ΤΑ ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΟΡΤΗΣ…

Ποια ήταν η αιφνίδια αλλά όχι και η αδικαιολόγητη μεταβολή της «πολεμικής» ατμόσφαιρας; Απλούστατα στο ότι ο κόσμος ΒΑΡΕΘΗΚΕ και αυτό το «βαρέθηκε» διαβάστε το έτσι, φωναχτά και με γράμματα μεγάλα, όπως του ταιριάζει.

Και ύστερα από λίγο και αφού το αποτέλεσμα επιβεβαιώθηκε, άρχισε το δεύτερο μέρος του «σόου» των εκλογών, για να μπορέσει έτσι να γελάσει και ο κάθε πικραμένος, με αφορμή τις δηλώσεις που η κάθε μία τους χωριστά δεν χρειάστηκε τη συνδρομή κανενός ευθυμογράφου για να αποκτήσει το δικό της αλάτι. Ήταν αυτογέλαστη από μόνη της.

Και να πιάσουμε πρώτα τον «μεγαλούτσικο» νικητή των εκλογών, τον κ. Σαμαρά, που εκφράζοντας τις ευχαριστίες του στον κόσμο που τον ψήφισε, ξέχασε να πει ότι η αλήθεια ήταν αυτή που δήλωσε ο μεγάλος χαμένος Καρατζαφέρης, δηλαδή ότι «ο φόβος ήταν που νίκησε τον θυμό» και ο κίνδυνος να γυρίσουμε στην αδυναμία της παλιάς δραχμής ήταν το όπλο που του έφερε την προτίμηση για τον σχηματισμό μιας άλλης κυβέρνησης.

Και να πάμε τώρα στον κ. Τσίπρα, που δικαιολογημένα αυτοανακηρύχθηκε κι αυτός «νικητής», κερδίζοντας μια θέση σε απόσταση αναπνοής, κερδίζοντας το επίθετο του «πολιτικού φαινομένου», του ανθρώπου δηλαδή που ερχόμενος κυριολεκτικά από το πουθενά, με ένα «μηδενικό» πολιτικό παρελθόν και με μια ανύπαρκτη αγωνιστική προϊστορία, κατάφερε μόνο με τα λόγια και με μία ομολογουμένως «νεανική» παρουσία να κερδίσει έναν τόσο μεγάλο αριθμό οπαδών, ένας «βοναπαρτισμός» που πρέπει να του το αναγνωρίσουμε.

Τη μεγαλύτερη συμπάθεια δικαιούται να έχει ο Βαγγέλης Βενιζέλος που η υποτιμητική τρίτη θέση τού άλλοτε «ενωμένου δυνατού» ΠΑΣΟΚ δεν οφείλεται τόσο στους δικούς του χειρισμούς, αλλά στις προηγούμενες συμπεριφορές της «ΠΑΣΟΚειάδας» που δυστυχώς έπρεπε να τους έχει μπροστά του και πρώτους-πρώτους στη λίστα των υποψηφίων.

Αυτά, αν όχι και πολλά χειρότερα, για τους υπόλοιπους που με τα μονοψήφια ποσοστά τους θυμίζουν, όπως το ξαναείπαμε, τις «γλάστρες» στο «τσαουσο σόου» του ΑΝΤ-1, που εκεί τουλάχιστον βλέπαμε και κανένα βυζί της προκοπής…

ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΔΕΚΑΝΙΚΙΑ…

Τις ολέθριες συνέπειες της οικονομικής κρίσης ο κινηματογράφος ήταν από τους πρώτους που τις γνώρισε και που δεν ήταν τότε αφορμή ούτε τα Μνημόνια ούτε η διεθνής οικονομική αστάθεια. Τότε δηλαδή που πριν από τρεις και τέσσερις δεκαετίες είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν οι μεγάλοι κεντρικοί κινηματογράφοι, ενώ συγχρόνως είχαν αρχίσει να εξαφανίζονται και οι μεγάλες κινηματογραφικές επιχειρήσεις που έπαιζαν στα χέρια τους το μεγάλο παιχνίδι του κινηματογραφικού χρηματιστηρίου και που η αφορμή του αναγκαστικού λουκέτου δεν ήταν μόνο ο ανταγωνισμός της τηλεόρασης που από τη στιγμή που απέκτησε και την ελληνική φωνή της, έκλεισε τον κόσμο στα σπίτια του, αλλά ότι όλοι εκείνοι οι κινηματογραφικοί «οργανισμοί», αν καθόσουν να ψάξεις τα «περιουσιακά τους», τις θετικές οικονομικές τους δυνάμεις, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από αέρας κοπανιστός. Όπως ήταν οι πασίγνωστες η «Δαμασκηνός Μιχαηλίδης», η «Σκούρας Φιλμς», η «Σάββας Φιλμς», η «Σπέντζος» που όλη τους την ύπαρξη τη χρωστούσαν στα δεσμευτικά συμβόλαια που είχαν με τους κινηματογράφους που έπαιζαν τις ταινίες τους και στα αντίστοιχα συμβόλαια που είχαν με τις ξένες εταιρείες, τις αμερικανικές, που έπαιζαν τις ταινίες τους με προμήθεια έναντι ενός ποσοστού, όπως είναι και η σχέση ενός μεσίτη με έναν ιδιοκτήτη ακινήτου. Όταν λοιπόν κάποια στιγμή οι Αμερικανοί σκέφτηκαν το ζήτημα πιο ψύχραιμα και αυτοδιορίστηκαν με δικές τους αντιπροσωπείες και σαν παράδειγμα η «Δαμασκηνός Μιχαηλίδης», χάνοντας τις ταινίες της «Μέτρο Γκόλντουιν», της «Γουόρνερ», της «Γιουνιβέρσαλ», της «Κολούμπια» και των όσων άλλων, γύρω στις 300 κάθε χρόνο και μη έχοντας με τι να τροφοδοτήσουν τους κινηματογράφους, τους οποίους, περίπου ως «νταβατζήδες» κρατούσαν «δεμένους» στα χέρια τους, τους άφησαν για να γίνουν οι περισσότεροι ξενοδοχεία και στη θέση όλης εκείνης της μεγάλης «μπλόφας» που αποτελούσε κάποτε το εγχώριο «κινηματογραφικό» μας «μεγαλείο» δεν έμειναν παρά στάχτες και αποκαΐδια.

Σήμερα, καινούργια πρόσωπα αποτελούν το κινηματογραφικό μας παρόν, διατηρώντας τους ελάχιστους κινηματογράφους που έχουν απομείνει, προσπαθώντας με άλλου είδους μεθοδεύσεις να συντηρήσουν την κινηματογραφική μας πραγματικότητα. Με μειωμένες τιμές εισιτηρίων, που είναι και η αποτελεσματικότερη λύση, τα «δύο άτομα με το ένα εισιτήριο», την επαναφορά σπουδαίων ταινιών του παρελθόντος που είναι άγνωστες στις καινούργιες γενιές και που είναι ίσως και ικανότερες να εκτιμήσουν ταινίες ποιότητας που δεν αποκλείεται να πέρασαν απαρατήρητες στον καιρό τους.

Μια από τους ηρωικούς συνεχιστές του παραδοσιακού κινηματογράφου είναι και η οικογένεια Στεργιάκη, του «πάτερ φαμίλια» Αντώνη και των δύο γιών του, που συνεχίζουν τη λειτουργία του κινηματογράφου «Άστυ» στην οδό Κοραή, που από θαύμα γλίτωσε την καταστροφή από την επιδρομή των «Αγανακτισμένων», όπως το «Αττικόν» και ο «Απόλλων» της οδού Σταδίου.

Στο «Άστυ» συνεχίζεται και το καλοκαίρι και με άριστες συνθήκες κλιματισμού ένα μικρό αλλά και ουσιαστικό Φεστιβάλ από τους ίδιους τους Στεργιάκηδες, «παθολογικούς» γνώστες της κινηματογραφικής ιστορίας, που το έχουν ονομάσει «Ταινιόραμα, πάμε σινεμά», έχοντας συγκεντρώσει ένα σημαντικό αριθμό ταινιών ποιότητας, που τελειώνει αυτό του μήνα. Έτσι, σαν τελευταίες ως το τέλος Ιουνίου θα παιχθούν η «Βιριδιάνα» και το «Λος Ολβιδάδος» του Λουίς Μπουνουέλ, το «Θεώρημα» του Πιερ Πάολο Παζολίνι, ο «Πολίτης Κέιν» του Όρσον Ουέλες, ο «Αντρέι Ρουμπλιόφ» του Αντρέι Ταρκόφσκι, η «Έκλειψη» του Αντονιόνι, το «Σένσο» του Λουκίνο Βισκόντι και το θρυλικό «Πέρσι στο Μαρίενμπαντ», ταινίες που σπάνια μπορεί κανείς να τις δει και που είναι κρίμα να λείπουν από τις κινηματογραφικές σας γνώσεις… Με ένα τηλεφώνημα στο ταμείο του «Άστυ» μπορείτε να μάθετε περισσότερα…

ΣΥΝΤΟΜΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΙΑΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ ΚΙ ΑΥΤΗ ΣΤΟ ΑΨΕ – ΣΒΗΣΕ….

• ΜΝΗΜΕΣ από «τη ζωή με τον πατέρα»… Παίζεται αυτές τις ημέρες μια παλιά αμερικανική ταινία σε καινούργια καθαρή κόπια, που απορώ πού τη βρήκαν. Πρόκειται για την κωμωδία «Μωρέ κουράγιο» του Φρεντ Νιουμάγερ, με πρωταγωνιστή έναν από τους καλύτερους κωμικούς του αμερικανικού κινηματογράφου, τον Χάρολντ Λόιντ, που σίγουρα κανένας δεν τον ξέρει επειδή σπάνια ή και ποτέ δεν καταχωρήθηκε δίπλα στους αδελφούς Μαρξ και στους Χοντρό και Λιγνό. Όταν η ταινία παίχτηκε, γύρω στο 1933, στον κινηματογράφο «Παλλάς», με τον τίτλο «Σιωπή, το γύρισμα αρχίζει» σημείωσε μια απογοητευτική κίνηση εισιτηρίων, με αποτέλεσμα να την κατεβάσουν άρον-άρον και τον πατέρα μου, τον Κώστα Λαζαρίδη, που είχε τότε την ευθύνη του προγραμματισμού του αριστοκρατικότερου κινηματογράφου της Αθήνας, του «Παλλάς», που έλεγε «…κι όμως να το δείτε που αυτή την ταινία κάποτε θα τη θεωρούν κλασική» και συγγνώμη που το λέω, αλλά συμβαίνει που τότε, πιτσιρικάς ο υποφαινόμενος, την είχα δει και είχα γελάσει με την κρεμάλα του Χάρολντ Λόιντ από τους δείκτες του ρολογιού ενός ουρανοξύστη… Πειράζει που θυμάμαι;

• ΑΚΟΥΓΑ σε μια τηλεοπτική του συνέντευξη τον πάντα αγαπητό μου Γιάννη Βογιατζή, για τον τραγουδιστή λέμε, όχι ότι κι ο άλλος Γιάννης Βογιατζής δεν μου είναι άλλο τόσο αγαπητός, που έλεγε ότι στα νιάτα του τραγουδούσε σε ένα καλοκαιρινό θέατρο που βρισκόταν στο πίσω μέρος του Ζαππείου και που λεγόταν «Στάδιον» των αδελφών Παπασπύρου που έκαναν τα γνωστά παγωτά. Από τα πιο πολυσύχναστα καλοκαιρινά κινηματοθέατρα της Αθήνας και που μια ωραία πρωία, με βασιλική διαταγή, το έκλεισαν και ξέρετε με ποια αιτία; Επειδή το θέατρο «γειτόνευε» με την κρεβατοκάμαρα των ανακτόρων που κοιμόταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος! Κι αυτό μέσα στα «σύντομα» αλλά και ιστορικά ανέκδοτα!


Σχολιάστε εδώ