ΛΕΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΧΤΕΣ…
Τότε δηλαδή που με ιδιαίτερη αισιοδοξία, δεν θα έλεγα και με άλλη τόση επιπολαιότητα ετοιμαζόμαστε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες που θα γίνονταν στην Αθήνα και που όλοι, αν όχι και οι περισσότεροι, πιστεύαμε ότι το τεράστιο αυτό διαχρονικό γεγονός θα μας έλυνε μερικά από τα μεγάλα μας προβλήματα. Το γιατί μην περιμένετε να το πω εγώ, μάλλον όμως θα πρέπει να οφείλεται στη βαθιά μας πίστη ότι σε κάποιο σύννεφο είναι εγκαταστημένος ο «καλός μας» και αμετάκλητα διορισμένος ως «αποκλειστικός μας Θεός», που την ώρα που μας παρασφίγγουν τα ζόρια, ανασηκώνεται με κάποια νωχέλεια από το πουπουλένιο του μαξιλάρι, μας ρίχνει μια ματιά, βλέπει το μαύρο μας το χάλι και μουρμουρίζει «άντε, βρε μπαγάσηδες, τα σκατώσατε πάλι, άντε να ξαναβάλω το άγιο χέρι μου και να σας βγάλω από το πνίξιμο». Και αν δεν κάνω λάθος, ήταν τότε που πριν από δέκα χρόνια μας έστειλε για σανίδα σωτηρίας τους Ολυμπιακούς Αγώνες, και πάνω στη σανίδα του εγκατέστησε ζωηρή και αεράτη και με το αθλητικό της σορτσάκι την κυρία Γιάννα Αγγελοπούλου, ως εντεταλμένη του εκτελέστρια, να ρυθμίσει τα πάντα, έτσι ώστε όλα που θα αφορούσαν την τέλεση εκείνων των Αγώνων να συμβούν με υποδειγματική συνέπεια και τελειότητα. Χωρίς τίποτα το κακό, το στραβό και το ανάποδο.
Τι ζήτησε η κυρία «εκ Θεού» Γιάννα, με το αριστοτεχνικό μακιγιάζ της και δεν έγινε; Τα πάντα ρυθμισμένα στην εντέλεια, σαν να μη ζούσαμε στην ελληνική επικράτεια, όπου η τσαπατσουλιά και η προχειρότητα είναι πάντα σε πρώτη ζήτηση. Ούτε σκουπίδι στους δρόμους, ούτε ουρές από πεινασμένους έξω από δημοτικά καζάνια με βρασμένες πατάτες, ούτε καμία τρομοκρατία στους δρόμους, χωρίς εκατό ληστείες, δύο δολοφονίες κι άλλες τόσες αυτοκτονίες κάθε μέρα. Χωρίς χιλιάδες αγανακτισμένους πολίτες με γιαούρτια στα χέρια έξω από τα υπουργεία και με έναν Πάνο Καμμένο ακόμα με άγνωστες τις πολιτικές του φιλοδοξίες. Και μόνο αυτά; Με έναν οργασμό τεράστιων οικοδομημάτων που θα φιλοξενούσαν όλο εκείνον τον κόσμο, τον ντόπιο και τον ξένο, στο ελάχιστο διάστημα των Αγώνων. Με νέα στάδια και αθλητικά κέντρα και λίμνες και πισίνες και λίγο ακόμα και θα επεκτείναμε στην ανάγκη και τον Σαρωνικό κόλπο μέχρι τη Νάξο, για να έχουν μεγαλύτερη ορατότητα οι ακτοπλοϊκοί αγώνες. Κι εκείνο το «επουράνιο μάτι», για εκείνο το «πετούμενο» λέω, που βρισκόταν σε 24ωρη βάση πάνω από την Αθήνα, για να μην τολμάει κανένα κακοποιό στοιχείο να απλώσει χέρι. Τι αρμονία ήταν εκείνη; Και με μπροστάρισσα ποια; Την κυρία Γιάννα μας, που μέχρι για το μεγάλο «σόου» του φινάλε είχε τότε φροντίσει και αβέρτα έτρεχε το χρήμα, χωρίς κανένας να αναρωτηθεί τι θα απογίνουν όλα εκείνα τα έργα που σήμερα ήδη ερειπωμένα θυμίζουν εφιαλτικές εικόνες του παρελθόντος… Να μην τα βλέπουμε αξιολύπητα όπως κατάντησαν…
Τι κάνει τώρα, αυτήν την κρίσιμη εποχή μας, ο αποκλειστικός Θεός; Εφησυχάζει ακόμα στο πουπουλένιο του μαξιλάρι, χωρίς κανένα Χερουβείμ να τολμάει να τον ξυπνήσει για να σκεφτεί καμιά λύση σαν εκείνη των Ολυμπιακών για να μας βγάλει από τα αδιέξοδα; Και εντάξει ο επουράνιος! Θεός είναι, δικαίωμά του, να ξεκουραστεί κι αυτός κάποια στιγμή και να αφήσει το σωτήριο χέρι του σε κάποια αναστολή. Με την κυρία Γιάννα μας όμως τι γίνεται; Σε ποια θαλαμηγό περνάει τις καλοκαιρινές της διακοπές; Ρίχνει καμιά ματιά στις συνέπειες και στα ερείπια που απομείνανε από όλη εκείνη την άχρηστη και αναποτελεσματική, όσο και πανάκριβη, νεοπλουτίστικη επίδειξη που το αποτέλεσμά της είναι συνυπεύθυνο για τη σημερινή μας κατάντια, που ακόμα πληρώνουμε τα χρέη της. Αλλά από την αεράτη κυρία Γιάννα μας, ούτε φωνή ούτε ακρόαση…
Ο ΘΥΜΙΟΣ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ…
Στη θεατρικά θανατηφόρα χρονιά που διατρέχουμε ένας ακόμα που η απουσία του μετράει ιδιαίτερα, επειδή ήταν ένας από τους πολύ μεγάλους της θεατρικής οικογένειας, ο Θύμιος Καρακατσάνης, ο οποίος μας αποχαιρέτησε στα 72 του χρόνια και που για μένα αποτελεί απώλεια ιδιαίτερης θλίψης όχι μόνο για τη φιλία που μας έδενε από τότε που, φεύγοντας από το Θέατρο Τέχνης, το πρώτο έργο που έπαιξε σαν ελεύθερος θιασάρχης, μαζί με τον Κώστα Καρρά, την Έλενα Ναθαναήλ, τον Δημήτρη Νικολαΐδη, τη Νόρα Βαλσάμη, ήταν δικό μου, το «Φου». Μια σάτιρα στην αρχαία Αθήνα, που η αντιστασιακή της σάτιρα στην εποχή της επταετίας το 1972, ήταν αφορμή για τις καθημερινές επεμβάσεις της λογοκρισίας, με αποτέλεσμα να έχουν κουρελιάσει ένα έργο που ανέβηκε τότε με ασυμβίβαστες, για την ατμόσφαιρα που επικρατούσε, τολμηρότητες. Και δεν θα ξεχάσω τον Θύμιο, που παίζοντας τον ρόλο του Πεινόλαου, ενός χαρακτηριστικού τύπου ζητιάνου, που κάθε μέρα, μέσα στην τρέλα του με τους παραλογισμούς του, έδινε κουράγιο στον λαό της Αθήνας, περιμένοντας να απαλλαγούν από μια «χούντα» εκείνου του «χρυσού αιώνα», με πόση θέρμη και ένταση έπαιζε κάθε βράδυ τον ρόλο του, γραμμένο κυριολεκτικά στα μέτρα του.
Το έργο κατέβηκε γρήγορα, μη αντέχοντας το μεγάλο του κόστος, με τους 32 ηθοποιούς του επί σκηνής και το πανάκριβο ανέβασμά του, αλλά και τον κατατρεγμό της Παπαδοπουλικής δικτατορίας και θα τον θυμάμαι πάντα τον αξέχαστο Θύμιο, όταν το τελευταίο βράδυ που αναγκαστικά το έργο κατέβηκε, όταν όλος ο θίασος, τραγουδώντας στο φινάλε, στάθηκε στο προσκήνιο λέγοντας στους θεατές ότι «απόψε το θέατρο τραυματίζεται από ένα δυστύχημα που μακάρι η θεραπεία του γρήγορα να φτάσει»… Και όλοι κατάλαβαν τι εννοούσε. Άλλοι τρεις από εκείνη την παράσταση που τον άκουσαν δίπλα του δακρυσμένοι, ήταν η Έλενα Ναθαναήλ, ο Κώστας Καρράς και ο Δημήτρης Νικολαΐδης, που ούτε κι αυτοί ζουν πια, χωρίς αυτό να εμποδίζει το δάκρυ τους να είναι ακόμα νωπό.
Να πω ακόμα ότι ο περίεργος τίτλο του έργου, το «Φου», σήμαινε, όπως το έλεγε σε κάποια στιγμή του έργου ο Κώστας Καρράς, «μην τη φοβάστε τη βία, είναι δειλή από μόνη της και με ένα σκέτο φύσημα, με ένα φου σκορπίζει και χάνεται…».
Από τότε, 40 χρόνια που πέρασαν, κάθε φορά που ανταμώναμε με τον Θύμιο, η μόνιμη κουβέντα του ήταν «πότε θα το ξανανεβάσουμε», μια κοινή μας επιθυμία που δεν πραγματοποιήθηκε, ίσως γιατί σήμερα καμιά σκηνή δεν αντέχει 32 ηθοποιούς στα σανίδια της. Να προσθέσω ακόμα ότι εκείνο το μοιραίο καλοκαίρι είχαν ανέβει άλλα δύο έργα που έγραψαν ιστορία. Το ένα ήταν οι «Εραστές του ονείρου» στο «Βέμπο» με το ζευγάρι Τόλη Βοσκόπουλου – Ζωής Λάσκαρη, που κάθε ημέρα το αντικείμενο του ενδιαφέροντος ήταν το αν η Ζωή εγκατέλειψε τον Τόλη, με αποτέλεσμα οι «εραστές του ονείρου» να έχουν καταντήσει «εραστές του εφιάλτη» για τον Βαγγέλη Λιβαδά που τους είχε σπιτώσει στο θέατρό του και για το αν θα παρέμενε πιστός ο Τόλης στην «ξανθή του Παναγιά», τέτοιες σάχλες.
Και το άλλο ήταν το «Μεγάλο Τσίρκο» στο «Αθήναιο» που είχαν ανεβάσει η Τζένη Καρέζη με τον Κώστα Καζάκο, με αποτέλεσμα κάποια ώρα να βρεθούν κι αυτοί στα κελιά της ΕΣΑ! Και που, όπως ήταν επόμενο, το «Φου» σαν πιο πολυδάπανο και εξίσου στο στόχαστρο της ΕΣΑ να αναγκαστεί να κατεβάσει τα ρολά του όχι με ένα απλό «φου», που φυσικά δεν μπορούσαν τόσο εύκολα να το τρομάξουν, αλλά με πολλούς βοριάδες της αείμνηστης «Ελλάδας των δεν ξέρω ποιων χριστιανών…».
Ήταν ο Θύμιος Καρακατσάνης, ένας από τους αξέχαστους και έτσι θα μείνει!
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΤΖΑΣ ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΣ!
Το συνοδευτικό του «αμετανόητος» για τον Γιώργο Πάντζα, καινούργιο βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς καμία ειρωνευτική διάθεση, αλλά στην πλήρη του κυριολεξία. «Αμετανόητος» από εδώ και 30 χρόνια, που αποφάσισε να ασχοληθεί με την πολιτική όχι από καμία διάθεση αυτοπροβολής, αφού ήδη ήταν προβεβλημένος από την καλλιτεχνική του δραστηριότητα, αλλά περισσότερο από μια ηθική υποχρέωση στον πατέρα του, τον Σπύρο Πάντζα, πολυταλαιπωρημένο και βασανισμένο αγωνιστή της Αριστεράς, με φυλακίσεις και κατατρεγμούς για τις κομματικές του τοποθετήσεις.
Φίλος μου, συνεργάτης σε κινηματογραφικές μου ταινίες («Ο εμίρης και ο κακομοίρης», «Ο γαμπρός μου ο δικηγόρος», «Οργή», «14 υπέροχοι», «Αρχιψεύταρος» κ.ά.) και σε θεατρικά έργα, γύρω στις 8 ή 9 επιθεωρήσεις, ο Γιώργος Πάντζας, ύστερα από μια επιτυχημένη καλλιτεχνική υπηρεσία, που τώρα μάλιστα στην πλήρη του ωριμότητα θα μπορούσε να την αναπτύξει ακόμα περισσότερο παίρνοντας τη θέση του Λάμπρου Κωνσταντάρα, με τον οποίο πολλά τα κοινά τους σημεία, τα παράτησε όλα, προτιμώντας την πολιτική περιπέτεια, απείρως δυσκολότερη από την άλλη, υποχρεωμένος πολλές φορές να «παίζει τον φίλο του λαού» αντί του ηθοποιού, που από τη φύση του είναι ο φίλος του λαού, διαφορετικά δεν εισπράττει όχι την ακριβή ψήφο του λαού, αλλά ούτε και το πιο φτηνό θεατρικό εισιτήριο.
Πρώτα ήταν δίπλα στο κόμμα του Τσοβόλα, ύστερα με άλλες συγγενικές τοποθετήσεις και στις πρόσφατες εκλογές με τον ΣΥΡΙΖΑ, με τον οποίο τελικά και πήρε το εισιτήριό του για τη Βουλή. Τον είδα στις ειδήσεις να προσέρχεται στην ορκωμοσία της Βουλής, φρέσκος-φρέσκος, κομψότατος, χαμογελαστός και με το κόκκινο γαρουφαλάκι στο πέτο και έλεγες ότι ήταν φτιαγμένος και έτοιμος να παίξει σε κάποιο πλάνο ταινίας που θα ήταν πρωταγωνιστής. Ήταν η μεγάλη του ώρα που χρόνια την περίμενε και με την ευκαιρία θα ήθελα να πω στους αρμόδιους της επικοινωνίας του ΣΥΡΙΖΑ, που από ό,τι είδα, ως την ώρα τουλάχιστον, ελάχιστα έχουν επισημάνει την επιτυχία του καινούργιου τους συναγωνιστή, ότι αξίζει περισσότερο να τον προβάλλουν από πολλούς άλλους που ή τους δούμε και ως τηλεοπτικούς αστέρες ή δεν τους δούμε καθόλου, δεν τρέχει τίποτε. Ενώ με τον φίλο μου τον Γιώργο Πάντζα, είμαι βέβαιος ότι και τον καινούργιο του τον ρόλο που τόσο τον ήθελε, κάποια ώρα θα τον δούμε κι εκεί περισσότερο δικαιωμένο σαν κοινοβουλευτικό «εμίρη» και καθόλου αξιολύπητο «κακομοίρη»!
***
ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΑ
ΜΕ ΤΟ «ΦΟΥ»…
Στην περίπτωση που κάποιος ενδιαφέρεται για το «επισημασμένο» από τη λογοκρισία της Επταετίας κείμενο του θεατρικού «Φου», με όλες τις λεπτομέρειες για το περιπετειώδες ανέβασμά του, μπορεί να το διαβάσει στο βιβλίο «Αστείοι ως Έλληνες», που δημοσιεύεται μαζί με τις «Σταυροφορίες» και το «Τζουμ-ταρατατζούμ», όπως κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Σιδέρη», στην οδό Σόλωνος 116.