Σχέδιο για τη χώρα; Κανένα!
Το εντυπωσιακό στοιχείο των εκλογών αυτών δεν είναι η τιμωρητική πτυχή της ψήφου και ο συγκλονισμός του δικομματικού οικοδομήματος. Ούτε το σκίρτημα ποικίλων αντιμνημονιακών δυνάμεων, που ενδυναμώνει την κραυγή της χειμαζόμενης Ελλάδος. Ούτε βέβαια το ενδεχόμενο ακυβερνησίας που πλασάρουν εκφοβιστικά οι καθ’ έξιν καθεστωτικοί προπαγανδιστές ούτε η εύλογη ανησυχία των ευρωπαίων ηγεμόνων, που προβληματίζονται από τη συνολική -αντιρρητική στις επιλογές τους- δυναμική που αναπτύσσεται σε ολόκληρη την Ευρώπη…
Αυτά λίγο πολύ αναμένονται. Και ήγγικεν η ώρα να επιβεβαιωθούν. Το εντυπωσιακό στοιχείο που αναδύθηκε και καταγράφεται ως βασικό χαρακτηριστικό των κρίσιμων αυτών εκλογών είναι η παντελής απουσία έστω και στοιχειώδους Σχεδίου για το μέλλον της χώρας. Εκείνο που θα έπρεπε να αποτελεί προτεραιότητα -ένα μελετημένο ενδελεχώς και συγκροτημένο Σχέδιο για την ανακαίνιση του κράτους και την ανάπτυξη- περιφρονήθηκε προκλητικά από όλα τα κόμματα. Μεγάλοι, μικροί και αναδυόμενοι σχηματισμοί περιορίστηκαν είτε σε ηχηρές αλλά άσαρκες και ανεπεξέργαστες εξαγγελίες είτε σε αυτονόητες καταγγελίες, απαραίτητες μεν και ευπρόσδεκτες, αλλά ασυνόδευτες. Το κρίσιμο ελλείπον δεν αναπληρώνεται ούτε από την εύλογη επιδίωξη για αλλαγή πορείας ούτε από την δέλτο φιλολαϊκών προτάσεων και πρωτοβουλιών.
Υπάρχει μια καλόπιστη ένσταση σχετικά με το Σχέδιο: Αφού είναι δεδομένο το οικονομικό πλαίσιο, ασφυκτικά περιορισμένο και απόλυτα δεσμευτικό -με βούλα και υπογραφή των ημετέρων-, τι χρειάζεται και τι μπορεί να προσφέρει ένα Σχέδιο, έστω και μελετημένο; Εκ πρώτης όψεως η ένσταση φαίνεται εύλογη. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για ευέλικτες επιλογές (π.χ. τύπωμα χρήματος) ούτε για άρση της ανελαστικής δημοσιονομικής πολιτικής. Η ασφυκτική λιτότητα και οι εξ αυτής συνέπειες (ανεργία, εκπτώχευση της κοινωνίας, γλίσχρα μεροκάματα κ.ά.) αποτελούν κεντρική επιλογή του ηγεμονικού γαλλογερμανικού κέντρου και δεν αλλάζει παρά μόνο από λαϊκή εξέγερση ή από τη δυναμική της λαϊκής ετυμηγορίας στις χώρες της Ευρώπης.
Παρ’ όλα αυτά, η συγκρότηση ενός σοβαρού Σχεδίου για τη χώρα ούτε περιττή είναι ούτε αδύνατη. Προβάλλει ως αδήριτη ανάγκη και περισσότερο επιβεβλημένη σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, ακριβώς εξαιτίας της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η Ελλάδα. Ένα τέτοιο Σχέδιο προνοεί, πρώτον, για την πλήρη αναδιοργάνωση του καθεύδοντος και ερειπωμένου κράτους και, δεύτερον, για την εξονυχιστική διερεύνηση και ανάδειξη των υπαρκτών δυνατοτήτων που διαθέτει η χώρα για δυναμική ανάπτυξη και οικονομική αναγέννηση. Δυστυχώς, τίποτε από τα δύο δεν απασχόλησε τους κομματικούς σχηματισμούς οι οποίοι αδαπάνως φλυαρούν περί ανάπτυξης και ανασύνταξης της χώρας.
Όπως έχει επισημανθεί πανταχόθεν, κανένα Μνημόνιο δεν χρειαζόταν -ούτε η παρουσία οιουδήποτε Ράιχενμπαχ- για να υπομνησθεί η ανάγκη δραστικής ανακαίνισης της Διοίκησης και του κρατικού μηχανισμού εν γένει. Ήταν φως φανάρι ότι χρειαζόταν ριζοτομικές παρεμβάσεις για να λειτουργήσει το απολιθωμένο τέρας. Το γραφειοκρατικό χάος -με άμεσες επιπτώσεις στη ζωή των πολιτών αλλά και στην οικονομία-, οι οξειδωμένοι και διεφθαρμένοι μηχανισμοί (εφορίες, πολεοδομίες κ.λπ.) και γενικότερα ο καθηλωτικός ιστός του δυσκίνητου και γερασμένου κράτους έπρεπε να είχαν αποτελέσει προτεραιότητα για όλα τα κόμματα εδώ και χρόνια. Πρωτίστως για εκείνα που κυβερνούσαν τη χώρα εκ περιτροπής. Ωστόσο, ούτε ο ιλαρός «εκσυγχρονισμός» του Σημίτη ούτε η άσαρκη επανίδρυση του Καραμανλή κατόρθωσαν -ούτε προσπάθησαν- έστω και κατ’ ελάχιστον να ανταποκριθούν στις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί.
Εννοείται -αποδείχτηκε, μάλλον- ότι ούτε ο τραγικός Γ. Παπανδρέου είχε στοιχειωδώς προνοήσει και προετοιμαστεί για δραστικές μεταρρυθμιστικές τομές. Η αλήθεια είναι ότι «κάτι» κινήθηκε στο διάστημα της μαύρης και οικτρής διετίας του στον τομέα αυτόν. Όμως ήταν λίγο, ελάχιστο, και επιβληθέν έξωθεν. Επρόκειτο για πτυχή του Μνημονίου. Τούτο δεν αποτελεί αξιωματικώς κακό. Αλλά έπασχε σε δύο βασικά σημεία του: πρώτον, επιβλήθηκε βιαίως, υπό το κράτος πανικού και οικονομικής θύελλας, με αποτέλεσμα ασυνήθεις δυσλειτουργίες ακόμη και σε μηχανισμούς που κάπως λειτουργούσαν. Και, δεύτερον, δεν υποστηρίχθηκε επαρκώς από το κυβερνών κόμμα, διότι απλούστατα δεν υπήρχε ούτε προεργασία ούτε στοιχειώδες Σχέδιο… Και το χειρότερο: κάποιες μεταρρυθμιστικές απόπειρες, εξόχως αντιλαϊκές και καταστροφικές, προπαγανδίστηκαν ως εκσυγχρονιστικό έργο ολκής, ενώ άλλες, προδήλως αναγκαίες (π.χ. σύλληψη της φοροδιαφυγής), έμειναν στα χαρτιά και χάθηκαν στο χάος.
Μια ματιά στα δήθεν προγράμματα των δύο «μεγάλων», αλλά και των υπολοίπων, πείθει πως ούτε και τώρα ασχολήθηκαν σοβαρά με το πρόβλημα. Και κραυγαλέα λείπει αυτό που εμμονικά η στήλη επισημαίνει από καιρό: Σχέδιο για την ανάπτυξη. Τουτέστιν: σοβαρή μελέτη και καταγραφή αναπτυξιακών δυνατοτήτων, ανάδειξη και σύζευξη συγκριτικών πλεονεκτημάτων και εμπνευσμένη καθοδήγηση για σταδιακή εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων. Αν’ αυτών, φλυαρίες επί παντός και αδούλευτες εξαγγελίες που καλύπτουν όλα τα πεδία, προκειμένου να καταδειχθούν το ενδιαφέρον και η έγνοια για την ανάπτυξη…
Δυστυχώς, ούτε τα κόμματα της αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης διαθέτουν -ή ασχολούνται με το- Σχέδιο. Το υποτιμούν, λες και πρόκειται για ασήμαντη λεπτομέρεια. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και τα μίντια, τα οποία αποθεώνουν την πληθούσα παραπολιτική αντιπαράθεση, αλλά δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για το κρίσιμο και ζωτικό θέμα του Σχεδίου για τη χώρα. Δεν πρόκειται για πρωτογενή ευθύνη, βέβαια. Αυτή ανήκει στους πολιτικούς σχηματισμούς. Ωστόσο, με τον τρόπο τους, τα ΜΜΕ επιδοτούν τη μικροπολιτική και αποθεώνουν τις ιλαρές πτυχές της πολιτικής, τις οποίες, κατά τ’ άλλα, μάχονται και στηλιτεύουν…
Οι αναμενόμενες δραστικές ανατροπές που θα επιφέρει η κάλπη της 6ης Μαΐου είναι σημαντικές και πολύτιμες. Το δυνατό σήμα για επαναπροσδιορισμό της ευρωπαϊκής πολιτικής, ενισχυμένο από την πιθανή εκλογή Ολάντ και την εν γένει κινητικότητα στις κοινωνίες της Ευρώπης, είναι καθοριστικό. Και ιαματικό για την ασθενή του Νότου. Όμως, η ευκαιρία κινδυνεύει να χαθεί -ή να μην αξιοποιηθεί πλήρως- εξαιτίας της έλλειψης δικού μας Σχεδίου. Όσοι το υποτίμησαν, κόμματα και πολίτες, θα διαπιστώσουν πολύ σύντομα το ευδιάκριτο κενό. Και η χώρα θα πληρώσει το ανάλογο τίμημα…