ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ

Μήπως ήταν αναπόφευκτη μια τέτοια αιφνίδια επιτάχυνση της πτωτικής πορείας ως αποτέλεσμα της κομματοκρατικής κραιπάλης, που υπέσκαψε επί χρόνια και έφθειρε το κρατικό οικοδόμημα, τη δημιουργική, παραγωγική οικονομία και γιγάντωσε τη διαφθορά;

Μήπως οι ηγεσίες της, από ανικανότητα και άγνοια, δημαγωγική μικρόνοια και υποτελή πολιτική και ιδεολογία, έσυραν τη χώρα σε μια αδιέξοδη πορεία, στην οποία δεν διακυβεύεται μόνο το επίπεδο ζωής και η ανάπτυξή της, αλλά επίσης η αρπαγή του εθνικού της πλούτου, η διάσπαση της εθνικής της συνοχής και η υποθήκευση της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της;

ΤΑ ΟΣΑ ΕΓΙΝΑΝ ΔΕΝ ΗΤΑΝ
ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΑ. ΗΤΑΝ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ

Η διαπίστωση είναι προφανής ότι τα όσα έγιναν δεν ήταν αναπόφευκτα. Ήταν αποτελέσματα εγκληματικών πολιτικών και επιλογών και μιας απίστευτης στρατηγικής μυωπίας, που είναι ανεπίτρεπτη σε ηγεσίες που διαχειρίζονται τις τύχες και το μέλλον ενός λαού.

Το λάθος στην πολιτική είναι χειρότερο από έγκλημα, έλεγε ο γνωστός Ταλλεϋράνδος. Ήταν προφανές, π.χ., σε ό,τι αφορά το εσωτερικό ότι η άκρατη κομματοποίηση του κράτους, η καταστροφή κάθε είδους αξιοκρατίας, ο καλπασμός της διαφθοράς σ’ όλα τα επίπεδα, η ενδημική αποτελμάτωση της παιδείας, η ανοχή κάθε είδους ανομίας, η αδράνεια και η απάθεια μπροστά στη συνεχή συρρίκνωση και καταστροφή ολόκληρων παραγωγικών τομέων της χώρας και η άκριτη προσφυγή στον εξωτερικό δανεισμό θα οδηγούσαν κάποια στιγμή σε αδιέξοδο και σε κίνδυνο πλήρους καταρρεύσεως. Τα μηνύματα και οι προειδοποιήσεις ήταν πολλές. Υπερτερούσαν όμως πάντα οι πολιτικές ιδιοτέλειας, η ανεύθυνη παραπομπή των προβλημάτων στο μέλλον, η αδράνεια, τα ιδεολογήματα και η απουσία κάθε στρατηγικού προγραμματισμού και σχεδιασμού. Με την ίδια στάση και νοοτροπία αντιμετωπίσθηκαν τα προβλήματα στο Ευρωπαϊκό και στο διεθνές πεδίο. Οι ηγεσίες μας συνέπλευσαν, χωρίς καμιά επιφύλαξη, ανησυχία ή αντίσταση, με πολιτικές που είναι βλαπτικές ή ακόμη και ολέθριες για την Ελλάδα. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Πρώτ’ απ’ όλα είναι η πορεία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η Ελλάδα αποφάσισε την ένταξή της για λόγους γεωπολιτικούς, οικονομικούς και πολιτιστικούς. Γεωπολιτικούς, γιατί η συμμετοχή της χώρας μας σε μια Ευρωπαϊκή πολιτική Ένωση παρείχε στην Ελλάδα προφανή στρατηγικά πλεονεκτήματα έναντι της ανταγωνιστικής Τουρκίας.

Οικονομικούς, γιατί η συμμετοχή της Ελλάδος σε μια Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά 340 περίπου εκατομμυρίων παρουσίαζε αρκετά πλεονεκτήματα εκτός από τα μειονεκτήματα του ελεύθερου Ευρωπαϊκού ανταγωνισμού. Σημειώνεται ότι ίσχυε τότε η αρχή της Κοινοτικής προτιμήσεως.

Πολιτιστικούς, γιατί δεν ήταν νοητό η Ελλάδα να είναι απούσα από μια ενοποιούμενη Ευρώπη, εφόσον είναι γνωστός ο ρόλος της Ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς στην ιστορία και τον πολιτισμό της Ευρώπης. Η Ελλάδα, με τον πολιτιστικό χαρακτήρα και τη γεωγραφική της θέση, αποτελεί σύνορο της Ευρώπης στην τόσο ευαίσθητη στρατηγικά περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
ΑΛΛΑΞΕ ΣΤΑΔΙΑΚΑ

Η Ευρώπη δεν εξελίχθηκε μέχρι τώρα σε μια πραγματική πολιτική Ένωση, η οποία θα λειτουργούσε με ενιαία λογική στην ανάπτυξη, τη νομισματική πολιτική, την άμυνα, την εξωτερική πολιτική.

Ήταν γνωστά από την αρχή τα μεγάλα προβλήματα και οι διαφορές που υπήρχαν μεταξύ των μεγάλων ιδίως χωρών-μελών στους κρίσιμους τομείς της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής. Οι ΗΠΑ δεν ήθελαν, με κανέναν τρόπο, να εξελιχθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση σε αυτόνομο γεωπολιτικό πόλο, που θα μπορούσε και να είναι ανταγωνιστικός και να διαμορφώσει νέα δεδομένα στις Ευρωπαϊκές και παγκόσμιες στρατηγικές ισορροπίες.

Ακόμη όμως και στον οικονομικό τομέα, ο οποίος αποτέλεσε προνομιακό, υποτίθεται, πεδίο για την Ευρωπαϊκή ενοποίηση, τα πράγματα πήραν πολύ δυσάρεστη τροπή. Η νομισματική ενοποίηση έγινε με σχήμα πρωθύστερο, πριν δηλαδή από την πολιτική ενοποίηση, που είναι, κατά τη συμβατική λογική, απαραίτητη προϋπόθεση για τη σωστή λειτουργία και διακυβέρνηση του κοινού νομίσματος.

Ακόμη όμως χειρότερα, η Ευρώπη, στο όνομα ενός ακραίου νεοφιλελευθερισμού, ταυτίσθηκε με πολιτικές παγκοσμιοποίησης και ανοικτών συνόρων, που είναι αναντίστοιχες με την ιδέα μιας οριοθετημένης και πολιτικά ελεγχόμενης κοινής Ευρωπαϊκής αγοράς. Η ταύτιση αυτή ευνοεί ορισμένες χώρες-μέλη με πολύ υψηλή ανταγωνιστικότητα, όπως η Γερμανία. Είναι όμως δυσμενής, μέχρι και καταστροφική, για τις ασθενέστερες χώρες, όπως, π.χ., η Ελλάδα.

Η Ευρώπη με ανοικτά σύνορα δεν μπορεί να εφαρμόσει κοινές αναπτυξιακές πολιτικές, εφόσον η ανταγωνιστικότητα δεν προσδιορίζεται από Ευρωπαϊκά σύνορα, αλλά αναφέρεται, για κάθε χώρα-μέλος χωριστά, στη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Η σύγκλιση και η συνοχή, υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι δυνατόν να προωθηθούν. Αντιθέτως, το χάσμα μεγαλώνει, γιατί οι ασθενέστερες χώρες δέχονται τις επιπτώσεις του ακριβού ευρώ, δυσκολεύονται να εξαγάγουν και δεν μπορούν να ελέγξουν την εισβολή των ξένων φθηνών προϊόντων που καταστρέφει την παραγωγή τους. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται από τη μετάλλαξη του παραδοσιακού καπιταλισμού σε ασύδοτο χρηματιστικό καπιταλισμό των αγορών, που λειτουργεί σε ανεξέλεγκτο παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ταυτιζόμενη με την παγκοσμιοποίηση, μέσα από τους ίδιους τους θεσμούς και τις συνθήκες της, βρίσκεται σε κατάσταση πολιτικής ομηρίας.

ΤΙ ΕΚΑΝΕ Η ΕΛΛΑΔΑ;

Οι ηγεσίες της χώρας, υπό το κράτος πολιτικής και ιδεολογικής υποτέλειας, όχι μόνο δεν είδαν τους επερχομένους κινδύνους για τη χώρα, αλλά πλειοδότησαν υπέρ των πολιτικών αυτών.

Πρώτ’ απ’ όλα ήρθε η παράδοξη αλλαγή πολιτικής σχετικά με την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρουσίασαν ως δήθεν συμφέρον της Ελλάδος την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη, όταν είναι ηλίου φαεινότερον ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα άλλαζε καταλυτικά τα γεωπολιτικά δεδομένα εις βάρος της Ελλάδος.

Ήρθε μετά από τους ίδιους πολιτικούς ηγέτες, το δίδυμο Κώστα Σημίτη – Γιώργου Παπανδρέου, η πολιτική 0προσαρμογής0 της χώρας στην παγκοσμιοποίηση. Η προσαρμογή στο οικονομικό πεδίο συνιστούσε ριζική αλλαγή πολιτικής προς τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό. Η προσαρμογή όμως είχε και μια άλλη πολιτική πτυχή, που συνίστατο στη μετάλλαξη της Ελληνικής κοινωνίας σε «πολυπολιτισμική» και σε αντίστοιχη αποδόμηση του Ελληνικού εθνικού κράτους, ως δήθεν παρωχημένου, μέσα στο πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης και της διεθνιστικής παγκοσμιοποίησης.

Τότε άρχισε η μαζική εισβολή λαθρομεταναστών, έγινε η απόσυρση του στρατού από τη φύλαξη των συνόρων και η αλλαγή του νομικού πλαισίου για τη λαθρομετανάστευση.

Όλοι σήμερα διαπιστώνουν, επιτέλους, το μέγεθος και την κρισιμότητα του προβλήματος. Αυτό όμως δεν έγινε από μόνο του. Έχουν γι’ αυτό τεράστιες ευθύνες όσοι συνέβαλαν στη δημιουργία του με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνέχισε, δυστυχώς, στην ουσία της την πολιτική του Σημιτισμού. Τα κόμματα της Αριστεράς εξακολουθούν μέχρι σήμερα να μη βλέπουν την οργανική σχέση μεταξύ λαθρομετανάστευσης και παγκοσμιοποίησης και συγχέουν σκοπίμως τη μετανάστευση με τη λαθρομετανάστευση.

Κατά τραγική ειρωνεία, η Ελλάδα, που δέχεται το 90% των λαθρομεταναστών στην Ευρώπη, καταγγέλλεται σήμερα ως υπεύθυνη για την προαγωγή της λαθρομεταναστεύσεως στην Ευρώπη. Γιατί;

Γιατί συνεχίζει μια πολιτική ανοχής, που υπαγορεύεται από μια προφανώς καταχρηστική Ευρωπαϊκή Οδηγία για το πολιτικό άσυλο. Δεν είναι θέμα πολιτικού ασύλου όταν συρρέουν 128.000 λαθρομετανάστες μόνο στο σύνορο του Έβρου κάθε χρόνο και όταν είναι γνωστή η πολιτική της Τουρκίας σε σχέση με τη λαθρομετανάστευση και τη χρησιμοποίησή της για δικές της πολιτικές και γεωπολιτικές επιδιώξεις.

Η Ελλάδα έπρεπε ν’ απαντήσει αμέσως στις Ευρωπαϊκές καταγγελίες με την άμεση αναστολή της εφαρμογής της Οδηγίας για το πολιτικό άσυλο, όπως έχει δικαίωμα από τη Συνθήκη Σένγκεν.

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΟΣ ΝΑ
ΣΤΕΙΛΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΛΠΕΣ
ΜΗΝΥΜΑ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΚΑΙ
ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΩΣ

Αποκορύφωμα των καταστροφικών πολιτικών που ακολουθήθηκαν ήταν η πρόσφατη διετία, μετά τις εκλογές του 2009. Η χώρα έπρεπε να προχωρήσει σε μερική αναδιάρθρωση του χρέους της και παραλλήλως σε πρόγραμμα για δημοσιονομική εξυγίανση και σε αναπτυξιακό σχεδιασμό, για ν’ αποτραπεί η ύφεση και να εισέλθει η χώρα σε αναπτυξιακή τροχιά. Η χώρα σύρθηκε, αντιθέτως, στο ΔΝΤ και στην πολιτική των Μνημονίων, με ό,τι αυτά σημαίνουν. Την ίδια ημέρα, αύριο, διεξάγονται οι Προεδρικές εκλογές στη Γαλλία. Τα προγνωστικά, μετά και την τηλεοπτική συζήτηση των δύο μονομάχων, κλίνουν σαφώς υπέρ του Φρανσουά Ολάντ.

Η γενικευόμενη κρίση στην Ευρώπη από την εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας αναδεικνύει τις εκλογές στην Ελλάδα και τη Γαλλία ως καθοριστικής σημασίας για τις ακολουθούμενες πολιτικές στην Ευρώπη. Η σημερινή πορεία δεν μπορεί να συνεχισθεί χωρίς κίνδυνο αποσαθρώσεως. Η πορεία αυτή είναι αδιέξοδη για την Ευρώπη. Είναι όμως άμεσα καταστρεπτική για την Ελλάδα. Πρέπει γι’ αυτό ο Ελληνικός λαός να στείλει ένα στεντόρειο 0όχι0 σ’ αυτές τις πολιτικές και το μήνυμα ότι αυτός είναι που θα καθορίσει το πεπρωμένο και το μέλλον του και ότι θα περιφρουρήσει την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία του.


Σχολιάστε εδώ