Διεθνές Οικονομικό Βαρόμετρο
1
Η ιταλική κυβέρνηση του «τεχνοκράτη» πρωθυπουργού Μάριο Μόντι, στο πλαίσιο της απόφασής της να περιορίσει τις δημόσιες δαπάνες για να αποφευχθεί η αύξηση της φορολογίας, διόρισε και όρισε τον Ενρίκο Μπόντι «υπερεπίτροπο» για τον έλεγχο των δαπανών. Στα καθήκοντά του, μεταξύ των άλλων, θα περιλαμβάνεται και η δυνατότητα ανάκλησης ή αναστολής της εκταμίευσης μιας δημόσιας δαπάνης, ενώ θα έχει την ευχέρεια να ζητάει πρόσθετες πληροφορίες από τα υπουργεία και να ματαιώνει δημόσιες προμήθειες (αγαθών και υπηρεσιών). Ο Ενρίκο Μπόντι σπούδασε χημικός και ασχολήθηκε με την εξυγίανση μεγάλων ιταλικών επιχειρήσεων, όπου –όπως λένε– σημείωσε αρκετές επιτυχίες με την εφαρμογή σκληρών μέτρων περιορισμού των δαπανών τους. Ο διορισμός του «υπερεπιτρόπου» φανερώνει την πρόθεση της ιταλικής κυβέρνησης να εκτονώσει την αγανάκτηση των εργαζομένων από την εφαρμογή της λιτότητας και την αύξηση της φορολογίας, που τελικά οδήγησαν την ιταλική οικονομία σε ύφεση, όπως ήταν επόμενο. Και το αποτέλεσμα της γνωστής αυτής συνταγής είναι η αύξηση της ανεργίας και η πτώση του βιοτικού επιπέδου του ιταλικού λαού. Όπως γνωρίζουμε, η κυβέρνηση Μόντι βαφτίστηκε «κυβέρνηση τεχνοκρατών», με την ελπίδα ότι ο ιταλικός λαός θα μπορούσε να ξεγελαστεί και να ανεχθεί τα μέτρα λιτότητας. Με τέτοια ευτελή κόλπα πολιτικής απάτης προσπαθούν οι νοσηροί και ακριβοπληρωμένοι «εγκέφαλοι» του οικονομικού-πολιτικού κατεστημένου να ξεγελάσουν τους λαούς. Όμως ευτυχώς ο κόσμος ξύπνησε. Ακόμη και στην Ελλάδα. Γιʼ αυτό πολύ γρήγορα θα περιοριστεί η προκλητική τους αναίδεια.
2
Ο γνωστός οίκος αξιολόγησης Standard & Poorʼs (S&P) την περασμένη εβδομάδα υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Τουρκίας από «θετική» σε «σταθερή», ενώ ταυτόχρονα αναβάθμισε την αξιολόγηση της Ελλάδας από «επιλεκτική χρεοκοπία» στην κατηγορία «CCC». Για την υποβάθμιση της Τουρκίας η κυβέρνηση της γειτονικής μας χώρας αντέδρασε πολύ έντονα. Και ο πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν χαρακτήρισε την απόφαση αυτή πολύ παράξενη και γελοία, τη στιγμή μάλιστα που η Τουρκία καταγράφει ανάπτυξη 8,5%. Και πρόσθεσε ότι δεν θα αναγνωρίζει πλέον τον οίκο S&P ως αξιόπιστο θεσμό οικονομικών εκτιμήσεων. Αυτή η απόφαση του κ. Ερντογάν έχει πολύ μεγάλη σπουδαιότητα. Επιτέλους, ποιοι είναι αυτοί και από πού αντλούν την εξουσία να αξιολογούν τις οικονομικές δυνατότητες των κρατών και να καταδικάζουν σε αφανισμό ολόκληρους λαούς; Γρήγορα η πολιτική εξουσία, δηλαδή οι κυβερνήσεις όλων των κρατών, πρέπει να ξεσηκωθεί ενάντια σʼ αυτούς τους «κακόμοιρους οίκους». Και να ακολουθήσει το παράδειγμα του Ερντογάν (και παλαιότερα του Προέδρου της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί). Τι μπορούμε άραγε να περιμένουμε από μικρούς και διαπλεκόμενους πολιτικούς ηγέτες; Να θέσουν υπό έλεγχο την κυριαρχία των αγορών; Αδύνατον! Οι αγορές έχουν γίνει πανίσχυρες με τον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποιημένη, ασύδοτη πλέον οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Και η πολιτική εξουσία διατηρείται μόνον για να νομιμοποιεί την παράνομη δραστηριότητα των αγορών. Εύγε στον Ερντογάν!
3
Όπως είναι γνωστό, μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος στα κράτη που βρίσκονταν υπό την επιρροή της πρώην ΕΣΣΔ, όλες οι δυτικές τράπεζες αποφάσισαν να «συνδράμουν» τις νέες αγορές, που για πρώτη φορά επρόκειτο να μυηθούν στην καπιταλιστική οικονομία. Και οι ελληνικές τράπεζες (με κυβερνητική προτροπή) ίδρυσαν στις χώρες αυτές υποκαταστήματα ή πραγματοποίησαν εξαγορές άλλων μικρών τραπεζών. Και φυσικά τα κέρδη από αυτές τις επενδύσεις ήταν ικανοποιητικά. Αυτή όμως η κίνηση σήμαινε τουλάχιστον για τις ελληνικές τράπεζες σημαντική μείωση της ρευστότητάς τους και αύξηση του δανεισμού τους. Τώρα που η ρευστότητα στην παγκόσμια οικονομία έχει μειωθεί δραστικά, τα επιτόκια έχουν αυξηθεί και η εξασφάλιση δανείων από τις αγορές είναι δύσκολη, οι ελληνικές τράπεζες άρχισαν να αποσύρονται από τις αγορές των νεοκαπιταλιστικών χωρών. Προ ημερών η Eurobank πραγματοποίησε την πώληση της θυγατρικής της τράπεζας Polbank. Αγοράστρια, η αυστριακή Raiffeisen, η οποία απέκτησε το 70% των μετοχών της Polbank. Μετά την οριστικοποίηση αυτής της συναλλαγής, δημιουργήθηκε νέα ενιαία τράπεζα με την ονομασία Raiffeisen-Polbank, ενώ η Eurobank, που διατηρεί το 30% της παλιάς Polbank, θα ασκήσει το δικαίωμα προαίρεσης και θα πουλήσει σύντομα το μερίδιο αυτό. Οι σοβαρές επενδύσεις, και μάλιστα σε ξένες χώρες, δεν είναι ασφαλείς εάν δεν γίνονται με ίδια κεφάλαια των τραπεζών αλλά μέσω δανεισμού. Γιʼ αυτό και οι ελληνικές τράπεζες, σχεδόν όλες, άρχισαν να αποσύρονται από τις επενδύσεις τους στις ξένες αγορές, καθώς περικυκλώθηκαν από τις «ισχνές αγελάδες».