για την Cosco θα μπορούσε να θεωρηθεί κομβικής σημασίας, λαμβανομένης υπ’ όψιν της σημασίας που είχε -και διατηρεί- για την Ελλάδα η πολύπλευρη συνεργασία με την ελαύνουσα Κίνα. Είναι προφανές ότι η μεγάλη χώρα της Ανατολής δεν σκορπάει χρήματα χάριν γούστου. Πρόκειται για επικυρίαρχο που φροντίζει πρωτίστως για τα συμφέροντά του. Όμως, η ανάγκη της για «αγκυροβόλιο» στην Ευρώπη καθιστούσε την Ελλάδα προνομιακό σύμμαχο με αμοιβαίο όφελος και ανάλογη προοπτική. Επομένως, παρόμοιες αποκρατικοποιήσεις εκφεύγουν του εκποιητικού πλαισίου και της λεόντειας σύμβασης στην οποία παραπέμπει.

Τούτων δεδομένων, θα μπορούσε η χώρα μας να είχε προβεί προ πολλού σε ανάλογες συνεργασίες, είτε με χώρες της Ένωσης είτε με τη Ρωσία, την Κίνα κ.ά. Το ζήτημα όμως είναι ότι η λογική των ιδιωτικοποιήσεων εν γένει σημαίνεται από ιδεολογικά κριτήρια. Τις επιζητεί και τις επιβάλλει ο ακοίμητος νεοφιλελευθερισμός, επιχειρώντας να αποδομήσει παν το κρατικό και δημόσιον επ’ ωφελεία του ιδιωτικού κεφαλαίου. Αξιοποιώντας τις ρωγμές και τις αδυναμίες της κρατικής διαχείρισης σε κρατικές επιχειρήσεις (ασύστολοι διορισμοί, ατασθαλίες, έλλειψη μέριμνας κτλ.) επιστρατεύει τη θηριώδη, συκοφαντική και κρημνιστική προπαγάνδα και παρουσιάζει το κρατικό επιχειρείν ως απαράδεκτη αρμοδιότητα, βλαπτική για το κοινωνικό σύνολο. Και αποσιωπά κάτι κοινώς διαπιστωμένο και παραδεκτό: ότι το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας αποφέρει ελάχιστα κέρδη στο κράτος και στην κοινωνία, ενώ αποδίδει τεράστια οφέλη στους ιδιώτες. Τρανή απόδειξη, μεταξύ άλλων, η υπόθεση της ΑΓΕΤ…

Εν τω μεταξύ -για να επανέλθουμε στα πρότερα- προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση η κυβερνητική αφωνία μπροστά στις κραυγαλέες ανακρίβειες και συκοφαντίες που σερβίρουν εναντίον της Ελλάδος αξιωματούχοι της Ένωσης και ορισμένα κίτρινα μίντια. Πρόσφατο παράδειγμα, οι θλιβερές ανακρίβειες του κ. Άσμουσεν, στελέχους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο οποίος πληροφόρησε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ότι ο μέσος μισθός στη χώρα μας είναι 3.000 ευρώ! Δυστυχώς, ουδεμία σθεναρή και αυστηρή παρέμβαση υπήρξε από ελληνικής πλευράς, προκειμένου να αποκατασταθεί η αλήθεια. Όμως αυτό συμβαίνει κατά κόρον τα τελευταία χρόνια. Ψεύδη και ανακρίβειες κυκλοφορούν άνετα διεκδικώντας θέση πειστικών στοιχείων και διαμορφώνουν ή επιτείνουν την ονειδιστική για τη χώρας μας εικόνα. Επομένως, επιβάλλεται εγρήγορση για μαχητική αναχαίτιση της συκοφαντικής προπαγάνδας. Εγρήγορση που δυστυχώς δεν φαίνεται να υπάρχει. Ούτε και κάποιο σοβαρό σχέδιο επικοινωνιακής αντεπίθεσης…

Τέλος, υπάρχει ακόμη ένα επιχείρημα -επικοινωνιακής υφής, αλλά αποφασιστικής σημασίας- το οποίο θα μπορούσε να επιστρατεύσει ο έλληνας πρωθυπουργός, προκειμένου να καταστήσει προσπελάσιμο το αίτημα για επαναδιαπραγμάτευση. Πρόκειται για την παταγώδη αποτυχία των αισιόδοξων προβλέψεων, με τις οποίες συνοδεύτηκε η επιβολή του ολέθριου Μνημονίου. Αποτελεί σχεδόν κοινή διαπίστωση. Το ομολογούν εμμέσως ως και αξιωματούχοι της Ένωσης και του ΔΝΤ, τουλάχιστον εις ό,τι αφορά ορισμένες επιλογές και κατευθύνσεις της μνημονιακής πολιτικής. Αντίλογος θα υπάρξει (ότι τάχα ευθύνονται αποκλειστικά οι ελληνικές κυβερνήσεις που δεν υλοποίησαν τις μεταρρυθμίσεις), αλλά είναι αντιμετωπίσιμος. Αρωγός άλλωστε, και αδιάψευστος μάρτυς, η εικόνα της σημερινής Ελλάδος. Το ζήτημα είναι αν θα τολμήσει έστω και αυτό ο Σαμαράς. Δυστυχώς, θετικές περί αυτού ενδείξεις δεν υπάρχουν…


Σχολιάστε εδώ