Η συγκυριακή ομοιοπάθεια για Ελλάδα – Κύπρο

Με προοπτικές δεινότερες και δυνάμει επικινδυνότερες. Καθώς: Αφενός οι εταίροι δεν φαίνονται διατεθειμένοι να χαλαρώσουν τους στραγγαλιστικούς δανειακούς όρους. Και αφετέρου η κατάσταση στο ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον επιδεινώνεται. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις έως και δραματικά. Οπόταν και το ελληνικό πρόβλημα, όχι απλώς δεν είναι το μόνο, αλλά και αντιμετωπίζεται περίπου ως μπελάς! Ως ανίατη δηλαδή περίπτωση κι επιβάρυνση που ανακλά σε άλλες διαστάσεις του προβλήματος αλλού.

Εάν σʼ αυτό προστεθεί τελικά και η εκδηλούμενη επίσης οξεία κυπριακή παθογένεια, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε περιπέτεια του μείζονος Ελληνισμού, καθώς οι δύο του κρατικοί πυλώνες βρίσκονται σε μια παράλληλη κατολίσθηση. Και, είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο, οι δυο περιπτώσεις αλληλοδιαπερώνται κι αλληλοεπηρεάζονται δραστικά. Έστω και αν τα προβλήματά τους εκκινούν από διαφορετικά αίτια. Παρόλο που η κυπριακή περιπέτεια οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σωρευτική διοχέτευση ελληνικών ομολόγων προς την κατεύθυνση της Λευκωσίας.

Εάν πάντως θέλαμε να επισημάνουμε αυτό που συμβαίνει και κυρίως το δέον γενέσθαι, θα λέγαμε αφοριστικά ότι: Ή μαζί θα χαθούμε ή μαζί θα σωθούμε! Και βεβαίως το λέμε για να υπογραμμίσουμε το δεύτερο. Γιατί Ελλάδα και Κύπρος, ΜΑΖΙ ΘΑ ΣΩΘΟΥΜΕ! Και θα είμεθα ιστορικώς ανάξιοι και των κοινών καταβολών και του ασήκωτου χρέους μας εάν τελικά δεν τα καταφέρουμε. Μπορούμε. Και πρέπει. Αλληλοστηριζόμενοι. Αλλά κι ενεργοποιώντας εθνικές δυναμικές, όπου και αν αυτές υπάρχουν και όπως και αν αυτές απαιτηθεί να ενεργοποιηθούν. Προκειμένου νʼ αναδυθούν προοπτικές υπερβάσεων.

Αυτά μπορεί να φαίνονται –κι εν πολλοίς είναι– φιλολογικά ευχολόγια. Διατυπώνουν όμως όχι απλώς το ευκταίον, αλλά κυρίως το επιβαλλόμενο. Το πρακτέον. Κι αυτό σημαίνει συστράτευση εσωτερικών δυνάμεων, ανάταξη δυνατοτήτων και συντονισμένες πολιτικές. Οι οποίες –και το υπογραμμίζουμε– πρέπει να προέλθουν μέσα από στοχευμένη στρατηγική συνδιαχείριση των προβλημάτων, αλλά και των λύσεων που πρέπει να ιχνηλατηθούν και νʼ αποβούν μείζων εθνικός στόχος.

Και τονίζοντας αυτά, δεν νεφελοβατούμε. Ούτε και αγνοούμε τις ιδιαιτερότητες και τις επιμέρους αναγκαιότητες που αφορούν τις δυο χώρες. Αδελφές χώρες. Που κατά ιστορική συγκυρία έχουν συνενσωματωθεί στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, και μάλιστα στον σκληρό του πυρήνα. Την ώρα μάλιστα που, επίσης συγκυριακά, ο ένας κρατικός πυλώνας του Ελληνισμού αναλαμβάνει από αύριο την προεδρία της Κοινότητος. Οπόταν και θα βρίσκεται πιο κοντά στις διαδικασίες και στα κέντρα λήψεως και προαγωγής ευρωπαϊκών αποφάσεων. Κάτι που δεν μπορεί να μη συνεκτιμηθεί και να μην αποβεί μέρος των θετικών ή προς αξιοποίησιν δεδομένων.

Ότι μας αναμένουν δύσκολες λοιπόν ημέρες και πιο επικίνδυνες υποτροπές, δεν πρέπει να έχουμε ψευδαισθήσεις. Ούτε να τρέφουμε αυταπάτες. Αντίθετα. Την ίδια όμως ώρα είμεθα πλέον, εκ των πραγμάτων, στη θέση εκείνων που πρέπει είτε νʼ αποφασίσουμε τον εθνικό αυτοχειριασμό, που θα προέλθει από παθητική παράδοση και απέλπιδες παραδοχές, είτε αντιθέτως να επανοπλισθούμε με την αποφασιστικότητα που επιβάλλεται, προκειμένου: Αφενός νʼ ανακόψουμε την ολίσθηση. Και αφετέρου νʼ αναστρέψουμε την αποσυνθετική φορά που οδηγεί σε οριστική αποδόμηση.

Δεν έχουμε δηλαδή ούτε περιθώρια χρόνου ούτε και πολυτέλεια εναλλακτικών επιλογών. Αλλά με πνεύμα σκληρού μεν ρεαλισμού, αλλά και αποφάσεως για υπερβάσεις που να οδηγούν σʼ εθνική ανάνηψη και ανασυγκρότηση, οφείλουμε νʼ αναλάβουμε τις ασήκωτες ευθύνες μας. Έχοντας πάντοτε κατά νουν, πως: Ως Ελληνισμός, έχουμε περάσει πολύ χειρότερα. Κι έχουμε κυριολεκτικώς «διά πυρός και ύδατος» δοκιμασθεί κι επιβιώσει. Οπόταν και θα τα καταφέρουμε. Πρωταρχικά γιατί δεν έχουμε άλλη επιλογή. Και γιατί δεν έχουμε ούτε δικαίωμα νʼ αποτύχουμε.

Υποθηκευμένοι και στους πριν και στους επόμενους. Κι αυτό να μη θεωρηθεί συναισθηματική προσέγγιση κι ευσεβοποθική συλλογιστική. Αντίθετα είναι απόρροια δοκιμασμένης εθνικής διαλεκτικής.


Σχολιάστε εδώ