Επιδείνωση των σχέσεων Δαμασκού – Άγκυρας
Οι σχέσεις της Άγκυρας με τις χώρες που αποτελούν τον γειτνιάζοντα με αυτήν χώρο δεν έλαβαν τελικά τη μορφή που επιδίωκε η Τουρκία.
Το επίπεδο στο οποίο βρίσκονται σήμερα οι σχέσεις της με το Ισραήλ, την Αρμενία, τη Συρία, το Ιράν κ.λπ. αποδεικνύει του λόγου το αληθές.
Οι τουρκικές προσπάθειες για ανάληψη ηγετικού ρόλου στην ευρύτερη περιφέρεια δεν τελεσφόρησαν, παρά μάλιστα και την επιδειχθείσα ανοχή άλλων παραδοσιακών παικτών στην περιοχή, που ασφαλώς έβλεπαν με καλό μάτι τον επεκτεινόμενο ρόλο της Τουρκίας.
Οι σχέσεις Συρίας – Τουρκίας, έπειτα από περίοδο ψυχρότητας, είχαν εισέλθει σε φάση ομαλοποίησης. Τα γνωστά όμως γεγονότα ώθησαν τις σχέσεις των δύο κρατών σε νέα περίοδο έντασης, με αποκορύφωμα την κατάρριψη του τουρκικού αναγνωριστικού RF-4E από τις συριακές ένοπλες δυνάμεις στις 22 του περασμένου Ιουνίου.
Αποτελεί ενδιαφέρον ζήτημα ο τρόπος με τον οποίο η Τουρκία αντέδρασε στην κατάρριψη του αεροσκάφους της.
Πολλοί ανέμεναν έντονη αντίδραση. Η αντίδρασή της όμως εξαντλήθηκε σε καθαρά διπλωματικό επίπεδο, σε τέτοιο μάλιστα σημείο, που η εικόνα του τούρκου πρωθυπουργού επλήγη, αφού έδωσε εντύπωση αδυναμίας στον χειρισμό της κατάρριψης του τουρκικού αεροσκάφους. Και τούτο γιατί πολλοί ανέμεναν επίδειξη μεγαλύτερης «αποφασιστικότητας» από τον κ. Ερντογάν.
Η Άγκυρα, βέβαια, δεν παρέλειψε να κινητοποιήσει αμέσως το ΝΑΤΟ, κάνοντας χρήση του καταστατικού του, που παρέχει τη δυνατότητα σε μια χώρα-μέλος να προσφεύγει στη Συμμαχία, εάν αισθανθεί ότι η ασφάλειά της απειλείται.
Ο γενικός γραμματέας, μάλιστα, του Οργανισμού δήλωσε ότι η ασφάλεια της Συμμαχίας είναι αδιαίρετη και ότι το ΝΑΤΟ στέκεται δίπλα στην Τουρκία με πνεύμα ισχυρής αλληλεγγύης.
Αποτελεί βέβαια σχήμα οξύμωρο η επίκληση από την Τουρκία του διεθνούς δικαίου στο πλαίσιο της αντίδρασής της κατά της Δαμασκού και των εκατέρωθεν ανταλλαγεισών κατηγοριών σχετικά με τις συνθήκες κατάρριψης του τουρκικού αεροσκάφους. Αν δηλαδή τούτο εβλήθη εντός ή εκτός του διεθνούς εναέριου χώρου. Τέτοιου είδους βέβαια ευαισθησίες η Άγκυρα δεν τις εκδηλώνει όταν τα αεροσκάφη της επιτελούν, επί μόνιμης βάσης, παραβάσεις και παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, που δεν ξέρουμε βέβαια σε τι βαθμό προσκρούουν στις ανησυχίες και ευαισθησίες των ΝΑΤΟϊκών αρχών…
Εύλογα λοιπόν γεννάται το ερώτημα γιατί η Τουρκία επέλεξε τη διπλωματική αντιπαράθεση με τη Δαμασκό και όχι μια πιο «επιθετική» αντίδραση, όπως πολλοί προεξοφλούσαν. Όταν μάλιστα το μέγεθος και ο εξοπλισμός των ενόπλων δυνάμεών της την καθιστούν ισχυρότερη από τη Δαμασκό.
Η απάντηση, νομίζουμε, δεν είναι δύσκολη. Η Τουρκία, στη φάση αυτή, δεν θα είχε να κερδίσει ανοίγοντας και άλλο μέτωπο. Τα ευχολόγια περί μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες ουδέν απέδωσαν. Αν εξάλλου αναλάμβανε πιο επιθετική κατά της Συρίας στάση, ασφαλώς τούτο θα την έφερε αντίπαλο με τη Ρωσία και την Κίνα, τα δύο μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, η θέση των οποίων, επί του συριακού, ουδόλως συμβαδίζει με εκείνην της Άγκυρας. Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τυχόν ενεργότερη ανάμειξη της Τουρκίας στα συριακά δρώμενα θα την καθιστούσε μέρος του προβλήματος της γνωστής αντίθεσης μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών.
Τα παραπάνω αποτελούν μια μόνο παράμετρο, όντως σημαντική, των διαδραματιζομένων στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, μια περιοχή όπου επαπειλούνται ραγδαίες εξελίξεις, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Οι τελευταίες ασφαλώς θα επηρεάσουν τη χώρα μας. Αν, μάλιστα, συνυπολογίσουμε σε αυτές την έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στη Συρία και έναν άλλο σημαντικό παράγοντα, το κουρδικό, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο εύκολα μπορούν να ανατραπούν ισορροπίες και συσχετισμοί δυνάμεων και τις σαρωτικές, ως εκ τούτου, συνέπειες που μπορούν να προκύψουν για την περιοχή.
Η Ελλάδα δεν πρέπει να παραμείνει απούσα από τα τεκταινόμενα. Ούτε σιωπηλή. Θα πρέπει να παρουσιάσει ιδέες και προτάσεις που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην εξεύρεση λύσης και θα της άνοιγαν τον δρόμο της συμμετοχής της στο γεωπολιτικό παιχνίδι στην περιοχή. Στην περιοχή αυτή όπου κάποτε ήταν παρούσα. Δίνεται λοιπόν η ευκαιρία η νέα κυβέρνηση να παρουσιάσει στους εταίρους της συντονισμένο σχέδιο προτάσεων και ιδεών, που θα επανενεργοποιούσε τον ρόλο της χώρας μας στην περιοχή, σχέδιο που ασφαλώς τα κόμματα θα επικροτούσαν.
Ενδεχόμενος αντίλογος μπορεί να αντέτεινε ότι, λόγω της παρούσας κρίσης, η χώρα μας έχει άλλες προτεραιότητες. Τούτο όμως δεν ευσταθεί. Ανεξάρτητα από τα κρίσιμα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας, ενεργοποίησή της στην περιοχή θα συνέβαλε στην ενίσχυση του κύρους της και στην ενδυνάμωση της διαπραγματευτικής της ικανότητας. Προ πάντων σήμερα, που τόσο χρειάζεται την τελευταία.