Μια φορά και έναν καιρό

Θα μπορούσε να είναι αρχαία τραγωδία, αλλά συνέβη στις μέρες μας σ’ έναν ανθρωπάκο σαν όλους μας. Η περιπέτειά του ξεκίνησε από τον αφηρημένο οδηγό του λεωφορείου, όταν στο «φανάρι» όπου τον σταμάτησε το κόκκινο, ήρθε και κόλλησε στ’ αριστερά πλάι του ένας αντιπαθέστατος νεαρός με βέσπα, που στην πίσω θέση της καθότανε μινιφορούσα κοπελιά κι ο οδηγός άφησε τη μεν ματιά του να περιπλανάται στα καλλίγραμμα πόδια της, τη δε φαντασία του άσ’ τα να πάνε…

Καθώς η ονειροπόλησή του εκινείτο ταχύτερα από το όχημα που ξεκίνησε με το πράσινο, ακολουθώντας σαν μαγνητισμένος τη βέσπα δεν πρόσεξε το κουδούνι που πάτησε ο ανθρωπάκος για να κάνει στάση και ακάθεκτος συνέχιζε την πορεία του. Φυσικά ξέσπασε καβγάς ανάμεσα στον ονειροπαρμένο οδηγό που προσγειώθηκε ανώμαλα και τον τζαναμπετιασμένο επιβάτη, όταν με κραυγές και απειλές τον ανάγκασε να σταματήσει στα ενδιάμεσα δύο στάσεων, φιλοδωρώντας τον με ένα «άει στο διάολο βραδιάτικα…». Έντονα νευριασμένος, σκότωνε άνθρωπο, που λένε, επειδή ξεμάκρυνε, επέστρεφε σπίτι του κόβοντας δρόμο από τα στενά, όταν άκουσε μέσα στο σκοτάδι ένα παλιομοδίτικο τραγούδι, απωθημένο στα βάθη της μνήμης του: «… Κι οι δυο τους νέοι με μυαλά συνηθισμένα / με μιαν αγάπη στην ψυχή / θαρρούσαν πάντα σαν εσάς και σαν εμένα / πως έχει η αγάπη μόνο αρχή…». Στροβιλίστηκαν στο μυαλό του η μουσική και οι στίχοι του γνωστού τραγουδιού του Αττίκ, που έρχονταν από το ανοιχτό παράθυρο κάποιας βαρήκοης γεροντοκόρης, που απολάμβανε στη διαπασών μια ρετρό ραδιοφωνική εκπομπή. Κοντοστάθηκε και προς στιγμήν αφαιρέθηκε, σαν κάτι να ξύπνησε μέσα του, και τώρα θαρρείς τα λόγια χόρευαν βαλσάκι στην κεφάλα του, σιγοντάροντας ψιθυριστά όσες λέξεις θυμόταν, καλύπτοντας τα κενά μ’ ένα τραγουδιστό «λα, λα, λα, λα…».

Ήταν ένα γλυκό ανοιξιάτικο βραδάκι και περπατώντας στο σκοτάδι με προσοχή μη τσακιστεί στα χαλάσματα που εγκατέλειψε μια εταιρεία «κοινής ωφελείας», εντελώς ασυναίσθητα, χωρίς να μπορεί να δώσει εξήγηση στο «γιατί;», άρχισε σιγά σιγά να προσαρμόζει το τραγούδι σε μια ιστορία, που λες και γράφτηκε γι’ αυτόν… «Μιλούνε», σκέφθηκε, «για την ωριμότητα της ηλικίας που μπορείς να βλέπεις τα πάντα αντικειμενικά, βάζοντας χαλινάρι στις ιδεοληψίες σου… Μπούρδες! Έτσι και ξυπνήσει μέσα σου ο κατσαπλιάς, σε πήρε και σε σήκωσε. Σκέψεις, συναισθήματα αναμνήσεις μεγεθύνονται σε διαστάσεις εξωπραγματικές, γίνονται ένας αχταρμάς, κι άντε να ξεφύγεις άτρωτος από την παγίδα τους…». Περπάταγε στον έρημο δρόμο προσπαθώντας να αναλύσει τον κεραυνό που τον βάρεσε αναπάντεχα απόψε. «Σαχλαμάρες!», σκέφτηκε και έριξε μια ματιά στο ρολόι του, μα εντελώς ασυναίσθητα βρέθηκε έξω από το σπίτι «Εκείνης». Μερικά αδέσποτα σκυλιά, που την είχαν αράξει στη γωνιά, βλέποντας τον άγνωστό τους διαβάτη άρχισαν να γαβγίζουν και να παίρνουν στάση επιθετική. Έκανε να κοντοσταθεί και να ρίξει ένα βλέμμα στα ψηλά, στο διαμέρισμά της, αλλά ένα φως που άναψε ξαφνικά τον απέτρεψε. Έφτασε σπίτι του κι εκεί σαν στυγνός τεχνοκράτης διέγραψε όσες ομοιότητες του τραγουδιού φαντάστηκε πως ταίριαζαν με ένα δικό του ξεχασμένο ρομάντζο και τράβηξε για ύπνο. Έλα όμως που ο διάολος εφημέρευε… Σαν να τον σκούντησε μέσα στη νύχτα ψιθυρίζοντας στο δεξί αυτί του το ρεφρέν «…Όταν μια αγάπη που νομίζαμε αιωνία / φτάσει μοιραία στην παρακμή…». Ξύπνησε κι ανασηκώθηκε. Έφερε στο μυαλό την τελευταία σκηνή της ιστορίας τους. «Όχι!», αναφώνησε, «είναι παραποίηση των γεγονότων». Τίποτα το ρομαντικό δεν είχε η διάλυση ενός δεσμού που πίστευαν αιώνιο…

Είχε έρθει, θυμάται, για πρώτη φορά στην Αθήνα το τσίρκο Μεντράνο και εγκατέστησε τα τσαντίρια του, τα θηρία του και τα καμιόνια του στο Πεδίον του Άρεως. Είχε λυσσάξει εκείνη να πάνε να δούνε «τι είναι αυτό το πράμα που ξετρελαίνει μικρούς και μεγάλους και να ξεσκάσουμε λιγάκι που μουχλιάσαμε». Εκείνος βαριότανε σαν σκύλος, αλλά, για να μην της χαλάσει το χατίρι, τη βούτηξε αλά μπρατσέτα και να τους μέσα στο μεγάλο αντίσκηνο, θρονιασμένοι στις άβολες θέσεις των θεατών. Μια μυρωδιά που θύμιζε στάβλο διαχέετο στην ατμόσφαιρα. Έκανε εκείνη έναν μορφασμό αηδίας και είπε μονολεκτικά: «Βρωμάει!» Καλόβολος από ιδιοσυγκρασία εκείνος, απάντησε λογικά: «Τα ζώα δεν φοράνε άρωμα Coty». Φόραγε όμως Εκείνη. Την απάντηση τη θεώρησε κακόγουστο υπαινιγμό και πήγε κάτι να γρυλλίσει. Αλλά ευτυχώς η παράσταση άρχισε, με την ορχήστρα να παιανίζει θριαμβευτικά ταρατατζούμ-τζουμ-τζουμ και τις 4 αδελφές Μεντράνο να παρελαύνουν επί σκηνής καλωσορίζοντας τους θεατές. Ακολούθησαν οι κλόουν, βαμμένοι στη μούρη σαν Μάου Μάου και ντυμένοι με κάτι τεράστια πολύχρωμα ρούχα ολόιδια με εκείνα που είχαν τα δέματα της Ούνρα, και μετά ελέφαντες ζαβλακωμένοι κούναγαν την προβοσκίδα τους πέρα δώθε, ενώ μέσα τους βλαστήμαγαν… ελεφαντιστί την ώρα που γεννήθηκαν. Ακολούθησαν διάφορα άλλα νούμερα με ακροβατικά, με θηριοδαμαστές και αποχαυνωμένες τίγρεις και ανατρίχιασε βλέποντας μια κυρία με μαγιό που πασπάτευε έναν «κατηραμένον όφι», δύο μέτρα με το συμπάθιο, υπό τους ήχους βιεννέζικου βαλς.

Η παράσταση προχωρούσε, όταν έριξε μια κλεφτή ματιά στην κοπελιά του. Αντελήφθη πως παρακολουθούσε με κάποια δυσθυμία το πρόγραμμα, ενώ εκείνος πιστός στο Μυτιληναϊκόν «Αφρίζεις-ξαφρίζεις, θα σε φάω» έβλεπε με προσοχή τα πάντα, αξιοποιώντας μέχρι δεκάρας τους παράδες του εισιτηρίου. Ιδιαίτερα του άρεσε ένα νούμερο με ακροβάτισσες ημίγυμνες αμαζόνες, που κάνανε τα τζαμαζλούκια τους πάνω σε άλογα σε καλπασμό. Νούμερο που χειροκρότησε θερμά, αναλογιζόμενος πως, αν ήταν εκείνος ο μάνατζέρ τους, κάποιες φιγούρες θα τις δίδασκε ακόμη.

Δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν την επίσκεψή τους στον ζωολογικό κήπο του τσίρκου μετά την παράσταση, όταν εκείνη επαναστάτησε και άρχισε να φωνάζει πως την έφερε επίτηδες στο τσίρκο για να της σπάσει τα νεύρα, πως της χαράμισε το απόγευμα, αλλά πάντα τέτοιος ήτανε, και άλλα πολλά που λέγονται σε παρόμοιες περιστάσεις. Καλόβολος από ιδιοσυγκρασία εκείνος, της απάντησε γλυκά: «Άει στο διάολο»…

…Το ξημέρωμα τον βρήκε ξάγρυπνο μ’ ένα κεφάλι βαρύ, σκέτο καζάνι. Με τη γυναικεία διαίσθησή της η γυναίκα του εξήγησε την κακοκεφιά του: «Πάλι έφαγες τον αγλέορα το βράδυ κι άρχισες το παραμιλητό», του είπε αυστηρά, συμπληρώνοντας: «Έτσι άτσαλα που τρως, καμιά νύχτα θα τα κακαρώσεις».


Σχολιάστε εδώ