Έντρομοι οι Γερμανοί από το κόστος του Grexit !

Μια επικίνδυνη αντίστροφη μέτρηση για αποφάσεις που θα προκαλούσαν παγκόσμιο σεισμό άρχισαν αυτήν την εβδομάδα οι γερμανοί κεντρικοί τραπεζίτες, την ώρα που η πολιτική της Άνγκελα Μέρκελ απομονώνεται όχι μόνο στο ευρωπαϊκό πλαίσιο αλλά και στο εσωτερικό της Γερμανίας. Η πραγματικότητα ανατρέπει όλους τους σχεδιασμούς του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για έναν ελεγχόμενο ακρωτηριασμό της Ευρωζώνης, καθώς το κόστος του Grexit προδιαγράφεται απαγορευτικό για τη Γερμανία. Πλέον όλη η Ευρώπη αναζητεί φόρμουλα συμβιβασμού με την Αθήνα, με μοναδικό απαράβατο όρο την αποφυγή μονομερούς καταγγελίας της δανειακής σύμβασης.

Το ζήτημα της δανειακής σύμβασης και του τρόπου με τον οποίο θα τη διαχειρισθεί όποια επόμενη κυβέρνηση της Ελλάδας είναι μεν στο επίκεντρο του ελληνικού ζητήματος, καθώς οι Ευρωπαίοι προειδοποιούν -χωρίς να μπλοφάρουν- ότι η μονομερής καταγγελία της από την Ελλάδα θα άνοιγε την πόρτα εξόδου από το ευρώ, είναι όμως και ένα πρόβλημα που δεν έχει παρουσιασθεί στην κοινή γνώμη στις πραγματικές του διαστάσεις:

Η επόμενη ελληνική κυβέρνηση, ακόμη κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την πρωτοβουλία για τον σχηματισμό της, δεν μπορεί τυπικά να προχωρήσει σε μονομερή καταγγελία της δανειακής σύμβασης, με διεθνείς νομικές συνέπειες, αν δεν εγκριθεί αυτή η πράξη με αυξημένη πλειοψηφία από τη Βουλή (δύο τρίτων, δηλαδή τουλάχιστον 180 ψήφων), δεδομένου ότι έχει εγκριθεί με αυξημένη πλειοψηφία από την προηγούμενη Βουλή. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο κύριος λόγος σχηματισμού της κυβέρνησης Παπαδήμου αλλά και ο λόγος που είχε υποχρεώσει την κυβέρνηση Παπανδρέου να μη φέρει στη Βουλή την πρώτη δανειακή σύμβαση, αφού δεν είχε τα «κουκιά» για να την περάσει με αυξημένη πλειοψηφία.

Έτσι, ζήτημα καταγγελίας της σύμβασης, με τη νομική σημασία του όρου, δύσκολα μπορεί να τεθεί, εκτός εάν στην επόμενη Βουλή σχηματισθεί ένα πανίσχυρο «αντιμνημονιακό» μπλοκ με περισσότερους από 180 βουλευτές – δεν είναι τυχαίο ότι στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ κάνουν λόγο πλέον για «πολιτική καταγγελία» της σύμβασης. Στη χειρότερη, λοιπόν, για τους Ευρωπαίους περίπτωση, η επόμενη κυβέρνηση θα μπορούσε μονομερώς να καταργήσει ή να αλλάξει εφαρμοστικούς νόμους του Μνημονίου. Αυτό, όμως, δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη σε πλήρη διακοπή της χρηματοδότησης της Ελλάδας, που θα οδηγούσε σε πιστωτικό γεγονός. Αντιθέτως, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας άφησε σαφώς να εννοηθεί την Παρασκευή ότι για τη Γερμανία αποτελεί κύρια προτεραιότητα η συνέχιση της εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους.

Έτσι, το πιθανότερο σενάριο, σε περίπτωση αντιπαράθεσης της επόμενης κυβέρνησης με την «τρόικα», είναι ότι θα παρακρατούνται οι δόσεις του δανείου που προορίζονται για κάλυψη ελλειμμάτων (όπως τα 4 δισ. που θα ελάμβανε η Ελλάδα τον Ιούνιο και το 1 δισ. που ήδη παρακρατήθηκε από τη δόση του Μαΐου), αλλά θα εκταμιεύονται οι δόσεις για την εξυπηρέτηση του χρέους, στις οποίες δεν θα μπορεί να «βάλει χέρι» η κυβέρνηση, αφού θα πηγαίνουν απευθείας στους πιστωτές μέσω του ειδικού λογαριασμού που έχει ανοίξει στην Τράπεζα της Ελλάδος. Όλα αυτά σημαίνουν ότι είναι ψευδής η εντύπωση που επιχειρείται να δημιουργηθεί από ορισμένους, σύμφωνα με την οποία αμέσως μετά τις εκλογές μια «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση θα καταγγείλει μονομερώς τη δανειακή σύμβαση και η χώρα εντός ολίγων εικοσιτετραώρων θα οδηγηθεί σε άτακτη χρεοκοπία και υποχρεωτική επιστροφή στη δραχμή. Στην πραγματικότητα, μετά τις εκλογές και ανεξαρτήτως αποτελέσματος, θα υπάρχει ένα «παράθυρο ευκαιρίας» για μια συμβιβαστική λύση στο ελληνικό πρόβλημα, όποιο κι αν είναι το εκλογικό αποτέλεσμα, αρκεί βεβαίως να σχηματισθεί κυβέρνηση και να μην οδηγηθεί η χώρα στην καταστροφική περιπέτεια μιας τρίτης κατά σειρά εκλογικής αναμέτρησης.

Η προειδοποίηση της Μπούντεσμπανκ

Στέλεχος μεγάλης βορειοευρωπαϊκής τράπεζας, που παρακολουθεί με σχετική ψυχραιμία τις εξελίξεις, ανέφερε στο «Π» πως, ό,τι κι αν λέγεται για σενάρια διαχείρισης της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, στην πραγματικότητα η Ευρώπη είναι εντελώς ανέτοιμη να διαχειρισθεί τις συνέπειες του Grexit.

«Στη Γερμανία παρακολουθούν με τρόμο την εξέλιξη της ελληνικής κρίσης», έλεγε χαρακτηριστικά. Μάλιστα, ειδικά για τη γερμανική πολιτική ηγεσία το πρόβλημα μπορεί να αποδειχθεί «εκρηκτικό», όπως φάνηκε τις τελευταίες ημέρες, καθώς θα βρεθεί μπροστά σε πολύ δύσκολες αποφάσεις, με τεράστιες πολιτικές και οικονομικές συνέπειες:

• Η γερμανική κεντρική τράπεζα, η περιβόητη Μπούντεσμπανκ, άρχισε ουσιαστικά αυτήν την εβδομάδα μια επικίνδυνη αντίστροφη μέτρηση: Ανέφερε στη μηνιαία της έκθεση ότι η χρηματοδότηση της Ελλάδας από το Ευρωσύστημα (το δίκτυο των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών) δεν μπορεί να αυξηθεί πέρα από το όριο των χρηματοδοτήσεων που ήδη έχουν εγκριθεί, καθώς θα αυξηθεί υπέρμετρα ο κίνδυνος για τις κεντρικές τράπεζες (όπως η ίδια η Μπούντεσμπανκ), που καλύπτουν από τα πλεονάσματά τους τις εκροές καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες.

• Η ΕΚΤ έχει επιτρέψει στην Τράπεζα της Ελλάδος να διαθέσει, μέσω του δικού της μηχανισμού έκτακτης στήριξης των τραπεζών, μέχρι 100 δισ. ευρώ και η Μπούντεσμπανκ προειδοποίησε ότι, αν αυτό το όριο ξεπερασθεί, θα πρέπει να αποφασίσουν οι κυβερνήσεις και τα εθνικά Κοινοβούλια (και όχι οι κεντρικοί τραπεζίτες) αν θα δοθούν νέες χρηματοδοτήσεις για κάλυψη τυχόν πρόσθετων εκροών από τις ελληνικές τράπεζες. «Υπό το φως της σημερινής κατάστασης», ανέφερε η Μπούντεσμπανκ, «το Ευρωσύστημα δεν θα πρέπει να αυξήσει σημαντικά αυτόν τον κίνδυνο (σ.σ.: δανεισμού της Ελλάδας).

Αντίθετα, τα Κοινοβούλια και οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών θα πρέπει να αποφασίσουν για τον τρόπο με τον οποίο θα παρασχεθεί πρόσθετη οικονομική ενίσχυση και, συνεπώς, για το αν θα πρέπει να αναληφθούν (σ.σ.: από το Ευρωσύστημα) τα ρίσκα που συνδέονται με αυτήν τη χρηματοδότηση».

• Ουσιαστικά, η Μπούντεσμπανκ θέτει με τον τρόπο αυτό την κυβέρνηση της Μέρκελ και τις άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μπροστά στις αποφάσεις που ίσως χρειασθεί να λάβουν πολύ σύντομα και θα έχουν τεράστιες συνέπειες για τη σταθερότητα του οικοδομήματος της Ευρωζώνης:

Οι πολιτικοί θα κληθούν να αποφασίσουν, λένε οι τραπεζίτες, αν θα «τραβήξουν την πρίζα» από ένα τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης, ανοίγοντας τον δρόμο για υποχρεωτική έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ.

Σε ένα σενάριο «αναμέτρησης» της επόμενης ελληνικής κυβέρνησης με την «τρόικα», όπου θα εντείνονταν οι εκροές καταθέσεων, η ώρα αυτής της απόφασης θα μπορούσε να έλθει πολύ γρήγορα, καθώς το όριο χρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα δεν «αντέχει» μεγάλες και παρατεταμένες εκροές. Η καγκελάριος Μέρκελ, όπως και οι άλλοι ηγέτες της Ευρώπης, θα ήθελαν πάση θυσία να αποφύγουν να βρεθούν μπροστά σε μια τόσο δύσκολη απόφαση, που θα προκαλούσε «θύελλα» στο διεθνές οικονομικό σύστημα.

«Τσουχτερός» λογαριασμός

Εξάλλου, το κόστος διαχείρισης της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ φαίνεται πλέον ότι θα είναι για τη Γερμανία δυσβάστακτο: Όλοι οι αναλυτές συμφωνούν ότι θα χρειασθεί μια πανευρωπαϊκή εγγύηση στις τραπεζικές καταθέσεις, που συνεπάγεται τεράστια βάρη κυρίως για τη Γερμανία, αλλά και άμεση ενίσχυση τραπεζών με μεγάλα «πακέτα» από τον μηχανισμό στήριξης, καθώς χωρίς αυτές τις κεφαλαιακές ενισχύσεις ευάλωτα τραπεζικά συστήματα, όπως το ιταλικό και το ισπανικό, πιθανότατα θα φθάσουν στο σημείο στο οποίο βρέθηκαν οι ελληνικές τράπεζες:

Έχοντας ασθενή κεφαλαιακή βάση, θα είναι πολύ αμφίβολο αν θα μπορεί να τα υποστηρίζει με ρευστότητα η ΕΚΤ. Έτσι, το κόστος διαχείρισης των επιπτώσεων της τραπεζικής κρίσης, που θα έλθει ως συνέπεια εξόδου της Ελλάδας, μεταφράζεται ίσως και σε ποσά τρισεκατομμυρίων ευρώ εμφανών και «αφανών» υποχρεώσεων (εγγυήσεων), που θα καταλήξουν σε μεγάλο βαθμό στις πλάτες των γερμανών φορολογουμένων, προκαλώντας ίσως και πολιτική κρίση στη Γερμανία.

Ο φόβος του κόστους φαίνεται ότι αλλάζει τις προτεραιότητες και στο εσωτερικό της Γερμανίας. Η Μέρκελ απέρριψε την ιδέα των ευρωομολόγων στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής, αλλά τις αμέσως επόμενες ημέρες η ιδέα επανήλθε με ορμή στη δημόσια συζήτηση: Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι είπαν στη γερμανίδα καγκελάριο ότι δεν θα υπερψηφίσουν το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, που χρειάζεται αυξημένη πλειοψηφία για να περάσει από τη Βουλή, αν δεν εξετασθεί πρώτα η πρόταση των πέντε γερμανών «σοφών» οικονομικών συμβούλων του Βερολίνου για ένα ειδικό Ταμείο Εξαγοράς Χρέους. Η πρόταση αυτή αποτελεί παραλλαγή της πρότασης για τα ευρωομόλογα: Ένα ειδικό ευρωπαϊκό ταμείο, με τραπεζική άδεια και με εγγύηση τα αποθέματα χρυσού όλων των χωρών της Ευρωζώνης, θα αναλάβει να αντικαταστήσει το χρέος όλων των χωρών (το τμήμα πάνω από το 60% του ΑΕΠ) με νέο, χαμηλότοκο χρέος, 25ετούς διάρκειας. Η πρόταση αυτή θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης των οικονομιών της περιφέρειας, ταυτόχρονα όμως θα «δέσει» όλες τις χώρες στο ευρώ, μέσω της δέσμευσης των εθνικών αποθεμάτων χρυσού.


Σχολιάστε εδώ