Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Λίγο πριν από το μεσημέρι, όπως κάθε μέρα, κατέφθασε στο μικρό παλιομοδίτικο καφενεδάκι του κυρ Χρήστου η παρέα με τα τρία αειθαλή γερόντια. Φρεσκοξυρισμένοι, με το μάγουλο-γιαούρτι και οι τρεις, κουστουμαρισμένοι και γραβατωμένοι οι δύο, μ’ ένα μοντέρνο φανταχτερό «πόλο» ο τρίτος, που ανέκαθεν ήτανε σπορτίφ, αποστάτησαν και αποσκίρτησαν από το ΚΑΠΗ της γειτονιάς τους, λέγοντας: «Τι γυρεύομε εμείς μ’ όλους αυτούς τους παλιόγερους;», και βρήκαν στέκι στον απόμερο καφενέ.

Βέβαια, η απόδρασή τους δεν πέρασε ασχολίαστη από τους τέως συναδέλφους τους, που με μοναδική στα χρονικά ομοφωνία απεφάνθησαν: «Βρε, δεν πάνε στον διάολο…». Μόνον η κυρία διευθύντρια του ΚΑΠΗ, που είχε κάτι περίεργες διασυνδέσεις με τον αρμόδιο αντιδήμαρχο, θεώρησε προσωπική προσβολή τη «φυγή τους από τον φυσικό τους χώρο», όπως τη χαρακτήρισε, κατηγόρησε υπεύθυνο για… «εκμαυλισμό» τον καφετζή που τους περιμάζεψε και ορκίστηκε πως θα του κλείσει το μαγαζί, με τη συνδρομή του κ. αντιδημάρχου φυσικά. Ο κυρ Χρήστος ήταν συνταξιούχος οδηγός στα ρώσικα κίτρινα τρόλεϊ, «τα παρασημοφορημένα με το παράσημο της κόκκινης σημαίας», και με τη σύνταξη τώρα άνοιξε το καφενεδάκι στο όνομα της συζύγου του, της κυρα-Μαρίας, για να μην κάθεται να μουχλιάζει στο σπίτι. Δυο φουντωτές μουριές στην πρασιά του δρόμου με το παχύ τους φύλλωμα προσφέρανε τις ζεστές μέρες μιαν ευχάριστη δροσιά με την πλούσια σκιά τους.

Η παρέα των «τριών καμπαλέρος», όπως τους κόλλησαν παρατσούκλι οι κακόγλωσσοι της γειτονιάς, είχε αγκαζέ τη μουριά και εκεί από κάτω, στο στρογγυλό τσίγκινο τραπεζάκι, έφερνε τα περιποιημένα ουζάκια ο κυρ Χρήστος, αν και οι γιατροί τούς είχαν σε αυστηρή δίαιτα. Αλλά ο πλέον αντιδραστικός της ομάδας, ο Τεό, που εκτός από σπορτίφ ήταν και χυδαιολόγος, ανέφερε μεγαλοφώνως πού είχε καταγεγραμμένους τους γιατρούς. Οι άλλοι υπερθεμάτιζαν και μόνον ο κυρ Χρήστος φώναζε από μέσα: «Σσσς, υπάρχουν και γυναίκες…».

Κάθονται, λοιπόν, και σήμερα και σχολιάζουν την επικαιρότητα όπως την εμφανίζουν τα ράδια, οι εφημερίδες και η τηλεόραση. Λέει ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του, αλλά τους διακόπτει ο Τεό δείχνοντας στο βάθος του δρόμου μια στρουμπουλή γριούλα, ολίγον καμπουριαστή, που σέρνει ένα καρότσι με ζαρζαβατικά, ενώ με το άλλο χέρι ακουμπά σε μπαστούνι. Το βήμα της, σιγανό και αβέβαιο, τονίζει το ζόρι που περνά. Ξεροβήχει ο Τεό και ρωτάει: «Ξέρετε ποιο είναι αυτό το γραΐδιο;». Καθώς οι άλλοι την περιεργάζονται χωρίς να τους θυμίζει τίποτα, ο Τεό, που γλεντά με την απορία τους, συμπληρώνει: «Είναι η Μπουμπού!». Άναυδοι, εξακολούθησαν να κοιτούν τη γερόντισσα που πάσχιζε να διασχίσει τον δρόμο.

Η Μπουμπού ήταν το πάλαι ποτέ άπιαστο όνειρο όλων των αρσενικών που τύχαινε να βρεθούν στην τροχιά της. Μοιάζοντας τρομερά, στο καλύτερο, με την ντίβα της εποχής, τη Ροσάνα Ποντεστά, άναβε φωτιές στο πέρασμά της. Συνεχής ήταν η πολιορκία της από κάθε καρυδιάς καρύδι, αφού προσπαθούσαν να την κατακτήσουν άλλος με την εξυπνάδα του, άλλος με το παράστημα και το αντριλίκι του κι άλλος με τα λεφτά και το σπορ ΤR 4 του. Εκείνη όμως είχε το μεγαλύτερο κουσούρι ενός όμορφου κοριτσιού. Είχε το… «γνώθι σαυτόν». Ήξερε την αξία της, ναρκισσευόταν σε κάθε καθρέφτη που τύχαινε μπροστά της και θεωρούσε τους θαυμαστές της… ηλίθιους.

Ο πρώτος που έλυσε τη σιωπή του ήταν ο Ανέστης. «Πώς έγινε έτσι;», μουρμούρισε. «Τη θυμάμαι που δούλευε σ’ ένα κατάστημα με παρτιτούρες στη στοά Πεσμαντζόγλου και τη γυρόφερνα. Την κατάφερα, μάλιστα, και βγήκαμε ραντεβού. Ήταν πολύ όμορφη, αλλά σαν γυναίκα δεν άξιζε τίποτα», είπε και έκλεισε πονηρά το μάτι. «Παράτα τα σάπια», τον διόρθωσε ο Σάκης. «Και πρώτα πρώτα, με τη γνωστή γεροντική σου άνοια, σου διαφεύγει πως στη στοά Πεσμαζόγλου, και όχι Πεσμαντζόγλου, αστοιχείωτε, που ήταν γνωστή και ως στοά Πρωίας, υπήρχαν τσιγκογραφεία, αλλά όχι μουσικά είδη. Παρτιτούρες πουλούσαν στου Γαϊτάνου και στου Κωνσταντινίδη, στη στοά Αρσακείου, αλλά η Μπουμπού δούλεψε μόνο για ένα φεγγάρι στη στοά Νικολούδη, στο “Melody”. Την είχα γκόμενα τότε και τη σταμάτησα από τη δουλειά επειδή δεν μ’ αρέσανε τα πολλά τα χαχαχά και χουχουχού με τους πελάτες που τη χαλβάδιαζαν».

Μ’ ένα ελαφρύ χαμόγελο ανωτερότητας ο Τεό παρενέβη: «Είστε κι οι δυο σας μυθομανείς και της Μπουμπούς δεν της πιάσατε ποτέ ούτε το χέρι. Έτυχε να συναντηθούμε τυχαία στο ΙΚΑ τις προάλλες, με αναγνώρισε εκείνη -επειδή εγώ, βλέπεις, δεν άλλαξα καθόλου!- και περιμένοντας τη σειρά μας πιάσαμε λακριντί. Μου διηγήθηκε όλη της τη ζωή. Δούλευε σ’ έναν χρηματιστή στη στοά Δημοσίων Υπαλλήλων και με το άστρο της που έλαμπε έβλεπε τους ανθρώπους σαν μερμήγκια. Μόνον όταν έπαψε να περνάει η μπογιά της έβαλε νερό στο κρασί της και παντρεύτηκε έναν ψιλικατζή, που τον φύτεψε πριν ο γάμος τους χρονίσει…».

Ύστερα, κουνώντας ελαφρά το κεφάλι σε ένδειξη οίκτου, είπε: «Γεράσατε και ξεχάσατε τα πιο ξεχωριστά κομμάτια της Αθήνας, τις διάφορες στοές της με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της καθεμιάς. Ξεφουρνίζετε ανδραγαθήματα σαν τους απόστρατους στρατηγούς στα καφενεία, αλλά μπερδεύετε τα μέρη όπου δράσατε, μεγάλοι μου καρδιοκατακτητές, και πάω στοίχημα πως δεν θυμάστε πού βρισκότανε η στοά Δημοσίων Υπαλλήλων για να στηρίξετε τα παραμύθια σας…».

«Και η Μπουμπού τι κάνει τώρα;», ρώτησαν μ’ ένα στόμα οι άλλοι δυο. Ο Τεό, αντί για απάντηση, σιγοψιθύρισε αργά τον στίχο του Βάρναλη κοιτώντας το άπειρο:

– «Ω, πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής…».


Σχολιάστε εδώ