Τουρκία: «Περιφερειάρχης» περιοχής;
Είναι αλήθεια ότι η Άγκυρα στη φάση αυτή αισθάνεται ενισχυμένη. Με την ανοχή και άλλων δυνάμεων, που μέχρι το πρόσφατο ακόμα παρελθόν ασκούσαν ρόλους στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, η Άγκυρα προσπαθεί να προβάλει την ιδιότητα της περιφερειακής δύναμης, εκμεταλλευόμενη τη χρονική αυτή συγκυρία, κατά την οποία αντιλαμβάνεται ότι οι μετοχές της είναι ανεβασμένες.
Ο τούρκος πρωθυπουργός Τ. Ερντογάν εμφανίζεται δημοσκοπικά ενισχυμένος στην περιοχή, όπου το τουρκικό μοντέλο του πολιτικού Ισλάμ εμφανίζεται θελκτικό για πολλούς Άραβες.
Επιπλέον, η Τουρκία τη στιγμή αυτή θεωρείται από τους Αμερικανούς αλλά και άλλους «πολύτιμος σύμμαχος». Η τουρκική συγκατάθεση για την εγκατάσταση στη Μαλάτεια της γνωστής αντιπυραυλικής ασπίδας ασφαλώς ευνοεί τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ αλλά και το ΝΑΤΟ.
Επιπλέον, η γεωστρατηγική της θέση έχει ιδιάζουσα σημασία, όχι μόνο για τους γνωστούς λόγους (δεσπόζουσα θέση λόγω Στενών), αλλά και λόγω της άμεσης γειτνίασής της με πολλά θερμά, ιδιαίτερα τη χρονική αυτή στιγμή, σημεία της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής στην οποία ανήκει. Τέτοια σημεία είναι το Ιράν, το Ιράκ, η Συρία, η Κεντρική Ασία, ο Καύκασος.
Επωφελούμενη της κατάστασης που διαμορφώνεται στην περιοχή λόγω της μη ενεργού, όπως στο παρελθόν, ανάμειξης άλλων δυνάμεων στα εκεί διαδραματιζόμενα, η τουρκική διπλωματία επιδιώκει να πληρώσει το δημιουργόμενο έτσι κενό αναλαμβάνοντας ρόλους, χωρίς να προκαλεί αντιδράσεις από τρίτες χώρες.
Το κρίσιμο όμως ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο η Τουρκία θα μπορέσει να εδραιώσει μακροπρόθεσμα την παρουσία και την επιδιωκόμενη επιρροή της στον μεσανατολικό χώρο.
Η απάντηση, νομίζουμε, δεν είναι δύσκολη. Και εξηγούμε γιατί.
Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά για την Άγκυρα. Ας πάρουμε τις σχέσεις της με τον αμέσως γειτνιάζοντα με αυτήν χώρο. Η πολιτική των «μηδέν προβλημάτων» με τους γείτονες, που τόσο προβλήθηκε, μέρα με τη μέρα αυτοαναιρείται.
Με τη Συρία, μετά την ομαλοποίηση που επήλθε τα τελευταία χρόνια, οι σχέσεις της πλέον επανήλθαν στο προηγούμενο καθεστώς έντασης. Τυχόν δε πτώση του καθεστώτος Ασάντ θα έχει συνέπεια τον περιορισμό του ρόλου της Τεχεράνης, αφού η τελευταία θα χάσει τον σταθερό της σύμμαχο στην περιοχή, δηλαδή τη Δαμασκό. Στην περίπτωση όμως αυτή, αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι μπορεί να επωφεληθεί η Τουρκία, θα απαιτηθούν πολλοί λεπτοί χειρισμοί εκ μέρους της Άγκυρας, αφού υπάρχουσες ισορροπίες και συσχετισμοί στην περιοχή υπάρχει κίνδυνος να ανατραπούν.
Με το Ισραήλ, έπειτα από μακροχρόνια αγαστή συνεργασία, οι σχέσεις των δύο χωρών έχουν εισέλθει σε περίοδο έντονης ψυχρότητας, μετά μάλιστα τα γεγονότα του «Μαβί Μαρμαρά», τον Μάιο του 2010, όταν οι ισραηλινές δυνάμεις επιτέθηκαν, με θύματα εννέα τούρκους ακτιβιστές, σε νηοπομπή του κινήματος Free Gaza, που είχε σκοπό να σπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό, μεταφέροντας ανθρωπιστική βοήθεια για τους Παλαιστινίους της Λωρίδας της Γάζας.
Με την Αρμενία, παρά την προσέγγιση που επιχειρήθηκε, οι σχέσεις των δύο κρατών παραμένουν τεταμένες λόγω του θέματος της αρμενικής γενοκτονίας.
Με το Ιράν οι σχέσεις της έχουν υποβαθμιστεί, αφού είναι πλέον εμφανές το κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας που έχει εγκατασταθεί ανάμεσα στις δύο χώρες, μέχρι πρόσφατα ακόμη φίλες. Η ανάπτυξη, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, των ραντάρ της αντιπυραυλικής ασπίδας του ΝΑΤΟ στη Μαλάτεια της Ανατολικής Τουρκίας προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Τεχεράνης, που θεωρεί ότι με τη στάση της αυτή η Άγκυρα υποστηρίζει τα σχέδια της Ουάσινγκτον για διεθνή απομόνωση του Ιράν.
Αν τώρα συνυπολογίσουμε και έναν άλλο παράγοντα που μπορεί να προκαλέσει απρόβλεπτες εξελίξεις, τον κουρδικό, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς γιατί η τόσο προβαλλόμενη επανεμφάνιση της «δυναμικής» Τουρκίας στον ευρύτερο γεωγραφικό της περίγυρο δύσκολα θα μπορέσει να επιφέρει τα επιθυμητά για την Άγκυρα αποτελέσματα, ούτε και αποκομιδή, σε πιο μακροπρόθεσμη βάση, σημαντικού πολιτικού οφέλους γιʼ αυτή.
Για τους παραπάνω λοιπόν λόγους θεωρούμε ότι η προσπάθεια ανάληψης ηγετικού ρόλου στην ευρύτερη περιοχή από την Τουρκία αποτελεί εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα για την τουρκική διπλωματία. Εγχείρημα μάλιστα που καθίσταται ακόμη δυσκολότερο αν ληφθεί υπόψη και μια άλλη, ιστορικής υφής μεν, αλλά έντονης συναισθηματικής χροιάς, παράμετρος: στη συλλογική μνήμη των λαών της περιοχής είναι βαθιά χαραγμένη η μακροχρόνια οθωμανική κατοχή, που δεν θα πάψει να προκαλεί αρνητικούς συνειρμούς.
Μπορεί τη στιγμή αυτή τα δημοσκοπικά χαρακτηριστικά να ευνοούν την Τουρκία και τον κ. Ερντογάν. Δεν είναι όμως αρκετά για να κάνουν τους λαούς να ξεχάσουν. Γιατί οι λαοί της περιοχής μπορούν να συγχωρούν, αλλά ποτέ δεν ξεχνούν.