Ανάγκα και θεοί πείθονται

Η σθεναρή στάση του Μόντι και του Ραχόι απέφερε κέρδη για τις χώρες τους. Η ανελαστική Μέρκελ, κινούμενη μέχρι τώρα στο όριο της συστημικής αντοχής, υποχώρησε σε καίρια σημεία προκαλώντας σάλο και αντιδράσεις στη χώρα της. Η Ελλάδα έμεινε εκτός νυμφώνος, προσδοκώντας μελλοντικώς κάποια οφέλη υπό αυστηρές προϋποθέσεις, αλλά το μείζον εις ό,τι την αφορά, βρίσκεται αλλού: στην ευένδοτη στάση των ταγών της, οι οποίοι και τότε με το Μνημόνιο και τώρα με την επαναδιαπραγμάτευση δείχνουν παραδομένοι στη μοίρα του δεδομένου.

Ο αντίλογος προβάλλει ισχυρός: η Ιταλία και η Ισπανία αποτελούν μεγάλα μεγέθη, εν αντιθέσει προς την Ελλάδα, και μπορούν με σχετική ευχέρεια να ορθώνουν το ανάστημά τους. Ιδία σήμερα που κινδυνεύει να καταρρεύσει αμέσως η Ευρωζώνη, αν οι δύο χώρες παραμείνουν ανυπεράσπιστες και δεχθούν καταλυτική επίθεση από τις αγορές. Με άλλα λόγια, Μόντι και Ραχόι, υπό τη διακριτική υποστήριξη του Ολάντ, αξιοποίησαν πλήρως τις συνθήκες και απέτρεψαν, προσωρινά τουλάχιστον, την κατάρρευση των οικονομιών τους.

Όμως, ακριβώς τις ίδιες δυνατότητες είχε η Ελλάδα –ίσως και μεγαλύτερες– όταν μπήκε στην περιπέτεια των συζητήσεων για το Μνημόνιο. Μικρή χώρα μεν, αλλά μ’ ένα γερό χαρτί στα χέρια της. Η δική της καταστροφή θα κλόνιζε συθέμελα την Ευρωζώνη, με επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Επομένως, ο τότε πρωθυπουργός μπορούσε να διαπραγματευτεί μια λογική συμφωνία, με ανεκτό επιτόκιο και με χρονική άνεση, τόσο για την αποπληρωμή των χρεών, όσο και για την εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Δεν το έπραξε, ευένδοτος ων, φοβισμένος και παρωπιδοφόρος. Δέχθηκε αγόγγυστα το τιμωρητικό Μνημόνιο και άνοιξε για τη χώρα μας την πύλη της κολάσεως.

Σήμερα, με την επαναδιαπραγμάτευση, οι συνθήκες έχουν αλλάξει επί τα χείρω. Η Ευρωζώνη έχει λάβει τα μέτρα της, οχυρώνει τις υπόλοιπες ευπαθείς χώρες του Νότου και μπορεί να ρισκάρει με μικρότερες επιπτώσεις την πιθανή αποπομπή ή έξοδο της Ελλάδος από την Ευρωζώνη. Παρά ταύτα, δεν εξέλιπε το περιθώριο και η δυνατότης ουσιαστικής επαναδιαπραγμάτευσης, καθώς το ελληνικό αγκάθι εξακολουθεί να βρίσκεται στο ευρωπαϊκό σώμα και να αποτελεί διαρκή απειλή και μόνιμο έλκος. Φάνηκε προεκλογικά αυτό, όταν οι ιθύνοντες της Ένωσης, σφόδρα ανήσυχοι από τη διαφαινόμενη ετυμηγορία του ελληνικού λαού, προσπάθησαν να αναχαιτίσουν παντί τρόπω τη δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ. Διείδαν τον κίνδυνο μιας ανατρεπτικής ανάφλεξης σε ολόκληρη την Ευρώπη και επιστράτευσαν τα πάντα –απειλές, εκβιασμούς και ωμή τρομοκρατία– για να τον αποσοβήσουν.

Ωστόσο, η εκστρατεία αυτή αποκάλυψε τον ενδόμυχο φόβο τους ότι είναι αδύνατον να παραμείνουν άκαμπτοι και ανελαστικοί, όταν η λαϊκή πλημμυρίδα σπάει το φράγμα του δικού της φόβου και επιδίδει οργισμένη το αίτημα για δραστικές αλλαγές. Και πώς να αμυνθούν, άλλωστε; Τι να προβάλουν; Την… επιτυχία της συνταγής τους, η οποία υποσχόταν έξοδο της Ελλάδος στις αγορές μέσα στο 2011 και ανάκαμψη της οικονομίας; Ή μήπως το γεγονός ότι προέκυψε επιτακτική η ανάγκη για νέο Μνημόνιο με «κούρεμα», χαμηλότερο επιτόκιο και ψιθύρους για νέο «κούρεμα», νέα επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και σκέψεις για νέες αναπροσαρμογές;

Από τη δύσκολη θέση τούς έβγαλε η μη ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και η σαφής διάθεση της νέας κυβέρνησης να κινηθεί πολύ χαμηλότερα από τον πήχυ των προεκλογικών εξαγγελιών. Το έδαφος προετοιμάζεται για να εκληφθεί ως θρίαμβος η παράταση της προσαρμογής και να ηχήσουν οι τρομπέτες των επιτυχών διαπραγματεύσεων, όταν πέραν της παράτασης δοθούν κάποια ψιχία για την ανάπτυξη. Και αυτά υπό προϋποθέσεις, αλλά και την αυστηρή επιτήρηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που ελέγχει εξονυχιστικά τις επιλογές των ελληνικών τραπεζών…

Κι όμως, οι δυνατότητες για ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση υπάρχουν. Το ΔΝΤ εμφανίζεται δεκτικό, σε εμφανή αναντιστοιχία με τη γερμανική ακαμψία. Όπως δήλωσε προσφάτως ο εκπρόσωπός του, το Ταμείο είναι ανοιχτό να συζητήσει προσαρμογές του προγράμματος διάσωσης. Συγκεκριμένα, ο κ. Ράις είπε ότι η αποστολή «θα αξιολογήσει τις τελευταίες οικονομικές εξελίξεις» και κατόπιν θα ακολουθήσει «μια διαπραγματευτική αποστολή, η οποία θα συζητήσει με τις (ελληνικές) Αρχές τις αναγκαίες πολιτικές για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος». («Καθημερινή», 29-6-2012).

Ασφαλώς, δεν είναι εύκολη η επαναδιαπραγμάτευση. Όμως θα καταστεί ανέφικτη και οι προεκλογικές εξαγγελίες θα μείνουν στα χαρτιά αν ο Σαμαράς, ικανοποιημένος από το γέρας της πρωθυπουργίας, συμβιβαστεί πλήρως με την ιδέα του ανέφικτου που φαίνεται να προβάλλει και να εδραιώνεται στη συνείδηση της νέας κυβέρνησης. Ακόμη χειρότερα: αν ο πρωθυπουργός και οι συν αυτώ συνεχίσουν να θεωρούν πληγή τον ΣΥΡΙΖΑ, αντί να αξιοποιήσουν δημιουργικά το «απειλητικόν» της παρουσίας του, είναι βέβαιον οι διαπραγματεύσεις με τους εταίρους θα μείνουν στα ρηχά. Και αργά ή γρήγορα η εσωτερική ανάφλεξη θα καταστεί γεγονός.

Το αστείο είναι ότι ικανό μέρος του συστήματος (διανοούμενοι, γραφιάδες, πανεπιστημιακοί κ.ά.) έχουν ξεχάσει το ολέθριο Μνημόνιο, αδιαφορούν για τη γερμανική ακαμψία και ασχολούνται μονίμως με τον ΣΥΡΙΖΑ! Ένας εξ αυτών έγραψε («Βήμα») ότι επείγει να γίνει… αποσυριζοποίηση του πολιτικού διαλόγου, ενώ σε μόνιμη βάση εκτοξεύονται λοιδορίες και παντός είδους σχετλιασμοί εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα προσωπικώς. Ενδιαφέρον φαινόμενο που συνοδεύεται από γενικότερη δυσανεξία έναντι της ελληνικής κοινωνίας, η οποία έχει αρνηθεί να συμμεριστεί τον δήθεν σώφρονα λόγο των ειδημόνων και των εστέτ. Δηλαδή, την καθηλωτική υποταγή στις νόρμες και τις εντολές… Περί αυτού προσεχώς…


Σχολιάστε εδώ