Μια Φορά Και Έναν Καιρό
«Φύρερ μου, την 27η Απριλίου 1941 και ώραν 8.10 πρωινήν εφθάσαμεν εις Αθήνας ως πρώτα γερμανικά στρατεύματα και την 8.45 π.μ. υψώσαμεν την γερμανικήν σημαίαν επί της Ακροπόλεως και του Δημαρχείου…».
Το σήμα συνυπέγραφε ο υπολοχαγός Έλσνιτς της 6ης ορεινής Μεραρχίας.
Ήταν, θυμάμαι, μια χλιαρή απριλιάτικη Κυριακή, που η θαμπάδα της έδινε την ατμόσφαιρα Μεγάλης Παρασκευής, λες και πενθούσε όλη η πλάση, λες και ο ήλιος κρυβόταν πίσω από το πέπλο της ανοιξιάτικης καταχνιάς για να μην αντικρίσει τους βαρβάρους να πατούν την Αθήνα μας. Ήταν μια βδομάδα μετά το Πάσχα και όλο το επταήμερο που πέρασε έδινε την εντύπωση πως βρισκόσουν μπροστά σε επιθανάτιο κλίνη. Κι όμως, μια κρυφή ελπίδα υπήρχε στην ψυχή όλων πως κάποιο θαύμα θα γίνει την τελευταία στιγμή, ένα θαύμα που τελικά δεν έγινε. Σαν καταιγίδα έρχονταν τα νέα, όλο και πιο δυσάρεστα. Με την αυτοκτονία πρώτα του πρωθυπουργού και την αδυναμία του βασιλέως ύστερα να βρει αντικαταστάτη του, αφού σε όσους απευθύνθηκε αρνήθηκαν, για να καταλήξει στον πρώην τραπεζίτη Εμμανουήλ Τσουδερό, που αποδέχθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση. Δεν πρόλαβαν να διαβάσουν τα νέα οι αναγνώστες των μονόφυλλων εφημερίδων και ολόκληρη η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία μπροστά στον κίνδυνο να αιχμαλωτιστεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς εγκατέλειψε την Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην Κρήτη, μεταφέροντας εκεί την πρωτεύουσα, με τη βεβαιότητα πως η θάλασσα θα της εξασφάλιζε ασφάλεια για να συνεχίσει τον πόλεμο. Θλίψη προκαλούσανε τα διαγγέλματα του βασιλέως και του πρωθυπουργού, που έμοιαζαν με αποχαιρετισμό στους υποψήφιους σκλάβους, καθώς μιλούσαν για τα σκληρά πεπρωμένα του πολέμου. Ήταν όμως και γεμάτα ελπίδα για την τελική νίκη, με την υπόσχεση πως δεν θα λυγίσουμε ούτε θα «καταισχύνομε τα όπλα τα ιερά». Ταυτόχρονα με την κυβέρνηση αναχώρησαν για Κρήτη τα σκάφη του Πολεμικού μας Ναυτικού και τα ελάχιστα αεροπλάνα που μας απέμεναν ύστερα από τις σκληρές αερομαχίες με τα θηρία της Luftwaffe. Τους ακολούθησαν «με το έτσι θέλω», στασιάζοντας σχεδόν, οι Ευέλπιδες μόλις μαθεύτηκε η απόφαση διαλύσεως της Σχολής Ευελπίδων και απολύσεως των μαθητών της.
Με τελευταία γραμμή αμύνης τις Θερμοπύλες και με την Κόρινθο να έχει καταληφθεί από γερμανούς αλεξιπτωτιστές, η Αθήνα άρχισε να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του μετώπου και οι κάτοικοί της να ζούνε το κλίμα της στρατιωτικής κατάρρευσης. Σύμφωνα με τις διαδόσεις που εκείνες τις μέρες οργίαζαν, υπήρξαν κρούσματα αναρχίας, με κλοπές, λεηλασίες και άλλα παρόμοια, όπως στον Ιππόδρομο Φαλήρου, όπου στεγαζόταν η αγγλική επιμελητεία και με την αποχώρηση των Βρετανών εισέβαλε το πλήθος και άρπαζε ό,τι έβρισκε εμπρός του. Και έβλεπες κάρα, σούστες και κάθε λογής άμαξες να ανηφορίζουν τη Συγγρού φορτωμένες με τη… λεία. Γενικά όμως επικρατούσε τάξις. Ήδη με διαταγή του στρατιωτικού διοικητή είχε απαγορευθεί από τις εννιά το βράδυ ως την ανατολή του ηλίου κάθε κίνηση πεζών και τροχοφόρων και η Αθήνα είχε νεκρώσει. Έτσι, με απανωτές ειδήσεις που έμοιαζαν ραπίσματα φτάσαμε στο Σάββατο για να πληροφορηθούμε πως το μέτωπο στις Θερμοπύλες έσπασε και οι Γερμανοί προχωρούσαν ακάθεκτοι προς τα κάτω.
Και ξημέρωσε η Κυριακή. Μια Κυριακή τόσο αλλιώτικη. Ο πατέρας, θυμάμαι, τη νύχτα λαγοκοιμήθηκε και σηκώθηκε νωρίς νωρίς, τα δε νευρικά του βήματα μας ξύπνησαν όλους. Στα κλεφτά μισάνοιξε το ρολό του παραθύρου που έβλεπε στη Λεωφόρο Συγγρού, προσπαθώντας ανάμεσα από τις γρίλιες να κατατοπιστεί τι γινόταν έξω. Νέκρα και ερημιά. Εικόνα μιας πόλης-φάντασμα, όπως εκείνες οι εγκαταλελειμμένες της «άγριας Δύσης» που βλέπουμε στα καουμπόικα φιλμ. Διστακτικά, βγήκε στο μπαλκόνι. Ούτε ίχνος ζωής δεν αντίκρισε τριγύρω, παρά μόνο σπίτια με κλειστά παράθυρα. Με ένα βαρύ αίσθημα ενοχής επειδή έσπασε το «εμπάργκο» και ξεμύτισε, μπήκε αναστενάζοντας. Άνοιξε το ραδιόφωνο. Δεν μετέδιδε όμως την κυριακάτικη Θεία Λειτουργία, όπως συνήθως, αλλά κλασική μουσική, σαν πένθιμη υπόκρουση στην ιστορία που γραφόταν εκείνες τις ώρες. Αίφνης το «ρέκβιεμ» διακόπηκε και ακούστηκε η σπαρακτική φωνή του αρχιεκφωνητή Κώστα Σταυρόπουλου, στα θρυλικά εκείνα λόγια που έμειναν ζωντανά στ’ αυτιά όσων είχαν το προνόμιο να τα ακούσουν εκείνο το πρωινό: «…Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών ύστερα από λίγο δεν θα είναι ελληνικός. Θα είναι γερμανικός και θα μεταδίδει ψέματα. Έλληνες! Μην τον ακούτε», προσθέτοντας πως ο πόλεμός μας συνεχίζεται και θα συνεχισθεί μέχρι την τελική νίκη, για να τελειώσει με ένα βροντερό: «Ζήτω το έθνος των Ελλήνων»…
Ξαφνικά, ένας θόρυβος από μηχανές ακούστηκε από μακριά, που όλο δυνάμωνε. Τρέξαμε στις μισάνοιχτες γρίλιες και είδαμε την πρώτη γερμανική φάλαγγα που κατηφόριζε. Προηγείτο ένα κλειστό βαν, με ένα τεράστιο μεγάφωνο στη σκεπή του. Πίσω του, μέσα σε κάμπριο αυτοκίνητο, όρθιος, ένας οπερατέρ κινηματογραφούσε την… «προέλαση». Ακολουθούσαν μοτοσικλετιστές και ανάμεσά τους θωρακισμένα, που από τον πυργίσκο τους πρόβαλλαν κεφάλια αγέρωχων μαυροσκούφηδων… Πρώτος από τις γρίλιες αποσύρθηκε κατηφής ο πατέρας:
– Τετέλεσται! είπε και δάκρυσε…