Η χώρα έχει ανάγκη από ένα Μνημόνιο εναντίον του κράτους και όχι εναντίον της κοινωνίας
Ότι, δηλαδή, η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει την άρση των πυλώνων που οδήγησαν στην καταστροφή. Οι οποίοι είναι: η κομματική ιδιοποίηση του πολιτικού συστήματος, το δυναστικό και εκφαυλισμένο κράτος και η νομοθεσία που θεσμοθετεί τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Να αντιληφθούν, επομένως, ότι η λύση δεν βρίσκεται στην εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, αφού η πολιτική τάξη εξάντλησε τα όριά της: Ούτε θέλει ούτε μπορεί να αλλάξει, και μάλιστα να υπερβεί τον εαυτό της.
Δύο χρόνια από τη στιγμή που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έριξε τη χώρα στον λάκκο των λεόντων, η πολιτική τάξη δεν έπραξε το παραμικρό όχι μόνο για να άρει τα αίτια της κρίσης, που στο σύνολό της δημιούργησε, αλλά και για να δείξει την παραμικρή διάθεση μεταμέλειας και αλλαγής πορείας.
Διαγκωνίζεται πάνω στα συντρίμμια της χώρας για να υφαρπάσει τη λαϊκή νομιμοποίηση με ψευδή διλήμματα του τύπου «Μνημόνιο ή χρεοκοπία», «ευρώ ή δραχμή», «σταθερότητα ή ακυβερνησία», ενώ είναι απολύτως βέβαιο ότι η χώρα δεν θα αποφύγει ούτε τη χρεοκοπία ούτε ίσως την επάνοδο στη δραχμή εάν δεν αρθούν τα αίτια της κρίσης.
Η Ελλάδα της δημιουργίας και του πολιτισμού είναι όμηρος των ολιγαρχικών συμμοριών που ύφανε η πολιτική τάξη στο σύνολο του κράτους, οι οποίες τη λυμαίνονται και τη σπιλώνουν.
Συνένοχες στον κατήφορο αυτό είναι τόσο οι «μνημονιακές» δυνάμεις, που έριξαν τη χώρα βορά στη διεθνή των αγορών, όσο και οι «αντιμνημονιακές» δυνάμεις, το σύνολο σχεδόν της πολιτικής τάξης.
Η ελληνική κοινωνία παρίσταται μάρτυρας μιας άγονης αντιπαράθεσης των πολιτικών δυνάμεων, που επικεντρώνεται στο σύμπτωμα -στα υπέρ ή κατά του Μνημονίου-, προκειμένου να αντιπαρέλθουν το πραγματικό πρόβλημα, δηλαδή την άρνησή τους να εναρμονισθούν με το συμφέρον της κοινωνίας και της χώρας.
Υπεραμύνονται με πάθος των προκλητικών τους προνομίων, των ευφάνταστων ασυλιών τους, του «δικαίωματός» τους να μην υπάγονται στη δικαιοσύνη, να διαπλέκονται με σκοπό τη διαφθορά, να μην αγγίζουν τη δημόσια διοίκηση και τη δικαιοσύνη για να τη χρησιμοποιούν προς όφελος των ιδίων και της «πολιτικής τους πελατείας», με την κάλυψη του ίδιου του Συντάγματος. Η κοινωνία των πολιτών έχει αναδειχθεί στον πρωταρχικό και μείζονα εχθρό του συνόλου της πολιτικής τάξης.
Έχοντας επίγνωση της εμμονής αυτής της πολιτικής τάξης να μην αγγίξει, μέχρι σήμερα, το απεχθές της σύστημα, η ελληνική κοινωνία δεν έχει άλλη επιλογή παρά να αναζητήσει τρόπους ώστε πολιτικοί και κράτος να αισθάνονται καθημερινά την ανάσα της.
Να πιστέψει ότι η αλλαγή του μείγματος της ακολουθούμενης πολιτικής θα διέλθει, σε πρώτη φάση, μόνο από τον εξαναγκασμό της πολιτικής τάξης να εναρμονισθεί με το κοινό συμφέρον, δηλαδή με την κατάλυση του λεηλατικού της καθεστώτος. Και στη συνέχεια, με την ανάκτηση μέρους, τουλάχιστον, της πολιτικής της κυριαρχίας, με τη θεσμική συνεκτίμηση της βούλησής της στο πολιτικό σύστημα, με την καθιέρωση του «ελέγχειν» και του «ευθύνειν» του πολιτικού προσωπικού για τα πεπραγμένα του. Να αντιληφθεί, τελικά, ότι η παντοδυναμία της κομματοκρατίας και των αγορών συναρτάται άμεσα με τον δικό της αποκλεισμό από το πολιτικό σύστημα. Σε τελική ανάλυση, η κοινωνία ως ο λόγος ύπαρξης και της πολιτικής τάξης και των αγορών.
Οι εκλογές, παρότι γίνονται με σημαδεμένα χαρτιά και με προκλητικά αντισυνταγματικές μεθοδεύσεις, δίνουν τη μοναδική δυνατότητα στην κοινωνία των πολιτών να εξαφανίσει τους πολιτικούς πρωταίτιους της καταστροφής, να εξαναγκάσει την πολιτική τάξη, θέτοντάς τη σε κατ’ οίκον περιορισμό, να αλλάξει άρδην ή, εάν όπως όλα δείχνουν, επιλέξει την αντίσταση, να την οδηγήσει στην κατάρρευση, προκειμένου, πριν να είναι αργά, να έρθουν στο προσκήνιο δυνάμεις που θα οδηγήσουν στην υπέρβαση του δυναστικού καθεστώτος.
Είναι προφανές πια ότι η πολιτική τάξη αποτελεί τη μείζονα απειλή. Η παραμονή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ, η αποτροπή της περαιτέρω εξαθλίωσης και της ταπείνωσης της κοινωνίας, η ίδια η ύπαρξη της χώρας διέρχονται αποκλειστικά από την υπέρβαση του συστήματος που θεσμοθετεί την κομματοκρατία και το δυναστικό κράτος.
Η χώρα έχει επείγουσα ανάγκη από ένα Μνημόνιο εναντίον του κράτους και όχι εναντίον της κοινωνίας. Διότι, εάν αυτό δεν συμβεί, ακόμη και αν η ελληνική κοινωνία προσφέρει δωρεάν την εργασία της ή τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, ουδείς θα αποδεχθεί να επενδύσει, στο μέτρο που θα γνωρίζει ότι τον αναμένουν τα πιράνχας της γραφειοκρατικής ιδιοποίησης, της διαπλοκής και της διαφθοράς να τον κατασπαράξουν. Εκτός και αν η Ελλάδα μεταβληθεί σε «μη χώρα», σε ομοίωμα κράτους, χρήσιμο ως προνομιακή χωματερή της διεθνούς των αγορών για τις ενδοευρωπαϊκές ηγεμονικές διεργασίες, και ως «χώρος» πρόσφορος στα διεθνή παίγνια.
Η ελληνική κοινωνία οφείλει να γνωρίζει ότι, στο πλαίσιο αυτό, θα έχει να επιλέξει ανάμεσα σε μια νέα προσφυγιά και στην οριστική της εξαθλίωση και υποτέλεια.
Οι υπογράφοντες
Σταύρος Ξαρχάκος,
Συνθέτης
Γιώργος Κοντογιώργης,
Καθηγητής»