ΕΘΝΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ
Ο Ελληνικός λαός έστειλε, με οργή και απελπισία, το μήνυμα ότι η ακολουθούμενη πορεία καταστρέφει την οικονομία και την Ελλάδα και ζήτησε αλλαγή πορείας. Οι λόγοι είναι προφανείς. Δεν βλέπει, πρώτον, καμία ελπίδα στην ακολουθούμενη πολιτική.
Η ύφεση επιτείνεται, το εξωτερικό χρέος διογκώνεται, η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος παραμένει ανύπαρκτη, η ανεργία εκτοξεύθηκε, μέσα σε 2,5 περίπου χρόνια, από το 8,9% στο 21,5%, η μείωση του εθνικού εισοδήματος υπερβαίνει ήδη το 17%.
Είναι απόδειξη όλ’ αυτά ότι βρισκόμαστε σε κάποιον δρόμο με φως στην άκρη της σήραγγας;
Κατά δεύτερο λόγο, δεν αποκρύπτεται πλέον από τους αρχιτέκτονες της πολιτικής των Μνημονίων ότι ο επιδιωκόμενος στόχος, με πρόσχημα την περιβόητη «ανταγωνιστικότητα», είναι ο υποβιβασμός της Ελλάδος σε μια άλλη κατηγορία επιπέδου ζωής και κόστους εργασίας. Σ’ ένα επίπεδο αντίστοιχο εκείνων των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Βουλγαρίας και Ρουμανίας.
Ο Ελληνικός όμως λαός, όπως και άλλοι Ευρωπαϊκοί λαοί, επεζήτησε την ένταξή του στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη όχι, ασφαλώς, για να γυρίσει στο παρελθόν. Στα μάτια του και στις προσδοκίες του, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ευρώ ήταν και είναι ταυτισμένα με την ανάπτυξη, τη σταδιακή σύγκλιση των επιπέδων ζωής, τη νομισματική σταθερότητα και μια κοινή Ευρωπαϊκή κοινωνική ασφάλεια κι ευημερία.
Οι παραινέσεις γι’ αυτό προς τον Ελληνικό λαό και τα εκφοβιστικά διλήμματα ότι, εάν δεν αποδεχθεί το νέο αυτό «πεπρωμένο» που του επιφυλάσσεται με τα Μνημόνια, θα διακινδυνεύσει την παραμονή του στο Ευρώ, αντιμετωπίζονται με οργή, γιατί δεν είναι καθόλου διατεθειμένος ν’ αποδεχθεί ένα τέτοιο «πεπρωμένο».
Κατά τρίτο λόγο, άλλωστε, δεν τίθεται μόνο θέμα υποβιβασμού του επιπέδου ζωής και του κόστους εργασίας. Προβάλλεται, επιπλέον, με τον μανδύα των «διαρθρωτικών» δήθεν αλλαγών, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των πλουτοπαραγωγικών πόρων της χώρας και η υποθήκευση της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, με άλλοθι την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους.
Ο Ελληνικός λαός βρίσκεται, ουσιαστικά, μπροστά σε μια πρόκληση που αφορά την ίδια την ύπαρξή του ως ανεξάρτητου και κυρίαρχου εθνικού κράτους και την προοπτική και το μέλλον του.
Ποιο είναι το εθνικό σχέδιο που προτείνεται στον Ελληνικό λαό για την ανασυγκρότηση της οικονομίας του, την έξοδό του από την κρίση και τη στρατηγική για την ανάπτυξη της χώρας και το εθνικό του μέλλον;
ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΟΤΙ
ΕΠΙ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ
ΔΙΑΜΟΡΦΩΘΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ
ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ ΚΑΝΕΝΑ
ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟ
ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΣΧΕΔΙΟ
Λογικά, θα ανέμενε κανείς, κατά τη διάρκεια των 2,5 περίπου χρόνων της δραματικής κρίσεως, στην οποία έχει βυθισθεί η χώρα, να διαμορφωθεί ένα στοιχειώδες εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο, εφόσον όλοι αποδέχονται σήμερα το αυτονόητο, ότι δεν μπορεί να υπάρξει έξοδος από την κρίση χωρίς ανάπτυξη.
Βλέπει όμως κανείς να υπάρχει ένα τέτοιο σχέδιο; Η έλλειψή του δεν οφείλεται, δυστυχώς, μόνο στη γνωστή ανικανότητα και ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού, που έχει οδηγήσει τη χώρα στη σημερινή εφιαλτική κατάσταση. Έχει ακόμη βαθύτερους λόγους. Συνδέεται με ολόκληρη την ιδεολογία και την πολιτική, που εμπνέεται από τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση και αντιπροσωπεύεται από την ακολουθούμενη πολιτική των Μνημονίων.
Στο πνεύμα της πολιτικής αυτής, δεν είναι δουλειά του κράτους να διαμορφώσει οποιοδήποτε εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο. Αυτό θα ήταν «παρωχημένος» και απορριπτέος «κρατισμός». Δουλειά του κράτους, κατά την ιδεολογία αυτή, δεν είναι να επεμβαίνει στην αγορά με στρατηγικές, δημόσιες επενδύσεις. Δουλειά του είναι να διαμορφώσει απλώς ευνοϊκούς όρους και συνθήκες ελεύθερης αγοράς, να ιδιωτικοποιήσει τα πάντα, να ενισχύσει την «ανταγωνιστικότητα» της οικονομίας και να καταστήσει, με τον τρόπο αυτό, ελκυστική τη χώρα για εγχώριες και ξένες ιδιωτικές επενδύσεις. Απ’ αυτές πρέπει να προσδοκάται η επιζητούμενη ανάπτυξη.
Προφανώς, δεν είναι κανείς εναντίον κάθε καλώς νοούμενης αλλαγής, που θα καθιστούσε τη χώρα ελκυστικότερη σε επενδύσεις από Έλληνες ιδιώτες και ξένους. Μπορεί όμως να εξαρτήσει κανείς αποκλειστικά την τύχη και το μέλλον της χώρας, μιας χώρας μάλιστα με ιστορική καθυστέρηση στον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξή της, από το αν, πότε και πόσο θα εκδηλωθεί το αναμενόμενο ενδιαφέρον των ιδιωτών επενδυτών;
Η απάντηση που δόθηκε στο ερώτημα αυτό, στο παρελθόν, από συντηρητικές μάλιστα κυβερνήσεις, ήταν ότι δεν αρκούν οι ιδιωτικές επενδύσεις για την ανάπτυξη της χώρας. Χρειάζονται παραλλήλως δημόσιες στρατηγικές επενδύσεις, για να επιτευχθούν στρατηγικοί στόχοι της χώρας και να επιταχυνθεί ο ρυθμός αναπτύξεως. Υποτίθεται ότι η λογική αυτή θα άλλαζε με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής κοινής αγοράς θ’ αναπτυσσόταν μια νέα δυναμική επενδύσεων, που θ’ αναπλήρωνε την ανεπάρκεια και την καχεξία των τοπικών ιδιωτικών επενδύσεων. Γιατί επίσης η οικοδόμηση της Ενωμένης Ευρώπης θα υποκαθιστούσε σταδιακά, με κοινές Ευρωπαϊκές πολιτικές, τις αντίστοιχες εθνικές πολιτικές και στρατηγικές.
Η ΕΚΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΚΡΑΙΟ
ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
Είναι γνωστό όμως τι έγινε στην πραγματικότητα. Η Ελλάδα επωφελήθηκε μόνο οριακά από τη δυναμική επενδύσεων της Ευρωπαϊκής κοινής αγοράς. Η κύρια ευθύνη βαρύνει γι’ αυτό τις Ελληνικές πολιτικές ηγεσίες, που απέτυχαν να εκσυγχρονίσουν τις δομές του κράτους και της Ελληνικής οικονομίας. Οι Ευρωπαϊκές επενδύσεις που έγιναν κατευθύνθηκαν κυρίως στον καταναλωτικό τομέα και συνέβαλαν στην ενίσχυση των εισαγωγών και στην υπονόμευση της Ελληνικής παραγωγής.
Η εξέλιξη αυτή δεν δικαιολογείται μόνο από την εσωτερική πολιτική ανεπάρκεια. Είναι, δυστυχώς, συνδεδεμένη επίσης, οργανικά, με την εκτροπή της Ευρώπης από την υποτιθέμενη πορεία προς την πραγματική πολιτική Ένωση και τις κοινές πολιτικές και την προσχώρησή της στον άκριτο νεοφιλελευθερισμό της παγκοσμιοποίησης.
Η οικοδόμηση της Ευρώπης αντιμετωπιζόταν με τη λογική ενός οιονεί εθνικού κράτους, διευρυμένου σε ηπειρωτικό επίπεδο, με τη μορφή μιας ισότιμης Συμπολιτείας εθνών και κρατών.
Η προσχώρηση όμως στην πολιτική της παγκοσμιοποίησης, που εκφράζει την ιδεολογία του άκρατου νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, εισάγει τη λογική της αυτοκρατορίας και μιας ηγεμονικής ιεραρχίας. Μέσα σ’ αυτήν δεν έχουν θέση ούτε η ισοτιμία ούτε η αλληλεγγύη ούτε οι κοινές πολιτικές και η κοινή προοπτική.
Εφόσον, με την παγκοσμιοποίηση, η Ευρωπαϊκή, υποτιθέμενη κοινή, αγορά συγχέεται με την παγκόσμια, πώς μπορούν να υπάρξουν κοινές Ευρωπαϊκές πολιτικές;
Πώς μπορούν οι χώρες-μέλη να είναι αλληλέγγυες μεταξύ τους και να προωθούν κοινές αναπτυξιακές πολιτικές, όταν η κάθε χώρα, χωριστά, καλείται να είναι ανταγωνιστική με αναφορά την παγκόσμια αγορά;
Επιπλέον, η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται από δύο πρόσθετους παράγοντες. Κατά πρώτο λόγο, από την πρόωρη και πρωθύστερη εισαγωγή κοινού νομίσματος χωρίς πολιτική ένωση. Το γεγονός αυτό δημιουργεί εγγενή προβλήματα και δυσκολίες στη διακυβέρνηση του ευρώ, κατά την αυτονόητη λογική που ισχύει σε κάθε πραγματική πολιτική Ένωση ή εθνικό κράτος.
Επιδεινώνεται, κατά δεύτερο λόγο, από τη λειτουργία αυτήν του κοινού νομίσματος και των ανοικτών συνόρων, στο πλαίσιο ενός πολιτικά ανεξέλεγκτου, ασύδοτου και απορρυθμισμένου διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η τάξη αυτή πραγμάτων προτάσσει την υπεροχή των αγορών και μιας ανεξέλεγκτης διεθνούς χρηματιστικής ολιγαρχίας έναντι των κρατών και των λαών. Προτάσσει επίσης την κερδοσκοπία και την εικονική οικονομία έναντι της πραγματικής παραγωγής.
Η ταύτιση της Ευρώπης με μια τέτοια τάξη πραγμάτων υποσκάπτει την ουσία της πολιτικής ενώσεως και το Ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος και εγκλωβίζει την Ευρώπη σε πολιτικές που αντιμάχονται την ανάπτυξη.
ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ
ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ Η ΕΛΠΙΔΑ
ΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Τα όσα συνέβησαν και συμβαίνουν στην Ελλάδα δεν είναι άσχετα με την εκτροπή της Ευρώπης προς τον νεοφιλελευθερισμό της παγκοσμιοποίησης, ανεξάρτητα από τις εσωτερικές παθογένειες και ευθύνες. Η Ελλάδα κατέχει, από την άποψη αυτή, ως ο ασθενέστερος Ευρωπαϊκός κρίκος, θέση αρνητικής πρωτοπορίας και διαδραματίζει, κατά κάποιον τρόπο, ρόλο πειραματικού πεδίου ή πειραματόζωου.
Η αντίσταση του Ελληνικού λαού έχει, από την άποψη αυτή, πολύ ευρύτερη σημασία, ιδιαίτερα για την Ευρώπη. Η απόρριψη της πολιτικής των Μνημονίων, με τα καταλυτικά αποτελέσματα των εκλογών, οριοθετεί την ανοχή του Ελληνικού λαού και εκφράζει την απόφασή του να μη δεχθεί, ως δήθεν «σωτηρία», μια πολιτική που κατεδαφίζει την οικονομία του, το μέλλον του και την αξιοπρέπειά του.
Μια πολιτική που αλλοτριώνει επίσης την εθνική ιδιοπροσωπία του, εκποιεί τον δημόσιο πλούτο και υποθηκεύει την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία του.
Θα πρέπει, στο πνεύμα αυτό, να συναγάγουν όλοι τα ορθά συμπεράσματα από τις εκλογές και ν’ αναζητήσουν, πάνω στη βάση αυτή, την αναγκαία εθνική ενότητα για διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους.
Η Ελλάδα έχει σήμερα διπλό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα. Κατά πρώτο λόγο, το μήνυμα που έστειλε με την ψήφο του ο Ελληνικός λαός. Κατά δεύτερο λόγο, ο νέος άνεμος που φυσά στην Ευρώπη.
Κατ’ αρχάς, με τη διαφορετική θέση για την ανάπτυξη που υποστηρίζει ο νέος Γάλλος Πρόεδρος. Με τις ολοένα και περισσότερες φωνές, επίσης, που εκδηλώνονται στην Ευρώπη υπέρ μιας αναπτυξιακής Ευρωπαϊκής πολιτικής.
Η Ελλάδα πρέπει να διαχειρισθεί, με ευθύνη και επάρκεια, το διπλό αυτό πλεονέκτημα για ν’ απεγκλωβισθεί από την καταστρεπτική πολιτική των Μνημονίων, χωρίς μετωπική σύγκρουση με τους εταίρους της, αλλά με συμμάχους και ερείσματα στην Ευρώπη. Η Ελλάδα έχει ανάγκη από μια νέα εθνική πορεία, και αυτή μπορεί να γίνει μόνο με πραγματική αναπτυξιακή στρατηγική και νέα πορεία.