Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Τώρα που ήρθε πάλιν Ιούνιος και μαζί του το τέλος της σχολικής χρονιάς, σε πολλούς επιζώντες από εμάς, τους προ αμνημονεύτων χρόνων μαθητές, η θύμηση γυρίζει στον γολγοθά των διαγωνισμών, που παρά τα χρόνια που πέρασαν και παρά τις όποιες εξετάσεις αργότερα αντιμετωπίσαμε ως ακαδημαϊκοί πολίτες, η ανάμνηση της αγωνίας μας παρέμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη.
Θες επειδή κάποια μαθήματα που θεωρούσαμε βαρετά και άχρηστα τα είχαμε κρεμάσει στον κόκορα, και που τώρα έπρεπε μέσα σε λίγες ώρες να «φρεσκάρουμε» ό,τι δεν… μάθαμε ολόκληρη χρονιά. Θες επειδή ούτε ο χρόνος μας έφτανε για να επιλέξουμε και να κατασκευάσουμε τα απαραίτητα «σκονάκια» που θα μας ξελάσπωναν, φτάναμε στο σχολείο μουδιασμένοι για ν’ αντιμετωπίσουμε τα «τρία ζητήματα» που υπαγόρευε συνοφρυωμένος ο καθηγητής, από τα οποία οφείλαμε ν’ απαντήσουμε στα δύο, ενώ σκράπες οι περισσότεροι εξ ημών, πελαγοδρομούσαμε και με το… ένα. Ο εξοπλισμός μας για το γράψιμο, που φέρναμε από το σπίτι, ήταν το μελανοδοχείο και ο κονδυλοφόρος με το πενάκι, αφού δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί το μπικ και οι στυλογράφοι ήταν προνόμιο των ελάχιστων πλουσιόπαιδων. Πολλών κατηγοριών και ποιοτήτων στυλό κυκλοφορούσαν στην αγορά και η απόκτησή τους τα χρόνια εκείνα ήταν ένδειξη οικονομικής ευμάρειας, που οι επιδειξιμανείς τοποθετούσαν εμφανώς στο εξωτερικό τσεπάκι του σακακιού και φούσκωναν από καμάρι. Αντίθετα, το άψυχο αυτό αντικείμενο φερόταν με περισσή κακεντρέχεια στον κάτοχό του. Κάθε τόσο η πένα του στράβωνε και γρατζούνιζε το χαρτί. Κάποια εποχή, μάλιστα, κυκλοφόρησαν στυλογράφοι με γυάλινη κυλινδρική πένα που η πολύ εύθραυστη ακίδα γραφής τους έσπαγε με το πρώτο και έπρεπε να πας στον… «Βορονώφ», στο υπόγειο της στοάς Ορφανίδου, να σʼτην αλλάξει. Ειδική διαδικασία απαιτούσε και η… «ανθράκευσή τους» με μελάνι. Βουτούσες την πένα στο μπουκαλάκι και ανασήκωνες δυο-τρεις φορές ένα μεταλλικό έλασμα ενσωματωμένο στο πλάι του σκελετού και αυτό πίεζε στο εσωτερικό του το αποθηκευτικό λαστιχάκι που ρουφούσε μελάνι. Έχοντας ήδη μελανώσει τα δάκτυλά σου, έπρεπε στο τέλος να τινάξεις δυνατά μερικές φορές το στυλό -με ό,τι αυτό σήμαινε- για να φύγει το πλεονάζον μελάνι, αλλιώς κάποια στιγμή θα το ξερνούσε πάνω στα γραφόμενά σου. Καθώς όμως το ένα φέρνει το άλλο, αναπολώντας τα χρόνια που υπήρξαμε και εμείς μαθητές, θυμόμαστε πάντα τους δασκάλους μας που μας εδίδαξαν το «ευ ζην». Ανάμεσα στο πάνθεον των καθηγητών, πρωτεύουσα θέση στις αναμνήσεις μας κατέχει η καθηγήτρια των γαλλικών, η αποκαλουμένη χάριν συντομίας «η γαλλίδα», το ανεξίκακο εκείνο πλάσμα που ο Πανάγαθος το προίκισε με υπομονή μεγαλύτερη του βιβλικού Ιώβ και που η πολιτεία διόρισε για να ψυχαγωγούνται άπαξ της εβδομάδος οι μαθηταί, με τον ψευδεπίγραφο τίτλο «μάθημα γαλλικών».
Πάσχιζε η φουκαριάρα να μας μεταβάλει από «ξύλα απελέκητα σε… Polyglottes». Πασχίζαμε και εμείς πώς θα τη σκάσουμε. Και να τα ρήματα που κλίναμε στραβά και άρχιζε η φτωχή να τα ξανακλίνει σε ρυθμό υπαγορεύσεως. Και να το λεξιλόγιο, και να η dictee, και να ρωτάει ύστερα από εξαντλητική ανάλυση κάποιου θέματος: «Ποιος δεν κατάλαβε;» και να σηκώνει μεμιάς όλη η τάξη το χέρι φωνάζοντας: «Εγώ… Εγώ…» Και άντε πάλιν από την αρχή η ανάλυση, με διακοπές στα ενδιάμεσα με άσχετες ερωτήσεις. Και πού να ξαναβρεί τον ειρμό της όταν τη διέκοπταν; Και όταν ρωτούσε «Πού μείναμε;» οι απαντήσεις έπεφταν βροχή, με φράσεις από άλλα μαθήματα, μέχρι και από την… Ιχνογραφία. Ανάλογα με την «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» που ίσχυε κάθε φορά, με το γυμνάσιο να είναι πότε οκτατάξιο και πότε εξατάξιο, άλλοτε νέου τύπου και άλλοτε παλαιού, στους πιο μικρούς μαθητές μάθαινε και ποιηματάκια με λύκους και αρνιά που ξεμάκρυναν από το κοπάδι πλουτίζοντας έτσι το λεξιλόγιό τους: «Parfois l’agneau / loin du troupeau / reste en arriere…» Στιχάκι που πολιτικοποίησε ο μακαρίτης Ευάγγελος Αβέρωφ, δογματίζοντας πως «αρνί που φεύγει από το μαντρί το τρώει ο λύκος». Το μοναδικό όπλο αμύνης που διέθετε η κακομοίρα για να υποτάξει τα θηρία, ήταν ένας μαύρος χάρακας αποκτηθείς από τον πενιχρό μισθό της «καθότι το κράτος δεν εγκρίνει παρόμοιες σπατάλες», και τον οποίον χάρακα χρησιμοποιούσε χτυπώντας τον με δύναμη στην έδρα για να επιβάλει ησυχία όταν η αταξία υπερέβαινε τα εσκαμμένα. Υπήρχε όμως και κάτι πολύ θετικό στη σκανταλιά των παιδιών. Η όλη συμπεριφορά τους μπορεί να ήταν η χειρίστη, είχε όμως το καλό της: Όξυνε το πνεύμα τους. Τους έκανε εφευρετικούς, επιστράτευαν τη φαντασία τους και επινοούσαν διάφορους τρόπους για να τη σκάσουν. Και είχαν τόση επιτυχία, που πολύ συχνά και η ίδια γελούσε «κάτω από τα μουστάκια της». Αλλά παρά τα πάνδεινα που τράβαγε, ουδέποτε απέβαλε μαθητή ούτε τιμώρησε ποτέ έναν τύραννό της βάζοντάς του «διαγωγή κοσμία» στο ενδεικτικό ή στο απολυτήριό του…
Τα προπολεμικά εκείνα χρόνια, που η Γαλλία ευρίσκετο στο απόγειο της δόξας της, ήταν απαραίτητο να κατέχει τη γλώσσα της κάθε μορφωμένος άνθρωπος. Ειδικά στα κορίτσια, «το πιάνο και τα γαλλικά» ήταν άυλο συμπλήρωμα της προίκας. Εξαίρεση αποτελούσαν οι νέοι που θα στρέφονταν επαγγελματικά στον Κερδώο Ερμή και μάθαιναν αγγλικά, όπως οι μέλλοντες να υπηρετήσουν τη Θέμιδα ή να αφιερωθούν στις θετικές επιστήμες, που σπούδαζαν γερμανικά. Η βασική όμως ξένη γλώσσα παρέμενε η γαλλική.
Πάνω απ’ όλα όμως, εκείνο που μαθαίναμε χωρίς συμβιβασμούς ήταν η σωστή εκμάθηση και ο άψογος χειρισμός της ελληνικής γλώσσας. Της γλώσσας μας…
ΥΓ.: Στο δημοσίευμα της περασμένης εβδομάδας για την αφαίρεση της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη, παραλείψαμε από βιασύνη κατά τη δακτυλογράφηση του κειμένου τα ονόματα του Μανώλη Γλέζου και του αείμνηστου Λάκη Σάντα, πρωταγωνιστών της ηρωικής πράξεως, της μοναδικής που συνέβη σε κατεχόμενη χώρα.
Η στήλη εκφράζει τη λύπη της και ζητά ταπεινά συγγνώμη.