Μια φορά και έναν καιρό

Στη συντροφιά των τριών αειθαλών γερόντιων που συναντιόνταν στο καφενεδάκι του κυρ Χρήστου ήρθε και προστέθηκε ένας ακόμη δραπέτης από το ΚΑΠΗ, πράγμα που εξόργισε ιδιαιτέρως την κυρία διευθύντρια, που έβλεπε τους… υπηκόους της να λιγοστεύουν. Έτσι η παρέα αυξήθηκε σε τέσσερις και ο Τεό, εκφράζοντας τη χαρά του, είπε: «Κύριοι, με την προσθήκη του Βασίλη στην ομάδα μας, πάψαμε να είμαστε οι “τρεις καμπαλέρος”, που κάποιος κακοήθης μπορεί να μας έκανε… μαντινάδα που θα ομοιοκαταληκτούσε σε “γέρος”. Με υπερηφάνεια σας αναγγέλλω πως αυτόν τον διασυρμό τον αποφύγαμε, πως εξευγενιστήκαμε και, σαν εκ γενετής ιππότες, είμαστε πια οι “τρεις σωματοφύλακες” που κι αυτοί μαζί με τον Ντ’ Αρτανιάν ήσαν τέσσερις». Και άρχισε να απαγγέλει ένα σχετικό τετράστιχο του Δημήτρη Γιαννουκάκη, που είχε διαβάσει το πάλαι ποτέ σε κάποιο περιοδικό:

« Αρτανιάν ήτο ο εις – θύμα της ειμαρμένης / Γασκώνος ενομίζετο – αλλ’ ήτανε Αρμένης…»

Η άφιξη του κυρ Βασίλη τους βρήκε τη στιγμή που λογομαχούσαν για το πόσο μπορεί να θυμόντουσαν τις λιγοστές στοές της Αθήνας και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, πριν επιπέσει στα επιβλητικά κτίριά της η βάρβαρη μπουλντόζα και η πιο βάρβαρη ανοικοδόμηση. Η καθεμιά τους, όπως τόνιζε ο Τεό, είχε κάτι ξεχωριστό. Πότε τής έδινε αίγλη ένα κατάστημα-φίρμα συνυφασμένο με την πόλη, άλλοτε στέγαζε ομοειδείς επαγγελματίες και γινόταν θαρρείς η έδρα της συντεχνίας τους και πολύ συχνά ένα στέκι, πες το εστιατόριο, μπαρ ή ζαχαροπλαστείο, που συγκέντρωνε όσους ήθελαν να είναι κάπως πιο απομονωμένοι από τα παμφάγα μάτια των διερχομένων που αδιάκοπα πηγαινοερχόντανε σουλατσάροντας στα κεντρικά… βουλεβάρτα. Γεράσαμε και ξεχάσαμε την Αθήνα που περπατήσαμε στα νιάτα μας. Ο Ανέστης τον διέκοψε με κάποια δόση ειρωνείας στη φωνή του:

«Εδώ ξεχάσαμε την Μπουμπού και τις στοές της» είπε κάπως αλληγορικά, εννοώντας τα μέρη που δούλευε η πανέμορφη τότε κοπελιά, «και θέλεις να θυμόμαστε τη Στοά των Δημοσίων Υπαλλήλων;»

Ο κυρ Βασίλης, που παράτησε το ΚΑΠΗ και τους συνομήλικους του επειδή βαρέθηκε, όπως είπε, την ακράτεια των λόγων και των… έργων τους, προσπαθούσε να πιάσει το νήμα της κουβέντας. Ακούγοντας όμως τις ξεθωριασμένες αναμνήσεις τους, παρενέβη λέγοντας «εγώ να σας πω…» και άρχισε να τους περιγράφει την επίμαχη στοά, που βρισκόταν στη Σταδίου κολλητά με τη Στοά Ορφανίδου, με την οποία επικοινωνούσε μ’ έναν στενό διάδρομο. Δεν ήταν πέρασμα που προσήλκυε περαστικούς. Στέγαζε μερικούς σαράφηδες, κάποια δικηγορικά γραφεία στους πάνω ορόφους και μια αντιπροσωπεία επιτραπέζιων ρολογιών. Είναι η μοναδική στοά της Αθήνας που δεν υπάρχει πια, καθώς τής έκλεισαν την έξοδο και τη μεταμόρφωσαν σε κατάστημα ενώνοντάς τη με το πλαϊνό της μαγαζί. Η πιο μεγάλη και διάσημη -και μεγάλο πέρασμα- ήταν και είναι η σχεδόν αντικρινή της Στοά Αρσακείου, απομίμηση σε μικρογραφία της… Galleria Vittorio Emmanuelle του Μιλάνου, με καταστήματα που έγραψαν ιστορία. Στην είσοδό της από την Πανεπιστημίου ήταν ο Εξαρχόπουλος με τα κουφέτα του, πιο κει ένα κατάστημα με φίνα βιεννέζικα έπιπλα και τα μουσικά καταστήματα Γαϊτάνου και Κωνσταντινίδη, που οι φρεσκοτυπωμένες παρτιτούρες που πουλούσαν ανέδιδαν τη χαρακτηριστική μυρωδιά του τυπογραφικού μελανιού στο πάντρεμά του με το χαρτί. Στην είσοδό πάλιν της στοάς από τη Σταδίου, κυριαρχούσε ο Σπ. Παλάσκας, ο «βασιλεύς των καμπαρντινών». Ανάμεσα στις φίρμες που όλοι θυμόμαστε, κυρίαρχη θέση κατέχει το γωνιαίο καφενείο Σιγάλα, που συγκέντρωνε όλες τις ώρες της ημέρας τον περισσότερο κόσμο. Καθώς στο μέγαρο Αρσακείου και στο γειτονικό του μονώροφο κτίριο της οδού Σανταρόζα στεγάζονταν τότε τα περισσότερα δικαστήρια της Αθήνας, σ’ αυτό το καφενείο της στοάς, με τα μπόλικα τραπεζοκαθίσματα που απλώνονταν γύρω του, μαζεύονταν από λίαν πρωίας οι δικηγόροι, οι διάδικοι και οι μάρτυρες για τις δίκες που επρόκειτο να διεξαχθούν. Στέκι είχαν τον Σιγάλα και οι… επαγγελματίες ψευδομάρτυρες, που την άραζαν εκεί και περίμεναν τον πελάτη, πάντα διαθέσιμοι να καταθέσουν ενόρκως επί παντός θέματος. Ο Σάκης τον διόρθωσε: «Αν υπήρξε μια πραγματικά ιστορική στοά που χάθηκε και έπαψε να είναι αυτό που ήταν με την ανοικοδόμησή της, ήταν η Στοά Πάππου στην οδό Σοφοκλέους, απέναντι από το χρηματιστήριο. Και ήταν ο Ναός του Τύπου. Εκεί στεγάζονταν τσιγκογραφεία και τυπογραφεία, όπου τυπώνονταν πολλές εφημερίδες, ημερήσιες και μη, καθώς και περιοδικά. Εκεί ο «Άργος του Τύπου» με αποκόμματα από δημοσιεύματα που έστελνε κάθε πρωί στους συνδρομητές του, εκεί το «Αρχείο Παλαιών Εφημερίδων» και διάφορα άλλα που είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με τον Τύπο. Αν δεν με γελά η μνήμη μου, η Στοά Πάππου επικοινωνούσε με τη στοά Δημητρακοπούλου στην οδό Αιόλου, όπου ευρίσκετο το Πρακτορείο Εφημερίδων «Σπύρος Τσαγγάρης», απ’ όπου διακινούνταν καθημερινά εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία προς όλη την Ελλάδα. Από τη μικρή της είσοδο, που δεν σου γέμιζε το μάτι, πάνω από τρία τέταρτα του αιώνα έφευγαν οι εφημερίδες με τα γεγονότα της ημέρας γράφοντας την ιστορία της χώρας μας.

Τη κουβέντα τους τη διέκοψε ο Χρήστος ο καφετζής, που ήρθε να πάρει παραγγελία:

«Η κυρά Μαρία έφτιαξε μεζέ χταπόδι κρασάτο. Να φέρω;»

«Και το ρωτάς;» αποκρίθηκαν μ’ ένα στόμα. Ο κυρ Βασίλης, σαν καινούργιος, πρόσθεσε δειλά:

«Μονάχα να μην το μάθει η γυναίκα μου, γιατί θα με σφάξει…»


Σχολιάστε εδώ