Η Ελλάδα στον κόσμο μετά την κρίση
Η Νέα Δημοκρατία έχει θέσει στην κρίση του ελληνικού λαού το πρόγραμμά της, με δύο βασικούς άξονες. Τη λήψη μέτρων αμέσως για την ανακούφιση των ευπαθών κοινωνικών στρωμάτων, χαμηλόμισθων και χαμηλοσυνταξιούχων, και την παράλληλη λήψη αναπτυξιακών μέτρων, ώστε να επανέλθουν η ρευστότητα και η ανάπτυξη, για να χτυπηθεί το ταχύτερο δυνατόν η ύφεση, που είναι η αιτία όλων των δεινών.
Παράλληλα, καλούμεθα να αναβαθμίσουμε την εξωτερική πολιτική και τη διεθνή παρουσία της χώρας μας.
Όχι μόνο να προασπίσουμε τα εθνικά μας δίκαια και να διαφυλάξουμε τις «κόκκινες γραμμές», κάτι αυτονόητο, αλλά και να προωθήσουμε αποτελεσματικά μια εξωτερική πολιτική που να αποσκοπεί στα μεγαλύτερα δυνατά πολιτικά και οικονομικά οφέλη, με γνώμονα, πάντοτε, το εθνικό μας συμφέρον. Ένα νέο στρατηγικό δόγμα με ορίζοντα το 2021, χρονιά ορόσημο για τον Ελληνισμό, διακόσια χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση.
Η Ελλάδα έχει ανάγκη από μια νέα διεθνή παρουσία. Έχει ανάγκη να αποκαταστήσει τη διεθνή της αξιοπιστία και το κύρος της. Μόνον έτσι μπορεί να διαπραγματεύεται αποτελεσματικά σε όλα τα επίπεδα, αλλά κυρίως διαμέσου της διεθνούς διπλωματίας να συμβάλλει σε μία νέα ενισχυμένη παγκόσμια παρουσία της χώρας. Μια πολύπλευρη και σύγχρονη εξωτερική πολιτική, που θα φέρει επενδύσεις και τουρισμό, θα προσφέρει πολιτισμό, θα αποφέρει νέες πηγές πλούτου, με τη στρατηγική τοποθέτηση της χώρας μας στον υπό διαμόρφωση ενεργειακό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου.
Στην εξωτερική πολιτική υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένες βασικές παραδοχές. Η Ελλάδα πρέπει να βρει αμοιβαία αποδεκτές, νόμιμες, δίκαιες και βιώσιμες λύσεις σε όλα τα προβλήματα και ζητήματα με άλλες χώρες.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν παγώσει. Οι διερευνητικές επαφές ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, έχουν ατονήσει.
Είναι πολύ πιθανό να τεθεί σύντομα θέμα προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη, κάτι που προϋποθέτει την υπογραφή συνυποσχετικού ανάμεσα στις δύο χώρες.
Μια εξέλιξη ιδιαίτερα κρίσιμη, διότι αφορά την επαναοριοθέτηση των εθνικών χωρικών μας υδάτων, του εύρους του εναέριου χώρου. Αφορά επίσης, εμμέσως πλην σαφώς, και το θέμα της οριοθέτησης της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, που επικαλύπτει πλέον και την υφαλοκρηπίδα, με βάση τη Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας του Μοντέγκο Μπέι. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε τον υποθαλάσσιο ενεργειακό μας πλούτο και να δημιουργήσουμε νέες προοπτικές για τον λαό μας.
Προϋπόθεση όμως για όλα είναι η Τουρκία να αποσύρει το casus belli. Δεν είναι λογικό να διαπραγματευόμαστε και να συζητάμε κάτω από διατυπωμένη απειλή πολέμου. Μια απόφαση της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης του 1995, η οποία πρέπει να ακυρωθεί αμέσως από το ίδιο το τουρκικό Κοινοβούλιο.
Αναφορικά με το θέμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θεωρούμε ότι η επίκληση, από τουρκικής πλευράς, ζητημάτων «αμοιβαιότητας» και «αναλογικότητας», μεταξύ του Οικουμενικού Πατριάρχη και του μουφτή της Ξάνθης, είναι νομικά αστήρικτη και ιστορικά αυθαίρετη. Δεν μπορεί να υπάρχει σύγκριση μεταξύ ενός θρησκευτικού ηγέτη μιας ελληνικής μουσουλμανικής μειονότητας, όπως με κατηγορηματικότητα και σαφήνεια προβλέπει η Συνθήκη της Λωζάννης, και ενός Οικουμενικού Πατριάρχη όλων των ορθόδοξων χριστιανών του κόσμου.
Από τον επόμενο μήνα η Κύπρος αναλαμβάνει την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλοι προσβλέπαμε ότι η κυπριακή Προεδρία θα αποτελούσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την επανένωση του νησιού. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι η λύση θα είναι πάντα σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο, τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, μέσα στο πλαίσιο της μεσολάβησης του ΟΗΕ.
Αυτό προφανώς δεν επετεύχθη. Το Κυπριακό βρίσκεται και πάλι στα συρτάρια του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ. Πρέπει η νέα ελληνική κυβέρνηση να συμβάλει αμέσως στην επίλυση του ζητήματος, στεκόμενη στο πλευρό των Κυπρίων, και να βοηθήσει προς την κατεύθυνση μιας νόμιμης, δίκαιης και βιώσιμης λύσης. Το Κυπριακό είναι το κλειδί για την επίλυση των ελληνοτουρκικών σχέσεων αλλά και για την εξέλιξη των σχέσεων Τουρκίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Τουρκία, το τελευταίο διάστημα, τηρεί μία αμφίσημη στάση απέναντι στον στόχο της πλήρους ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παράλληλα, έχει αυτοαναγορευθεί σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη, που εφαρμόζει, όπως ισχυρίζεται, πολιτική μηδενικών προβλημάτων. Αποδεικνύεται, δυστυχώς, μία πολιτική πολλαπλών και δυσεπίλυτων προβλημάτων στην πράξη.
Η νέα Τουρκία που οραματίζεται ο φίλος μου Ταγίπ Ερντογάν σίγουρα δεν μπορεί να είναι η Τουρκία της αμετροέπειας και της αλαζονείας.
Σε ό,τι αφορά τα Σκόπια, η θέση μας είναι σταθερή και διαχρονική. Μια θέση που έχει υιοθετηθεί απʼ όλα σχεδόν τα κόμματα, με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας σε μία νέα ονομασία των Σκοπίων, erga omnes. Δηλαδή, η θέση που υιοθετήθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και έγινε δεκτή κατά τη συνάντηση του Βουκουρεστίου, στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας. Θέση που επαναβεβαιώθηκε στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Σικάγο.
Τα Σκόπια δεν θα ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, πριν λυθεί το θέμα της ονομασίας. Για το ζήτημα αυτό και ο τότε συνάδελφός μου, υπουργός Εξωτερικών, Σταύρος Δήμας, όπως και εγώ, με την ιδιότητα του υπουργού Εθνικής Άμυνας, ειδικότερα κατά την επίσημη επίσκεψή μου στις ΗΠΑ, εργαστήκαμε εντατικά και μεθοδικά, ο καθένας από την πλευρά του, για την επίτευξη του εθνικού αυτού στόχου.
Όσον αφορά τη Μέση Ανατολή, θεωρούμε ότι η λύση είναι η αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους, με την παράλληλη εξασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας των δύο χωρών, που προϋποθέτει, βέβαια, τη βιωσιμότητα του Ισραήλ ως ανεξάρτητου κράτους.
Η Ελλάδα πρέπει να προστατεύσει ως «κόρη οφθαλμού» την παραδοσιακή, αντικειμενική και δίκαιη προσέγγιση απέναντι στο Μεσανατολικό. Στηρίζουμε δε, στο πλαίσιο αυτό, την προσέγγιση με το Ισραήλ, ως στρατηγικού χαρακτήρα πολυεπίπεδη εταιρική σχέση με τη χώρα μας.
Στη Μέση Ανατολή, βρισκόμαστε στο πλευρό μαζί με ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα στον αγώνα των λαών της περιοχής για δημοκρατία, αξιοπρέπεια, ανθρώπινα δικαιώματα και σταθερότητα. Αυτός είναι μονόδρομος για την ελληνική εξωτερική πολιτική και αφορά όλες τις χώρες της περιοχής και βέβαια τη Συρία, όπου τα πράγματα εκεί έχουν φθάσει πλέον σε αδιέξοδο.
Ζωτικής σημασίας για την εθνική οικονομία είναι το θέμα της ομαλής τροφοδότησης της χώρας με πετρέλαιο.
Οι κυρώσεις της Ευρώπης εναντίον του Ιράν μάς ανάγκασαν να αναζητήσουμε νέες βιώσιμες και οικονομικά αποδεκτές λύσεις. Θέμα που επίσης ήταν αντικείμενο συζήτησής μου με τον Λίον Πανέτα στην Ουάσινγκτον.
Θεωρώ αναγκαίο να επισημάνω, τέλος, ότι η Ελλάδα μπορεί και οφείλει να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές της και να αναπτύξει μια νέα εξωτερική πολιτική, διευρύνοντας τα γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά ερείσματά της.
Με άνοιγμα στις αναδυόμενες δυνάμεις της παγκόσμιας οικονομίας, με την οικονομική, αναπτυξιακή, πολιτιστική και αμυντική διπλωματία στο προσκήνιο.
Η σημερινή κρίση, οικονομική, κοινωνική και πολιτική, επιβάλλει την αξιοποίηση όλων των δυνάμεων, των ικανοτήτων και των δεξιοτήτων που διαθέτει η ελληνική διπλωματία για την επανάκτηση και την ισχυροποίηση των γεωπολιτικών δυνατοτήτων της χώρας μας.
Με ενεργοποίηση όλων των δυνάμεων του παγκόσμιου Ελληνισμού.
Με σχέδιο, με στρατηγική, με τόλμη και αποφασιστικότητα.
Με εξωστρέφεια και καινοτόμες πρωτοβουλίες μπορούμε να ενισχύσουμε και να επιβάλουμε τη νέα θέση της Ελλάδας στον κόσμο, ένα διαχρονικό όραμα του Ελληνισμού.