ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ
Το ερώτημα αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο της επαναληπτικής εκλογικής αντιπαραθέσεως. Η πλευρά που είναι δεσμευμένη με τα Μνημόνια θεωρεί ότι τα τελευταία υπεγράφησαν ακριβώς ως αναγκαιότητα για ν’ αποφευχθεί η χρεοκοπία της χώρας και να διασφαλισθεί η παραμονή της στο ευρώ.
Στο πνεύμα αυτό, προβάλλει ως μονόδρομο την εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεων, αφήνοντας ανοικτή την πόρτα σε διαπραγματεύσεις για την επίτευξη όσων αλλαγών είναι δυνατόν με τη συναίνεση των εταίρων.
Η άλλη πλευρά υποδεικνύει τις καταστροφικές συνέπειες από την εφαρμογή της πολιτικής των Μνημονίων και τους κινδύνους που προκύπτουν από τη συνέχιση της εφαρμογής τους. Επικαλείται επίσης την αλλαγή του κλίματος που συντελείται στην Ευρώπη υπέρ αναπτυξιακών πολιτικών και αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο μονομερών κινήσεων, εάν δεν υπάρξει ανταπόκριση για συναινετική αναίρεση του Μνημονίου.
Η ΤΑΥΤΙΣΗ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ ΚΑΙ ΕΥΡΩ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ
Η Ελλάδα συμμετείχε στην Ευρωζώνη και πριν από το Μνημόνιο. Εφόσον μπορούσε στο παρελθόν, μπορεί να συμμετέχει και στο μέλλον. Το Μνημόνιο συνδέεται με τον κίνδυνο χρεοκοπίας που προέκυψε μετά τους χειρισμούς των δύο τελευταίων ετών. Η κατάληξη αυτή δεν ήταν αναπόφευκτη, παρά τα δομικά προβλήματα που υπάρχουν στο εσωτερικό και στο Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η συνταγή που προσφέρθηκε, μέσα από την πολιτική των Μνημονίων, για την αντιμετώπισή τους δεν ήταν ούτε η ενδεδειγμένη ούτε ανυστερόβουλη. Δεν ήταν επίσης ισοβαρής σε σχέση με τα εσωτερικά προβλήματα και εκείνα που εκπηγάζουν από το Ευρωπαϊκό επίπεδο, τον τρόπο δηλαδή λειτουργίας του Ευρώ και τη σημερινή πορεία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που ταυτίζεται, δυστυχώς, με την παγκοσμιοποίηση. Εκφράζει την ιδεολογία και την πρακτική ενός ακραίου νεοφιλελευθερισμού και την αρπακτικότητα ενός ασύδοτου διεθνούς χρηματιστικού συστήματος. Το τελευταίο αντιμετωπίζει ολόκληρες χώρες και κράτη ως εταιρείες και ιδιώτες υπό πτώχευση, χωρίς κανέναν σεβασμό στην ανεξαρτησία και την κυριαρχία τους, και βλέπει τον εθνικό τους πλούτο ως λάφυρο προς διαρπαγή.
Στο πνεύμα αυτό, επεβλήθησαν στη χώρα, μέσω των Μνημονίων, αδιανόητοι όροι, όπως η παραίτηση από την ασυλία της εθνικής κυριαρχίας, η προτεραιότητα της εξοφλήσεως του χρέους έναντι των βασικών αναγκών της κοινωνίας, η υποθήκευση όλης της δημόσιας περιουσίας, η υπαγωγή στο Αγγλικό δίκαιο και μια ακραία πολιτική λιτότητας, χωρίς αναπτυξιακό αντιστάθμισμα, που οδηγεί σε μια πρωτοφανή και παρατεταμένη ύφεση.
Η απουσία οποιασδήποτε αναπτυξιακής διαστάσεως ανταποκρίνεται στην ακραία ιδεολογία που διέπει τη συνταγή των Μνημονίων. Η τελευταία αφορίζει οποιονδήποτε αναπτυξιακό ρόλο του κράτους, με δημόσιες επενδύσεις, προβάλλει ως δόγμα την ιδιωτικοποίηση των πάντων και εξαρτά την προσδοκία της αναπτύξεως μόνο από ιδιωτικές επενδύσεις, εγχώριες και ξένες.
Με άλλα λόγια, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανάληψη του εθνικού πλούτου της χώρας από ξένα συμφέροντα και τον υποβιβασμό του Ελληνικού λαού από κυρίαρχο της χώρας και του μέλλοντός του σ’ ένα φθηνά αμειβόμενο εργατικό δυναμικό, με αναφορά τις γειτονικές Ευρωπαϊκές χώρες χαμηλού κόστους και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα τρίτων χωρών χαμηλού κόστους.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΡΕΠΕΙ Ν’
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕΙ ΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ. ΤΟ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΟΜΩΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η Ελλάδα πρέπει ν’ αντιμετωπίσει τα εσωτερικά της προβλήματα, πολιτικά, οικονομικά, διοικητικά, που αφέθηκαν επί δεκαετίες να σύρουν τη χώρα στου κακού τη σκάλα.
Δεν πρέπει όμως τα προβλήματα να γίνουν άλλοθι για την επιβολή στη χώρα καταστροφικών συνταγών, που απεργάζονται την αρπαγή από ξένα συμφέροντα του εθνικού της πλούτου, την υποθήκευση της ανεξαρτησίας της, την οπισθοδρόμηση του λαού της και την εθνική αποδόμηση. Δεν πρέπει επίσης να οδηγούν στη συγκάλυψη των ευθυνών που υπάρχουν στο Ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι τελευταίες απορρέουν από την ταύτιση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με την παγκοσμιοποίηση και το έλλειμμα στην πολιτική ενοποίηση, με πρώτο μεγάλο παράδειγμα τον τρόπο λειτουργίας του Ευρώ.
Η ταύτιση με την παγκοσμιοποίηση έχει ως συνέπεια, πρώτον, το άκριτο άνοιγμα των Ευρωπαϊκών συνόρων προς κάθε κατεύθυνση, με πολύ δυσάρεστες επιπτώσεις για τις πιο αδύναμες, ιδίως, χώρες-μέλη. Δεύτερον, την αδυναμία της Ευρώπης να χαλιναγωγήσει και να ελέγξει το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και την άκρατη κερδοσκοπία του χρηματιστικού κεφαλαίου. Η ταύτιση με την παγκοσμιοποίηση και τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό έχει, κατά τρίτον λόγο, ως συνέπεια το έλλειμμα στις κοινές Ευρωπαϊκές αναπτυξιακές πολιτικές.
Το έλλειμμα αυτό εκδηλώνεται με δύο τρόπους. Από τη μια ως απουσία μιας κοινής εσωτερικής αναπτυξιακής δυναμικής και πολιτικής. Εφόσον η κάθε χώρα-μέλος αναφέρεται, χωριστά, στη διεθνή αγορά και στον διεθνή ανταγωνισμό, πώς μπορεί να υπάρξει κοινή Ευρωπαϊκή εσωτερική αναπτυξιακή δυναμική;
Εκδηλώνεται από την άλλη ως εμμονή σε μια συνεχή σχεδόν πολιτική λιτότητας, που έχει ως στόχο την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του χρέους. Αυτά όμως που παρουσιάζονται ως δημοσιονομικά ελλείμματα και τα οποία προσφέρεται ν’ αντιμετωπίσει, σε μόνιμη θεσμική βάση, το λεγόμενο Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Σύμφωνο δεν οφείλονται μόνο σε υπερβολές δαπανών και σπατάλες.
Συγκαλύπτουν επίσης τις παρενέργειες και τα προβλήματα που δημιουργούνται από την πολιτική της παγκοσμιοποίησης και του άκριτου ανοίγματος των συνόρων προς κάθε κατεύθυνση.
Ένα παράδειγμα είναι η εκρηκτική αύξηση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο των λιγότερο ανταγωνιστικών χωρών.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η αδυναμία ελέγχου της κερδοσκοπίας πάνω στο Ευρώ. Εφόσον η ίδια η Ευρώπη αυτοδεσμεύεται, μέσα από τις συνθήκες της, «να μην παρεμβάλλει οποιοδήποτε εμπόδιο στην ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων μεταξύ των χωρών-μελών και μεταξύ αυτών και των τρίτων χωρών», αντιλαμβάνεται κανείς πόσο αυτοαφοπλισμένη και αδύναμη είναι να λάβει δραστικά μέτρα για ν’ αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη διεθνή κερδοσκοπία.
Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΟΛΑΝΤ ΚΑΙ ΜΕΡΚΕΛ ΚΑΙ Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Η πρώτη συνάντηση Ολάντ και Μέρκελ επιβεβαίωσε τους πολύ ισχυρούς λόγους που υπάρχουν για την εξεύρεση κοινού εδάφους και τη συμπόρευση των δύο χωρών. Η Γερμανίδα καγκελάριος αποδέχθηκε την ανάγκη να εμπλουτισθεί το Δημοσιονομικό Σύμφωνο με μια αναπτυξιακή πτυχή. Το τι ακριβώς θα είναι αυτή και το πώς θα χρηματοδοτηθεί, θα συζητηθούν κατά την προσεχή Σύνοδο Κορυφής, αφού εν τω μεταξύ υποβληθούν από τα κράτη-μέλη ιδέες και προτάσεις και διεξαχθούν προκαταρκτικές συζητήσεις και διαπραγματεύσεις.
Η προσθήκη στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο μιας αναπτυξιακής πτυχής ήταν η ιδέα που είχε αναπτύξει προεκλογικά ο νέος Γάλλος Πρόεδρος, εκφράζοντας επιφυλάξεις για το Δημοσιονομικό Σύμφωνο. Στο ίδιο πνεύμα, ο Γάλλος Πρόεδρος και η Γερμανίδα καγκελάριος υπεστήριξαν για την Ελλάδα την τήρηση από την τελευταία των υποχρεώσεών της που απορρέουν από το Μνημόνιο και την προσθήκη σ’ αυτό αναπτυξιακών μέτρων που θα μπορούσαν να βοηθήσουν την οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Στη λογική αυτή, άφησαν ανοικτή την πόρτα για την υποβολή από την Ελλάδα δέσμης αναπτυξιακών μέτρων, που θα συζητηθούν στη Σύνοδο Κορυφής.
Σε ό,τι αφορά γενικά την προώθηση μιας αναπτυξιακής πολιτικής στην Ευρώπη, η αναγκαιότητά της είναι περισσότερο από προφανής. Η ανεργία, σε χώρες ιδιαίτερα του Νότου, έχει φθάσει σε εκρηκτικά επίπεδα. Πρώτες στη σειρά είναι η Ελλάδα και η Ισπανία. Είναι όμως πολύ ανησυχητική επίσης η ανοδική τάση και σε άλλες χώρες, όπως η Πορτογαλία, η Ιταλία, ακόμη και η Γαλλία. Η παράλληλη άνοδος των επιτοκίων στην Ισπανία και την Ιταλία, σ’ επίπεδα πάνω από το 6%, καθιστά πολύ επικίνδυνη τη θέση της Ευρωζώνης και του Ευρώ, με ανοικτή ακόμη την κρίση στην Ελλάδα και απρόβλεπτη την τελική της έκβαση.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η μετακίνηση από την άκαμπτη πολιτική της λιτότητας προς μια πιο αναπτυξιακή πολιτική μοιάζει με συνταγή συμβατικής σοφίας. Το αυτονόητο όμως δεν είναι πάντα δεδομένο.
Η εκτροπή της Ευρώπης προς την άκριτη παγκοσμιοποίηση δημιουργεί εγγενείς δυσχέρειες στη διαμόρφωση κι εφαρμογή κοινής αναπτυξιακής πολιτικής. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώην Γάλλος Πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί είχε απειλήσει, κατά την προεκλογική εκστρατεία, ότι η Γαλλία, εφόσον, βεβαίως, εκλεγόταν ο ίδιος, θα έπαιρνε μονομερή μέτρα εμπορικής προστασίας, εάν η Ευρώπη δεν κατέληγε, εντός 12 μηνών, στη λήψη μέτρων προστασίας κατά του λεγομένου «αθέμιτου» διεθνούς εμπορικού ανταγωνισμού. Τα ανοικτά σύνορα, όπως στην περίπτωση του εμπορικού ανταγωνισμού, φαλκιδεύουν επίσης τις δυνατότητες ασκήσεως κοινής αναπτυξιακής πολιτικής.
Υπάρχουν όμως ελπίδες υπερβάσεως των δυσχερειών, γιατί η Ανάγκη είναι μεγάλη θεά και ο φόβος μιας ανεξέλεγκτης κρίσεως μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης εξελίξεων και προόδου.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ελλάδα, η αναφορά του Γαλλο-Γερμανικού άξονα στην ανάγκη αναπτυξιακών μέτρων, ως προσθήκη στις δεσμεύσεις του Μνημονίου, αντιπροσωπεύει ένα θετικό βήμα, που μπορεί ν’ αξιοποιηθεί σε μια νέα διαπραγμάτευση.
Αυτό δεν αρκεί, βεβαίως, για την επανατοποθέτηση του θέματος και την άρση του απαράδεκτου πλαισίου που επιβάλλει η πολιτική των Μνημονίων, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Δεν αρκεί επίσης το άνοιγμα που έκανε ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Ευρωζώνης Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ για παράταση κατά έναν χρόνο της προθεσμίας δημοσιονομικής προσαρμογής.
Η χώρα πρέπει να υποκαταστήσει το Μνημόνιο μ’ ένα Εθνικό Σχέδιο Δημοσιονομικής Προσαρμογής και Αναπτύξεως. Δεν έχει κανένα πρόβλημα να περιλάβει σ’ αυτό όλες τις πραγματικά αναγκαίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό του κράτους, των δομών της οικονομίας και την αναγκαία δημοσιονομική εξυγίανση και προσαρμογή.
Δεν είναι όμως προϋπόθεση γι’ αυτό ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός, η άμετρη λιτότητα, που οδηγεί στην ύφεση και την κοινωνική εξαθλίωση και στρώνει τον δρόμο για την κατεδάφιση της Ελληνικής οικονομίας και την υφαρπαγή του εθνικού πλούτου της χώρας από ξένα συμφέροντα.
Η Ελλάδα έχει ανάγκη από μεικτή οικονομία και στρατηγικό σχέδιο για την παραγωγική της ανασυγκρότηση και για τη διαφύλαξη της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της. Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει ν’ αντιμετωπίσει η χώρα μας την πρόκληση της σημερινής κρίσεως και σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να κριθούν θέσεις και προτάσεις των κομμάτων στον νέο προεκλογικό αγώνα.