Νέα σχήματα κυοφορούνται
Η διάλυση της ελληνικής κοινωνίας, η κατάρρευση της οικονομίας, η εκχώρηση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στους δανειστές, που έφεραν τη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, οδήγησαν και σε ευρείες πολιτικές ανακατατάξεις.
Το ΠΑΣΟΚ από κυρίαρχο και κόμμα ελέγχον τον ευρύτερο δημοκρατικό/προοδευτικό χώρο μεταβλήθηκε σε γκρουπούσκουλο της… Κεντροαριστεράς, πέφτοντας από το (κατά μέσο όρο) 40% στο 12,5%. Η πτώση αυτή συνοδεύτηκε και από τη βαθιά κρίση πολιτικής ταυτότητας του κόμματος, που ήρθε να επικυρώσει την υπονομευτική σε αυτό το πεδίο δουλειά που έκανε η εκσυγχρονιστική ομάδα Σημίτη ήδη από τις αρχές του 1996. Δουλειά που «νομιμοποιήθηκε»:
• από τον θάνατο του Α.Γ. Παπανδρέου (23 Ιουνίου 1996 – που κατά σύμπτωση είναι και ημέρα γενεθλίων του Κων. Σημίτη)
• από τα πρωτοκλασάτα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που έβλεπαν ότι η κοινωνία, η αγορά και το εξωτερικό περιβάλλον εγκρίνουν τη μετάβαση από τον Α.Γ. Παπανδρέου στον γερμανοτραφή δεξιό σοσιαλδημοκράτη
• από τα μεσαία επαγγελματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που επάνδρωναν τον κρατικό μηχανισμό, αφού έβλεπαν και ένιωθαν ότι στη συγκεκριμένη φάση (1996) μόνο με Σημίτη μπορούσε το ΠΑΣΟΚ να παραμείνει στην εξουσία. Άρα και οι ίδιοι.
Αυτή η επιλογή φυσικά είχε τεράστιο ηθικό, πολιτικό και κοινωνικό κόστος για το ΠΑΣΟΚ. Η δεξιά πολιτική, που μοιάζει πολύ ή μάλλον είναι πρόδρομος αυτής, που δρομολόγησε το ΠΑΣΟΚ από τον Οκτώβριο του 2009, απομάκρυνε σημαντικό μέρος της εκλογικής του βάσης. Μην ξεχνάμε ότι αυτή η πολιτική Σημίτη το 2004 έστειλε άνετα στην εξουσία τον Κ. Καραμανλή, που με την κατάλληλη συνθηματολογία και προσέγγιση του χειμαζόμενου κόσμου έμοιαζε ως όαση ανθρωπιάς και αλληλεγγύης. Του έδωσε μάλιστα τη νίκη για δεύτερη φορά (2007), αν και υπήρχαν σαφή σημάδια ότι η κυβέρνησή του δεν είχε λύσεις και επάρκεια για να σταθεί. Όταν το κακό παράγινε, ο Κ. Καραμανλής αποφάσισε να πάει σε πρόωρες εκλογές (Σεπτέμβριος 2009), τις οποίες έχασε. Ο κόσμος ξανάδινε μια ευκαιρία στο ΠΑΣΟΚ (την πρώτη –και τελευταία όπως αποδείχτηκε– στον Γιώργο Παπανδρέου), την οποία όμως το ΠΑΣΟΚ δεν ήξερε ή δεν μπορούσε να εκμεταλλευτεί. «Άδειασε» την εκλογική του βάση, προχώρησε σε άθλιες, δουλοπρεπείς και αντεθνικές συμφωνίες με δανειστές/εταίρους, εξευτέλισε εργαζόμενους και κοινωνικές ομάδες, διέσυρε τη χώρα, άρπαξε μισθούς, συντάξεις και εισοδήματα χωρίς να αγγίξει τους έχοντες και τα υψηλά εισοδήματα. Εύλογα οδηγήθηκε στη –σχεδόν– εξαφάνιση, με τα πρωτοκλασάτα στελέχη του (και κατʼ επάγγελμα υπουργούς) να μεταβάλλονται σε γραφικές φιγούρες που προσπαθούσαν να παρουσιαστούν συγκροτημένοι και… σοβαροί μιλώντας για το χάλι που οι ίδιοι δημιούργησαν. Το γραφικό και τραγικό είναι ότι αναφέρονται στη χώρα σαν να είναι κάποια άλλη και όχι η Ελλάδα και στις ευθύνες ανθρώπων που κυβέρνησαν σαν να μην είναι αυτοί οι ίδιοι οι άνθρωποι, αλλά κάποιοι τρίτοι. Σήμερα ο Β. Βενιζέλος αποφασίζει νέο ξεκίνημα, ανασύσταση ή ό,τι άλλο με εξαιρετικά αμφίβολα αποτελέσματα. Το μεγαλύτερο εμπόδιό του είναι ότι οι γνωστοί «πρωτοκλασάτοι» παραμένουν στο διαλυμένο κόμμα περιμένοντας αυτό να πέσει στα χέρια τους (ποιο κόμμα, θα πει κανείς…) και το μεγαλύτερό του λάθος είναι ότι εξακολουθεί να υμνεί την καταστροφική πολιτική δανεισμού/δανειστών, Μνημονίων, υπακούοντας ίσως σε μια εσωτερική ανάγκη να υπερασπιστεί επιλογές που ήταν και δικές του.
Την ίδια ώρα η Δημοκρατική Αριστερά, που προήλθε από διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, με όπλο το πολύ καλό αποτέλεσμα στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις (έφτασε το 6,11% στις 6 Μαΐου και το 6,26% στις 17 Ιουνίου) προσπαθεί να παίξει ευρύτερο ρόλο στις διεργασίες ανασύστασης του κεντροαριστερού χώρου. Με δεδομένη τη διάλυση του ΠΑΣΟΚ έτσι όπως αυτό υπήρχε και με τη συμμετοχή της στην τριμερή κυβέρνηση Σαμαρά (άρα οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ μπορούν να την εμπιστεύονται περισσότερο ή να τη φοβούνται λιγότερο) μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει πόλο έλξης για στελέχη, μέλη και φίλους του ΠΑΣΟΚ που δεν θέλουν πια να βλέπουν τα ίδια πρόσωπα (ή παραφυάδες τους) στο προσκήνιο και να εισπράττουν τις ίδιες εικόνες και τα ίδια «καθήκοντα». Πάμε σε πιο χαλαρά πολιτικά σχήματα/κινήματα κι αυτό ευνοεί ανοιχτούς σχηματισμούς, όπως η Δημοκρατική Αριστερά του ευπρεπούς Φώτη Κουβέλη. Αρκεί να καταφέρει η ίδια να ξεπεράσει τις εσωτερικές της αντιφάσεις (ή να μάθει να ζει με αυτές) και να αντισταθεί στους πειρασμούς μιας πολυδιάσπασης, που αποτελεί ενδημική νόσο στα αριστερής καταγωγής σχήματα.
Την άλλη εβδομάδα θα δούμε την περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ και τις προοπτικές μετεξέλιξής του σε άλλου είδους, ενιαίο (όσο γίνεται…), κόμμα.