Δημοσκοπήσεις: Διάψευση προφητών

Οι δημοσκόποι είναι σαν τους οικονομολόγους. Μία φορά πέφτουν μέσα και την επιτυχία τους αυτήν την περιφέρουν επί μία δεκαετία τουλάχιστον, κυρίως για να καλύπτουν τις αποτυχημένες προβλέψεις τους, που συνήθως ακολουθούν.

Το τελευταίο διάστημα στη χώρα μας, δηλαδή κατά το μακρύ εκλογικό διάστημα των δύο αναμετρήσεων, ουσιαστικώς καμία εταιρεία δεν μπόρεσε να καταγράψει επακριβώς την τάση του εκλογικού σώματος. Στη δε τελευταία εκλογική αναμέτρηση, το ποιος θα ερχόταν πρώτος δεν ήταν ανάγκη να είσαι δημοσκόπος για να το καταλάβεις – με εξαίρεση βεβαίως δύο συνεργαζόμενες εταιρείες που όχι μόνο έπεσαν έξω, αλλά επέμεναν, σε κλειστές συνομιλίες που είχαν με τους πελάτες τους, ότι τα δικά τους αποτελέσματα θα επιβεβαιώνονταν. Προφανώς στη συγκεκριμένη περίπτωση ίσχυε το αγγλοσαξωνικό wishful thinking, που σε εξαιρετικά ελεύθερη μετάφραση, για να γίνει κατανοητό, σημαίνει «σκέπτομαι και εκφράζω ως αποτέλεσμα αυτό που εύχομαι».

Τελικώς οι πλέον αξιόπιστοι «πολιτικοί προφήτες» αποδείχθηκαν -και είναι- πρώτον το Χρηματιστήριο και δεύτερον τα γραφεία στοιχημάτων. Το πρώτο είχε βγάλει τον νικητή και τις προοπτικές σχηματισμού κυβέρνησης, από περισσότερα του ενός κόμματα, τρεις μέρες πριν από τις εκλογές, μέσω μιας εκρηκτικής ανόδου των τιμών των μετοχών και, μάλιστα, των τραπεζικών, που αποτελούν έναν πολύ καλό πολιτικό και οικονομικό δείκτη.

Τα γραφεία στοιχηματισμού, από την άλλη, εδώ και αρκετές μέρες πριν από τις εκλογές έδιναν πολύ χαμηλές αποδόσεις για το κόμμα που ήλθε πρώτο. Κι έτσι καταλάβαινε κανείς πού θα πάει το πράγμα, χωρίς να χρειάζεται να παρακολουθεί δημοσκοπήσεις, αρχικώς, και διαρροές ερευνών των τάσεων της κοινής γνώμης, αργότερα, όταν υπήρχε η σχετική απαγόρευση.

Τι σημαίνουν όλα αυτά, τελικώς; Ότι είναι άχρηστες οι δημοσκοπήσεις; Και ότι δεν πρέπει να τις παίρνουμε πολύ σοβαρά υπ’ όψιν;

Ιδού η απάντηση. Σε μια γαλλική έρευνα που έγινε την παραμονή των προεδρικών εκλογών στις οποίες είχε αναδειχθεί ο Νικολά Σαρκοζί, με αντικείμενο ακριβώς τις δημοσκοπήσεις, τη χρησιμότητά τους και την ακρίβεια των προβλέψεών τους, προέκυψαν τα εξής ενδιαφέροντα συμπεράσματα:

-Παρατηρείται όλο και περισσότερο σε ολόκληρο τον κόσμο μια φθίνουσα τάση των ατόμων που δέχονται να απαντήσουν. Κατά μέσον όρο σε 125 τηλεφωνικές κλήσεις εταιρείας δημοσκοπήσεων διαπιστώθηκε ότι 99 αρνήθηκαν να απαντήσουν και δέχθηκαν μόνο 12. Αυτό παρατηρείται και στην Ελλάδα.

-Διαπιστώνεται ότι αρκετοί ερωτώμενοι ψεύδονται. Όπως λέει ένας κοινωνιολόγος, όλος ο κόσμος ψεύδεται. Στον προϊστάμενό του, στον εχθρό του, στον φίλο του, στον (στη) σύζυγο ή φίλη του. Λ.χ. στη Γαλλία το 1984 οι ερευνητές εξεπλάγησαν, τελικώς, από τη διεισδυτικότητα του Εθνικού Μετώπου, όταν ανεκάλυψαν ότι οι «λεπενιστές» προτιμούσαν να κρύβουν τη γνώμη τους στις δημοσκοπήσεις.

– Η «αποκατάσταση της αξιοπιστίας» στην οποία προβαίνουν οι δημοσκόποι, μπορεί να οδηγήσει σε λάθη.

Ως γενικό συμπέρασμα της γαλλικής έρευνας προκύπτει ότι:

Πρώτον, το δείγμα των ερωτωμένων είναι μια δύσκολη υπόθεση, ως προς τη σύνθεσή του

Δεύτερον είναι αμφιλεγόμενη πάντα η αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος

Τρίτον η επεξεργασία των στοιχείων, προκειμένου να είναι αξιόπιστη η έρευνα, επιδέχεται αντίλογο. Και

Τέταρτον η χρηματοδότηση των ερευνών δημιουργεί κάποια ζητήματα αξιοπιστίας -κατά τη γαλλική έρευνα- καθώς πολλές φορές οι εντολείς δεν αφήνουν να δημοσιευθούν παρά μόνον τα καλά αποτελέσματα της δημοσκόπησης.

Λούκουλλος


Σχολιάστε εδώ