Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Και η εκμάθηση έγινε όταν οι Γερμανοί αποφάσισαν σαν σήμερα, 20 Μαΐου, να πατήσουν την Κρήτη με τους έως τότε τροπαιούχους αλεξιπτωτιστές τους. Και θα είχαν υποστεί ολοκληρωτική εξολόθρευση αντί για πύρρειο νίκη, αν δεν «κιότευε» ο επικεφαλής των συμμαχικών στρατευμάτων νεοζηλανδός στρατηγός Φράιμπεργκ και προχωρούσε το πρώτο βράδυ σε εκκαθαριστική επιχείρηση μπαγλαρώνοντάς τους.
Φυσικά η Ιστορία δεν γράφεται με τα «αν» και η Κρήτη όχι μόνον κατελήφθη, αλλά είχε και το θλιβερό προνόμιο να είναι το τελευταίο κατεχόμενο έδαφος που εγκατέλειψαν οι κατακτηταί, και μάλιστα πολλές ημέρες μετά τον τερματισμό του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και την άνευ όρων παράδοσή τους.
Είναι πολύ μεγάλη επέτειος η σημερινή, της Μάχης της Κρήτης. Τότε που ένας ολόκληρος λαός, με τις τσικουδιές του και με τα ωραία του, ξεσηκώθηκε και χωρίς καμιά άνωθεν διαταγή, χωρίς καμιά παρότρυνση, έγινε μονομιάς θηρίο, έβγαλε τον «γκρα» από το ντουλάπι και αντιμετώπισε καθένας τον εισβολέα σαν καθαρά προσωπική του υπόθεση.
Ίσως να μην είχε νόημα η εξιστόρηση γεγονότων για τα οποία τόσα έχουν γραφτεί. Αλλά η τωρινή συμπεριφορά των Γερμανών και τα όσα μας σούρνουν τα έγκυρα έντυπά τους, βρίζοντας και λοιδορώντας τη χώρα μας, μας αναγκάζουν «επ’ ευκαιρία» να ξύσουμε κάποιες πληγές, υπενθυμίζοντας «τι εστί γερμανική βαρβαρότητα».
Μετά την πρώτη και κρίσιμη ημέρα της εισβολής, οι ειδήσεις που κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα στο νησί αναφέρουν πως οι γερμανοί αλεξιπτωτιστές, αφού βάλανε πόδι, εγκατέστησαν προγεφυρώματα τα οποία συνεχώς επεκτείνουν. Οι λιγοστοί έλληνες στρατιώτες, μαζί με τους Νεοζηλανδούς που υπάρχουν στην Κρήτη, προσπαθούν να τους εξουδετερώσουν. Δυστυχώς, ο εκεί ελληνικός στρατός αποτελείται από αγύμναστους νεοσυλλέκτους και από τους μαθητές της Σχολής Ευελπίδων που κατέφυγαν στη μεγαλόνησο πριν καταληφθεί η Αθήνα. Οι κάτοικοι όμως, άνδρες και γυναίκες, από την πρώτη στιγμή που εμφανίζεται εχθρός, δεν κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια. Με ό,τι όπλο διαθέτει καθένας… σπίτι του, τελείως αυθόρμητα, υπερασπίζεται ατομικά το «πάτριον έδαφος» και όπου συναντά Γερμανούς, τους μαθαίνει «πόσα απίδια παίρνει ο σάκος».
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, όταν έμαθαν στην Κάνδανο τα νέα για την κατάληψη του Μάλεμε και την αποβίβαση βαριά εξοπλισμένου τακτικού γερμανικού στρατού που καταπλέει με επιταγμένα μικρά φορτηγά και ψαροκάικα, οι κάτοικοι παίρνουν τη μεγάλη τους απόφαση: Αντίσταση!
Η Κάνδανος ήταν ένα γραφικό χωριό στη νοτιοδυτική πλευρά του Νομού Χανίων, με περίπου 1.300 κατοίκους. Ένα τυπικό κρητικό χωριό με πλούσια ιστορία, που γνώρισε και «καλές μέρες», όπως μαρτυρούσαν τα διάφορα οικοδομήματά της, αφού κάποια εποχή υπήρξε έδρα της επαρχίας.
Αμέσως οι κάτοικοί της σχηματίζουν ένοπλες ομάδες, στήνουν ενέδρα στη θέση Ξεροπόταμος και περιμένουν. Πράγματι, κάποτε εμφανίζεται γερμανική μονάδα με προορισμό της να καταλάβει την Κάνδανο και να εκκαθαρίσει την περιοχή από τυχόν κρυπτόμενους Νεοζηλανδούς. Οι ενεδρεύοντες τους υποδέχονται με πυκνά πυρά, τους αιφνιδιάζουν και ύστερα από μάχη τους εξοντώνουν μέχρις ενός. Δεν μπορούν να καταπιούν το κάζο οι Γερμανοί. Ούτε είναι διατεθειμένοι να δεχθούν πως είναι δυνατόν να υπάρχουν απείθαρχοι λαοί που σηκώνουν κεφάλι. Αμέσως βάζουν κάτω τα κιτάπια τους και εκπονούν σχέδια, εκδίδουν διαταγές διανθισμένες με μπόλικα «Χάιλ Χίτλερ» και οργανώνουν εκστρατεία για την κατάληψη του χωριού και την τιμωρία του, προς δόξαν του Φύρερ. Μια ολόκληρη στρατιά σε μικρογραφία, πάνοπλη με βαρέα όπλα, φανατισμένη και ορκισμένη να εκδικηθεί, ξεκινά πρωί πρωί λίγες μέρες αργότερα για να αλώσει την Κάνδανο. Στο ίδιο μέρος το γνωστό τούς περιμένουνε και πάλι. Η μάχη είναι ιδιαίτερα σκληρή και, παρά τον βαρύ οπλισμό που διαθέτουν για να καταβάλουν τους οπλισμένους με λιανοντούφεκα και γκράδες Κρητικούς, οι Γερμανοί δεν καταφέρνουν τίποτα. Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις που οι αμυνόμενοι, μεθυσμένοι από τη μάχη, αποθρασύνονται, βγαίνουν από τα μετερίζια τους κι έρχονται στα χέρια με τους Γερμανούς, που μαθαίνουν πως στην Κρήτη το μαχαίρι με τη φιλντισένια λαβή δεν το έχουν στο ζωνάρι για διακόσμηση, ούτε το κουβαλάν μαζί τους σαν «πορτ μπονέρ»…
Όπως ήταν επόμενο, ήρθε η στιγμή που τα πυρομαχικά των αμυνομένων τελείωσαν και μετά το τελευταίο βόλι οι Γερμανοί περάσανε, μπήκανε στο χωριό και ξύπνησε μέσα τους ο Ούννος. Βάλανε φωτιά σε όλα τα δημόσια κτίρια και σε πολλά σπίτια, ενώ ταυτόχρονα πυροβολούσανε και σκότωναν όποιον συναντούσανε στον δρόμο, γυναίκα, γέρο, παιδί… Αφού χόρτασαν εκδίκηση, αποχώρησαν, χωρίς να μπορεί να φαντασθεί κανείς ότι θα επανέρχονταν δριμύτεροι. Και επανήλθαν την 3η Ιουνίου, όταν η μάχη της Κρήτης είχε ήδη επισήμως τερματιστεί, και με τη δικαιολογία τιμωρίας των κατοίκων που τους πολέμησαν, αποφασίζουν εν ψυχρώ και διαπράττουν ένα μεγάλο «έγκλημα εκ προμελέτης»: Να εξαφανίσουν την Κάνδανο από προσώπου Γης και να θανατώσουν τους κατοίκους της. Επανήλθαν και, με τη γνωστή μεθοδικότητα που τους διακρίνει, ό,τι καιγόταν το έκαψαν, ό,τι καταστρεφόταν το κατέστρεψαν, τους δε ανθρώπους, στιγματισμένους με την ψεύτικη κατηγορία πως δολοφόνησαν πισώπλατα Γερμανούς -κι ας τους πολέμησαν αντρίκεια-, τους εκτέλεσαν… Ελάχιστοι ήσαν εκείνοι που διέφυγαν. Η είσοδος στο ερειπωμένο χωριό απαγορευόταν σε όλους «επί ποινή θανάτου». Μια πινακίδα στον δημόσιο δρόμο πληροφορούσε τους περαστικούς, γερμανικά και ελληνικά, πως «Ως αντίποινα των υπό οπλισμένων πολιτών ανδρών και γυναικών εκ των όπισθεν δολοφονηθέντων Γερμανών κατεστράφη η Κάνδανος»
Κείμενο που θα μπορούσαν να το κάνουν ρομαντική μπαλάντα, σαν τη «Λιλί Μαρλέν», ίσως ίσως και εμβατήριο…