Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Παράδειγμα οι αυριανές βουλευτικές εκλογές, που «ουδεμία συγγένεια ή σχέση» έχουν με εκλογές όπως τις ξέραμε ως σήμερα. Και υπήρξαν διάφορες εκλογές, από ανώμαλες που διεξήχθησαν σε εποχές ομαλές μέχρι ομαλές που έγιναν μέσα σε κλίμα ανωμαλίας, όπου έξαλλοι μαγκουροφόροι σπάγανε τα… αγύριστα κεφάλια των αντιφρονούντων, όπως και «αγανακτισμένοι πολίτες» εφορμούσαν ακάθεκτοι στα εκλογικά κέντρα των αντιπάλων και στα φιλικά τους τυπογραφεία κάνοντάς τα γυαλιά καρφιά.
Αλλά παρ’ όλα ταύτα οι… αλλόδοξοι μυαλό δεν βάζανε. Έβραζαν τα αίματα των ψηφοφόρων, έβραζαν και τα αίματα των στρατηγών και συνταγματαρχαίων που έστριβαν αρειμανίως τους μύστακές τους στους στρατώνες, καρτερώντας το… στραβοπάτημα των εκλογέων. Και οι εφημερίδες έριχναν συνέχεια λάδι στη φωτιά, ανεβάζοντας τη θερμοκρασία, για να φτάσουν τα… βράζοντα αίματα σε βαθμό εκρήξεως. Και ξαφνικά τα απεμπολήσαμε όλα και βρεθήκαμε στο άλλο άκρο, και μας σερβίρουν αύριο εκλογές λάιτ, χωρίς… λιπαρά κατά της κακής χοληστερίνης. Εκλογές νερόβραστες, ανούσιες σαν σούπα νοσοκομείου. Και η απονεύρωση άρχισε από τις κυριακάτικες εφημερίδες, το αλατοπίπερο των κάθε εκλογών, που καταργώντας τα καθιερωμένα κυκλοφορούνε το Σάββατο, την παραμονή, και όχι ανήμερα όπως πάντα.
Έφταναν στα χέρια σου φρεσκοτυπωμένες, με τα κραυγαλέα συνθήματά τους, τις γεμάτες λιβάνι εξυμνήσεις φίλων και τις όλο κακία τσουχτερές λοιδορίες για τους «άλλους», τους «ακατονόμαστους», που τους στόλιζαν μ’ ένα κάρο υπονοούμενα. Τώρα θα πάρει την εφημερίδα Σάββατο πρωί ο αναγνώστης. Αλλά μπορεί να «φτιαχτεί» κανείς σαββατιάτικα; Και την επομένη, την Κυριακή, την «ώρα της κρίσεως», τα άρθρα, τα σχόλια και τα «σχολιανά», αν δεν ξεχάστηκαν χτες στο… σούπερ μάρκετ, θα ‘ναι άνοστα και ξαναδιαβάζοντάς τα για να… τονωθείς θα μοιάζουν με ξαναζεσταμένο φαγητό. Και ο βρασμός ψυχής ενώπιον της κάλπης θα έχει εξατμισθεί. Οι εφημερίδες της Κυριακής των εκλογών είναι κάτι αλλιώτικο. Είναι σαλπίσματα και παιάνες που καλούν φανατισμένους μαχητές να ριχτούν στη μάχη. Και ταυτόχρονα είναι ολοζώντανο το «μαύρο φίδι» που θα φάει τους κομματικούς μας εχθρούς. Έβαζαν οι συντάκτες όλο τους το μεράκι, έδιναν την ψυχή τους για να ξεχωρίζει το φύλλο κρεμασμένο στο περίπτερο, κυρίαρχο ανάμεσα στους ανταγωνιστές του. Έγραφε ιστορία πάντα η «πρώτη σελίδα» τους.
Ξύπναγε το πρωί της Κυριακής ο ψηφοφόρος, ξυριζόταν, φόραγε το καλό, το γαμπριάτικο πολλές φορές κοστούμι του, έσερνε στη γυναίκα του τα «κατά Καπερναούμ» επειδή δεν έβρισκε το εκλογικό του βιβλιάριο και, όταν τελικά βρισκότανε κάπου παραπεταμένο, το έβαζε στην εξωτερική τσέπη του σακακιού και ξεκίναγε να ασκήσει το ύψιστο δημοκρατικό του δικαίωμα. Σε πολύ «ειδικές περιπτώσεις» τού υπενθύμιζε, χαμηλόφωνα βέβαια, η σύζυγός του πως «έχει γυναίκα και παιδιά», όπερ μεταφραζόμενο στα καθ’ ημάς σήμαινε κατά λέξη: «Πρόσεξε τι θα ψηφίσεις, γιατί όπως οι τοίχοι έχουν αφτιά, μπορεί και τα παραβάν να έχουν μάτια…». Υπόδειξη που η δημώδης Μούσα απέδωσε με το δεκαπεντασύλλαβο: «Βασίλη, κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης…». Και ξεκίναγε ο οικογενειάρχης περνώντας πρώτα από το περίπτερο να πάρει την εφημερίδα του, που σε πολύ ειδικές πάλι περιπτώσεις τού την πάσαραν διπλωμένη. Έτσι, με το σώφρον αυτό μέτρο, τις πολιτικές του πεποιθήσεις τις εγνώριζαν δύο μόνον άτομα: α) ο περιπτεράς και β) ο διοικητής του οικείου παραρτήματος Ασφαλείας…
Αφού έβαζε εν τάχει την εφημερίδα στην τσέπη, στεκόταν για να ρίξει μια γρήγορη ματιά στις κρεμασμένες εφημερίδες για να κατατοπιστεί τι «γράφουν αυτοί οι σκύλοι» και ελαφρά τσιγκλισμένος από την ανάγνωση τράβαγε προς το εκλογικό του τμήμα, όπου μια ουρά «ιδανικοί αυτόχειρες» περίμεναν να αναδείξουν τον «Εκλεκτό» της ψήφου τους…
Έχουν και μιαν άλλη ιδιομορφία οι τωρινές εκλογές: Για πρώτη φορά ίσως, ο ψηφοφόρος βάζει στην άκρη συμπάθειες, πολιτικές τοποθετήσεις και ιδεολογίες και ψηφίζει μέχρι και κομματικούς του αντιπάλους, προκειμένου να τιμωρηθούν και να μείνουν εκτός Βουλής όσοι συνέβαλαν στο κατάντημα του τόπου. Ακριβώς όπως ο Εισαγγελέας προφυλακίζει έναν κατηγορούμενο για να μην είναι ελεύθερος να επαναλάβει την εγκληματική του πράξη, έτσι και ο εκλογέας με την ψήφο του θα τους στείλει σπίτια τους, για να μην ξανακουστεί εκείνο το «Ναι σε όλα!» μέσα στο Κοινοβούλιο…
Και μια και μιλάμε για εκλογές και έχουμε την εκπεφρασμένη συμπάθεια της κυρίας Μέρκελ, του καλοκάγαθου κυρίου Σόιμπλε και άλλων τινών εκ της «παλιοπαρέας» περί του «ποιους οφείλει» να αναδείξει η κάλπη, έπεσε στα χέρια μας ένα κατοχικό χαρτονόμισμα μικρής αξίας μεν αλλά μεγάλης ληστείας.
Ένα χαρτονόμισμα που εξέδιδαν οι κατά τόπους μονάδες της Wehrmacht για τα μικροέξοδα του στρατού, ώστε τόσο ο χρυσός που έπαιρναν από την Τράπεζα της Ελλάδος προς «φύλαξη» όσο και τα λεφτά που… «δανείζονταν» από την αυτή Τράπεζα να πέφτουν κατευθείαν στον κορβανά του Βερολίνου και να μη σπαταλούνται σε εφόδια και λοιπά χρειαζούμενα του στρατεύματος, για τα οποία πλήρωνε η «Ελληνική Πολιτεία»
Έτσι μπήκε μπροστά η μηχανή. Ένα χαρτάκι μονόχρωμο, τυπωμένο μόνον από τη μια πλευρά, για να μη σπαταλάμε μελάνι, με την εικόνα βλοσυρού παμφάγου γερμανικού αετού, με μύτη γαμψή και με ανοιχτές τις φτερούγες, όπου αναγραφόταν επάνω του η αξία του σε μάρκα, που αντιστοιχούσαν 1 μάρκο προς 50 δραχμές. Ματσωνόταν ο γερμαναράς χαρτονομίσματα με την οκά και το ‘παιζε βαρόνος Ρότσιλντ. Πήγαινε όπου γούσταρε, αγόραζε ό,τι τράβαγε η ψυχάρα του και πλήρωνε με παλιόχαρτα χωρίς αντίκρισμα, που πουθενά δεν περνούσαν και που ούτε οι ίδιοι δεν τα παίρνανε για ρέστα. Απαγορευόταν όμως να μην τα δεχτείς. Ήταν μια λαμπρή επινόηση, κάτι να πούμε σαν «argent de poche», που λένε οι Γάλλοι.
Σκέφτεται άραγε να τα αναστήσει ο κύριος Ράιχενμπαχ; Ή λέει μέσα του γερμανιστί: «Όποιος βιάζεται σκοντάφτει…»;
ΥΓ.: Εθεάθη γείτονας να βάζει επειγόντως υποστυλώματα στο σπίτι του. Στην ερώτησή μας: «Προς τι αυτή η πρεμούρα;», απάντησε: «Επειδή φοβάμαι πως τη Δευτέρα το πρωί θα χτυπάμε όλοι το κεφάλι μας στον τοίχο, τους ενισχύω μη καταρρεύσουν από τα χτυπήματα…».