Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Για να δώσει έμφαση και κύρος στην τέχνη του, αυτοαποκλήθηκε «Βορονώφ των στυλογράφων» και με μια λεπτεπίλεπτη καλλιτεχνική επιγραφή οδηγούσε τους υποψήφιους πελάτες στο υπόγειο άντρο του. Αρκετοί νεότεροι αναγνώστες, δηλαδή έφηβοι… πενηντάρηδες και κάτω, διαβάζοντας το όνομα Βορονώφ, που ενδεχομένως δεν το είχανε ξανακούσει, πιθανόν να πίστευαν πως επρόκειτο για κανέναν ρώσο στρατηγό του τσάρου, θριαμβευτή του Κριμαϊκού Πολέμου, ή για μπολσεβίκο κομισάριο με πλούσια κομματική δράση, υμνηθέντα από το Βλαδιβοστόκ μέχρι τα υπόγεια της στοάς Ορφανίδου, όπου ήτο εγκατεστημένο το εργαστήριο του εγκυκλοπαιδικού τεχνίτη. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ίσχυε. Απλώς, υπήρξε εποχή που σύμπασα η ανθρωπότητα, πολιτισμένη και μη, πρόφερε το όνομα Βορονώφ και τρέχανε τα σάλια της. Διότι ο Βορονώφ ήταν βιολόγος και ύστερα από μια σειρά πειραμάτων μεταμοσχεύσεων περί τα μέσα του περασμένου αιώνος είχε διαδοθεί πως ανακάλυψε τον τρόπο να επανέρχεται η χαμένη μας νεότητα. Κατόπιν τούτου, δεν είχαμε πια ανάγκη την αρωγή κανενός και γράψαμε στα παλιά μας τα παπούτσια τον Μεφιστοφελή, τον Φάουστ και τα μνημόνιά τους.

Αναθάρρησαν κάτι χούφταλα του κερατά και ετοιμάστηκαν να ξεχυθούν ασυγκράτητα στο Ζάππειο να γοητεύσουν νέα ξανθομαλλούσα και, με την ευγενική χορηγία του βιολόγου, να θυμηθούν τα παλιά, έστω κι αν είχαν προχωρημένη απώλεια μνήμης. Μέσα σ’ εκείνη την έξαψη της ήττας των γερατειών, ως πολυμήχανος Έλληνας, ο τεχνιτάκος σκέφτηκε: «Αφού Εκείνος μπορεί και ξανανιώνει ανθρώπους, γιατί να μην ξανανιώνω κι εγώ στυλούς;».

Αυθωρεί και παραχρήμα, αυτοχαρακτηρίσθηκε «Βορονώφ των στυλογράφων» και έπιασε δουλειά στην υπόγα της στοάς Ορφανίδου, όπου στεγάζονταν πολλά και ποικίλα ιδιόμορφα μαγαζιά, κυρίως σαράφικα λόγω του γειτονικού Χρηματιστηρίου, και πολύς ήταν ο κόσμος που τη χρησιμοποιούσε για να κόψει δρόμο. Στο μέσον της υπήρχε ένα ιστορικό κατάστημα επί σχεδόν μισό αιώνα. Ο «Μερακλής» με τις τυρόπιτές του, που δεν μοιάζανε με καμιά άλλη. Ήταν εκείνες με το… τυρί και οι άλλες που είχαν άχνη ζάχαρη για γέμιση. Σέρβιρε ακόμα, ειδικά το καλοκαίρι, μια δικής του συνταγής λεμονάδα, πολύ εύγευστη και δροσιστική. Δεν πρέπει να υπήρξε Αθηναίος ή άλλος περαστικός από την πρωτεύουσα που να μη γεύτηκε αυτά τα προϊόντα και να μην έγινε πιστός πελάτης του «Μερακλή».

Ακριβώς αντίκρυ, μια μεγαλοπρεπής μαρμάρινη σκάλα οδηγούσε στις… κάτω χώρες του κτιρίου, όπου σε μια σούδα ήταν το βασίλειο του Βορονώφ. Με ένα γείσο στο κούτελο, σαν αυτό που φορούσαν οι χαρτοπαίχτες του Φαρ Ουέστ, για να μην τον θαμπώνουν στη λεπτή δουλειά του τα γύρω φώτα και κυρίως με το δικό του πορτατίφ. Ανάμεσα σε λογιών λογιών στυλογράφους που περίμεναν τη σειρά τους, τον έβλεπες σκυμμένο, με ένα σαν οδοντογλυφίδα κατσαβίδι, να προσπαθεί να αναστήσει μια ταλαιπωρημένη πένα, που πολλές φορές, ανάλογα με τον κάτοχό της, συνέβαινε να είναι χρυσή δεκατεσσάρων καρατίων. Και μια και το έφερε η κουβέντα, γείτονάς του ήταν ο Γιούλης Γιαννουκάκης με το τυπογραφείο του. Καθισμένος στο μικρό του γραφειάκι, πίσω από όγκους χαρτιών και χειρογράφων, χαμογελαστός, με ένα πάντα καινούργιο πιπεράτο ανέκδοτο στο στόμα, δεχόταν φίλους και πελάτες. Μακέτες από αφίσες που χρησιμοποιούσαν τα τσιγάρα EGO στόλιζαν τον τοίχο και παρέκει οι κάσες με τα τυπογραφικά στοιχεία, το «μάρμαρο» και το πιεστήριο Victoria. Μόνιμος τυπογράφος, η αξιαγάπητη κυρά του, η κυρία Νίτσα. Βαθιά καλλιεργημένος, με αγάπη στην κλασική μουσική, ευφυολόγος, αριστοκράτης με τα όλα του, ήταν ιδιαίτερη χαρά να έχεις μαζί του νταλαβέρι.

Την ίδια πάνω – κάτω εποχή, τότε που όλα επισκευάζονταν και τίποτα δεν πετιόταν, υπήρχαν πολλοί και διάφοροι μαστόροι, κυρίως για λεπτοδουλειές. Έτσι, στο βάθος της στοάς, όπου το θέατρο «Κεντρικόν» στην πλατεία Κολοκοτρώνη, που δεν υπάρχει πια, υπάρχει όμως πάντα η φερ φορζέ ταμπέλα του στην είσοδο της στοάς, βρισκόταν ένας επισκευαστής αναπτήρων και στο 10 της οδού Λέκκα ένας και μοναδικός ταλαντούχος στην επισκευή φωτογραφικών μηχανών. Και δεν ήταν εύκολη δουλειά η επισκευή τους, ιδίως αν τρύπαγε η φυσούνα που είχαν τότε όλες σχεδόν οι φωτογραφικές μηχανές και απαιτούσε αλλαγή. Έπρεπε να πάρει το κατάλληλο δερμάτινο υλικό και να το κάνει με το χέρι «πλισέ» για να φτιάξει καινούργια φυσούνα, προσέχοντας να μην αλλάξει το «φουαγιέ» και βγαίνουν «φλου» οι φωτογραφίες. Ήταν πραγματικό ταλέντο…

Καθώς ο χρόνος έτρεχε, η ανακάλυψη ξανανιώματος του Βορονώφ αποδείχθηκε άνθρακες ο θησαυρός. Ξαναπέσανε οι γέροι σε κατάθλιψη και περιορίστηκαν στο τίλιο και στις… αναπολήσεις, ενώ ταυτόχρονα αναθάρρησε ο Μεφιστοφελής, που προσέθεσε νέους, βαρύτερους όρους σε όσους προσέφευγαν ζητώντας τη συνδρομή του για να ξαναγίνουν τζόβενα. Το κενό ήρθε να καλύψει ο Μπογκομόλετς, που με έναν θαυματουργό ορό ανέβαζε το προσδόκιμο ζωής του ανθρώπου στα 150 χρόνια, όσο περίπου δηλαδή το προσδόκιμο της «τρόικας» να μας κονέψει… Τη σκυτάλη αργότερα παρέλαβε η ρουμάνα Ασλάν, αλλά πάλι τζίφος. Παρά τις αέναες προσπάθειες της επιστήμης, η επιστροφή στη νεότητα παρέμεινε άπιαστο όνειρο. Μονάχα ο «Βορονώφ των στυλογράφων» πέτυχε με την ανάμνησή του να μας ξαναγυρίσει στο παρελθόν.


Σχολιάστε εδώ