Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΜΙΑΣ ΜΩΡΑΣ ΠΑΡΘΕΝΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΘΑ ΖΗΣΕΙ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ

Ο λόγος περί εκλογών
καί βασανιστηρίων
έξω από κάθε λογική
καί πέραν τών ορίων.
•••
Ήτο τό πάλαι μιά φορά
μία αγνή παρθένος
όπου τά πάντα πίστευε
αθώα καί ασμένως.
•••
Έμενε εις φτωχόσπιτο
σέ κάποια συνοικία
καί έλεγε πώς ήτανε
εκ γένους πατρικία.
•••
Επίστευε πώς καλλονή
γεννήθηκε η έρμη
καί θερινό ανάκτορο
είχε εις τό Πικέρμι.
•••
Ροβόλαγε τίς Κυριακές
νομίζω απʼ τά Καμίνια
νά κοιμηθεί ως Άνασσα
πέρʼ από κάθε φτήνια.
•••
Επέστρεφε χαρίεσσα
Δευτέρα μεσημέρι
μέ ύφος υπεροπτικό
η Βαρονέσα Μαίρη.
•••
Ουδείς τολμούσε νά τής πεί
πού γύριζε, πού ήτο,
η αρχοντιά κι η έπαρση
τής ψήλωναν τόν μύτο.
•••
Οι γέροι τήν λατρεύανε
οι γραίες τή μισούσαν
διότι τόση αρχοντιά
ποτέ δέν θʼ αποκτούσαν.
•••
Όλα της ήσαν κάλλιστα
η γλώσσα, τό σουλούπι.
Τέτοια κομψοτεχνήματα
βγαίνουν από καλούπι
•••
κλάσεως Βικτοριανής
ή καί Βοναπαρτίου.
Στό κέντρο κατοικήσεως
εντός τού δωματίου
•••
όπου συνεγελάζετο
μέ παρελθόντα κλέη
έστεκε μέγας θυρεός
η Παναγιά πού κλαίει.
•••
«Πίστη καί Κόμμα πάνʼ μαζί
ομού κι η Εκκλησία»,
έλεγε, πάντα έλεγε
η Μαίρη η οσία.
•••
Οι βουλευτές εγνώριζαν
τό βίτσιο τής Κοντέσας
καί τήν εκμεταλλεύονταν
άνευ ψυχής καί μπέσας.
•••
Έτσι στήν αναμέτρηση
εκλογικών κομμάτων
εκεί πού συναθροίζεται
ο όχλος «αομμάτων»,
•••
δυό-τρία κομματόσκυλα
παίρναν τή Βαρονέσα
καί στό κλουβί εψήφιζε
τόν πάσα έν μπουχέσα.
•••
Όμως όταν εγέρασε
καί ήλπιζε νά πάρει
τή σύνταξή της γιά νά ζεί
πήρε ένα δοκάρι.
•••
Απʼ τό δοκάρι μιάν αυγή
κρεμάστηκε η δόλια
όταν εις έν προάστιο
καί δή εις τά Σεπόλια
•••
όσοι αυτή ελάτρεψε
κι όσοι στερούνταν μπέσας
γαμούσαν καί μεθούσανε
εις μνήμη τής Κοντέσας.
………………………………
Θά παρακαλούσα όσους μετά τίς εκλογές
ψηφίσουν, σάν ανόητα ποντίκια, τά υπαίτια
κόμματα τής δυστυχίας μας, καί δούν τίς
συντάξεις τους νά μή μειώνονται κι άλλο,
νά έρθουν
καί νά μέ φτύσουν – άν
δέν έχει στεγνώσει
τό στόμα τους από τήν πείνα. Καί πού σάλιο!


Σχολιάστε εδώ