ΕΛΠΙΔΑ ΓΙΑ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Συγκεκριμένα, ο Φρανσουά Ολάντ πήρε αποστάσεις από τη σύμπλευση του σημερινού Προέδρου με την καγκελάριο Μέρκελ στην επιβολή μιας σκληρής πολιτικής λιτότητας στην Ευρώπη ως απάντηση στην κρίση χρέους και στα προβλήματα του ευρώ. Στο πνεύμα αυτό, κατέστησε μέρος του προεκλογικού του προγράμματος τη δέσμευση ότι δεν θα επικυρώσει το Ευρωπαϊκό δημοσιονομικό σύμφωνο και ότι θα ζητήσει την επαναδιαπραγμάτευσή του για την προσθήκη σ’ αυτό μιας αναπτυξιακής πτυχής.

Επανερχόμενος στο ίδιο θέμα, μετά τον α’ γύρο, διευκρίνισε ότι, αμέσως μετά την αναμενόμενη εκλογή του, θα στείλει επιστολή στους Ευρωπαίους ομολόγους του, στην οποία θα αναπτύξει τους τέσσερις άξονες που προτείνει για την προώθηση μιας αναπτυξιακής Ευρωπαϊκής πολιτικής, συμπληρωματικής προς την αναγκαία δημοσιονομική πειθαρχία.

Έστειλε επίσης μήνυμα προς την Ελλάδα με μια δήλωση ότι πρέπει να ελαφρύνουμε το βάρος που σηκώνουν οι Έλληνες φίλοι μας, υπονοώντας ότι η Ευρώπη πρέπει να είναι πιο ενωμένη, φορέας κοινών πολιτικών και πιο αλληλέγγυη. Στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή συζητείται επίσης, ως απάντηση στο νέο κλίμα που διαμορφώνεται, η σύγκληση την 25η Μαΐου άτυπης Συνόδου Κορυφής με θέμα την ανάπτυξη.

Η ΕΥΘΥΓΡΑΜΜΙΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΓΚΕΛΑΡΙΟ ΜΕΡΚΕΛ ΕΒΛΑΨΕ ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΝ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΠΡΟΕΔΡΟ

Γιατί ο σημερινός Πρόεδρος έσπευσε να ευθυγραμμισθεί με τη Γερμανίδα καγκελάριο σε μια πολιτική που καταφανώς είναι μονόπλευρη και αναποτελεσματική και δεν αντιμετωπίζει τα δομικά προβλήματα της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως;

Το ερώτημα αυτό είναι ακόμη πιο επιτακτικό, εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι ο σημερινός Πρόεδρος είχε υπερφαλαγγίσει στο παρελθόν το Σοσιαλιστικό Κόμμα στη διακήρυξη θέσεων για πολιτική διακυβέρνηση στην Ευρώπη και κοινές πολιτικές, όπως επίσης για «προστασία» της Ευρώπης από τον «αθέμιτο» διεθνή εμπορικό ανταγωνισμό και για πρωταγωνιστικό ρόλο της Ευρώπης στη ρύθμιση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και της λειτουργίας των αγορών.

Η απάντηση βρίσκεται σ’ ένα μείγμα εκτιμήσεων που αφορούν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως καθοριστική στρατηγική επιλογή της Γαλλίας, τη θεαματική άνοδο της ισχύος των αγορών έναντι των πολιτικών εξουσιών και το μεγάλο οικονομικό βάρος της Γερμανίας, σε συνδυασμό με μια νέα αυτοπεποίθηση και πολιτική οικονομικού ηγεμονισμού.

Η Γαλλία, παρά το γεγονός ότι η ιδέα της Ευρωπαϊκής ενοποιήσεως υποστηρίχθηκε αρχικά από τις ΗΠΑ, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, κατέστησε την Ευρωπαϊκή Ένωση καθοριστική επιλογή για το εθνικό της μέλλον. Πυρήνας της επιλογής αυτής είναι ο λεγόμενος Γαλλογερμανικός άξονας, γιατί χωρίς τη στρατηγική φιλία και συνεργασία Γαλλίας και Γερμανίας είναι αδιανόητη οποιαδήποτε ιδέα Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Στο πλαίσιο αυτό, η Γαλλία βρίσκεται αντιμέτωπη με στρατηγική αμηχανία κάθε φορά που παρουσιάζονται σοβαρά προβλήματα στην απρόσκοπτη λειτουργία του Γαλλογερμανικού άξονα, που απορρέουν από τις διαφορετικές πραγματικότητες των δύο χωρών και από το κενό που υπάρχει στην πραγματική πολιτική ενοποίηση.

Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται από δύο άλλους παράγοντες. Ο πρώτος είναι το μεγαλύτερο οικονομικό βάρος της Γερμανίας και η υψηλότερη ανταγωνιστικότητά της, που συνδυάζονται, δυστυχώς, με έναν άκριτο οικονομικό ηγεμονισμό. Ο τελευταίος είναι εξαιρετικά επικίνδυνος και μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία, με μια άλλη μορφή, ενός νέου Γερμανικού προβλήματος στην Ευρώπη.

Ο δεύτερος έχει σχέση με τη διεθνή κρίση, την ασύδοτη ισχύ που απέκτησαν οι αγορές έναντι των πολιτικών εξουσιών και των κρατών και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.

ΑΠΩΛΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΑΛΛΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΥΠΕΡΟΧΗΣ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΣΤΟΝ ΓΑΛΛΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΑΞΟΝΑ

Η Γαλλία, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως, την ενοποίηση της Γερμανίας και την άνοδο της παγκοσμιοποίησης, έχασε σταδιακά τον προνομιακό πολιτικό ρόλο και την πολιτική υπεροχή που είχε στον Γαλλογερμανικό άξονα.

Μέσα στη νέα Ευρώπη που διαμορφώθηκε, δημιουργήθηκαν νέοι συσχετισμοί και αναβαθμίσθηκε ο οικονομικός παράγων, που ευνοεί, προφανώς, τον οικονομικά ισχυρότερο εταίρο. Η Γαλλία, που έκλινε παραδοσιακά προς τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, ανεζήτησε, κάτω από τις νέες συνθήκες, ένα νέο σημείο ισορροπίας στην ταύτισή της με τη Γερμανία, στο όνομα του Γαλλογερμανικού άξονα, που εξυπηρετεί, υποτίθεται, το κοινό Γαλλογερμανικό αλλά και το Ευρωπαϊκό συμφέρον.

Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι, γιατί η πολιτική ενοποίηση είναι ακόμη ζητούμενο. Το δημοσιονομικό σύμφωνο, π.χ., που προβάλλεται ως πολιτική διακυβέρνηση του ευρώ, δεν αντισταθμίζει το έλλειμμα πολιτικής ενοποιήσεως και την απουσία κοινών Ευρωπαϊκών πολιτικών, που είναι εκ των ουκ άνευ για τη στήριξη και τη διακυβέρνηση ενός κοινού νομίσματος.

Το δημοσιονομικό σύμφωνο υπολαμβάνει ως μόνη αιτία των δημοσίων ελλειμμάτων και οικονομικών ανισορροπιών, τη χαλαρή ή ανεύθυνη δημοσιονομική πολιτική. Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια. Τα ελλείμματα, τα χρέη και οι οικονομικές ανισορροπίες προέρχονται επίσης, πρώτον, από την έλλειψη πραγματικής πολιτικής ενοποιήσεως και κοινών πολιτικών, όπως επίσης από τον τρόπο λειτουργίας του ευρώ, και, δεύτερον, από την άκριτη, νεοφιλελεύθερη ταύτιση της Ευρώπης με τις πολιτικές της παγκοσμιοποίησης. Η τελευταία παροξύνει και επιδεινώνει τις εσωτερικές αντιφάσεις και τα πολιτικά ελλείμματα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Η ΕΥΡΩΠΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ: ΑΛΛΑΓΗ Η ΑΠΟΣΑΡΘΡΩΣΗ

Με βάση τα παραπάνω, η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σήμερα μπροστά σε μια οριακή επιλογή: είτε θα προχωρήσει, έστω σταδιακά, προς κοινές αναπτυξιακές πολιτικές και μεγαλύτερη πολιτική ενοποίηση και αλληλεγγύη είτε θα βρεθεί αντιμέτωπη με βαθύτερη ακόμη κρίση και κίνδυνο αποσαρθρώσεως.

Οι Ευρωπαϊκοί λαοί δεν μπορούν να δεχθούν ως προοπτική την υποβάθμιση του επιπέδου ζωής, την ανεργία και την αβεβαιότητα για το μέλλον. Ειδικότερα, οι λαοί του Ευρωπαϊκού Νότου, με πρώτη την Ελλάδα, δεν μπορούν να δεχθούν ως προοπτική τον υποβιβασμό τους σε μια δεύτερη κατηγορία και ζώνη χαμηλού κόστους, που θα λειτουργούσε συμπληρωματικά για την υποστήριξη της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των πιο αναπτυγμένων βιομηχανικών χωρών, με πρώτη τη Γερμανία. Σε ό,τι αφορά ειδικά την Ελλάδα, ο Ελληνικός λαός δεν μπορεί επίσης να δεχθεί την υφαρπαγή του εθνικού του πλούτου, με αφορμή το χρέος, και τη μετατροπή της εθνικής του ανεξαρτησίας και κυριαρχίας σε εικονική πραγματικότητα.

Για το πρόβλημα της Ελλάδος, έγινε κάθε προσπάθεια να επιρριφθεί όλη η ευθύνη στους ίδιους τους Έλληνες και να συγκαλυφθούν οι ευθύνες που απορρέουν από τα δομικά προβλήματα της Ευρώπης. Όσο όμως μεγάλες και αν είναι οι ευθύνες αυτών που οδήγησαν τη χώρα στο σημερινό κατάντημα, πρέπει να ειπωθεί σαφώς ότι το πρόβλημα της χώρας δεν είναι μόνο εσωτερικό. Είναι επίσης Ευρωπαϊκό.

Η σταδιακή γενίκευση της κρίσεως σ’ όλον τον Ευρωπαϊκό Νότο, αλλά και η αντίσταση στην πολιτική της λιτότητας ακόμη και στην υπεροπτική Ολλανδία του πλούσιου Βορρά, καθιστά σαφές ότι η συνταγή της ακραίας λιτότητας, χωρίς αναπτυξιακές πολιτικές, είναι λάθος συνταγή και επικίνδυνη για την Ευρώπη.

Η μετατόπιση της Γαλλίας από την πολιτική αυτή, μιας χώρας με ειδικό βάρος και ενός από τους δύο πόλους του κινητήριου άξονα της Ευρώπης, διανοίγει νέες προοπτικές και δημιουργεί νέες ελπίδες. Δεν πρέπει όμως να υποτιμά κανείς τα εμπόδια και τις αντιστάσεις. Είναι βέβαιο ότι ο νέος Πρόεδρος, εφόσον τελικά εκλεγεί, όπως διαφαίνεται, θα έρθει αντιμέτωπος με τους ίδιους σκοπέλους, πάνω στους οποίους σκόνταψε ο Νικολά Σαρκοζί. Ήδη ο πρώην Πρόεδρος Ζισκάρ ντ’ Εστέν προειδοποίησε ότι, εάν εκλεγεί ο Φρανσουά Ολάντ, η Γαλλία θα υποστεί επίθεση των διεθνών χρηματιστικών αγορών. Σε μια τέτοια περίπτωση, το Παρίσι θα είχε επείγουσα ανάγκη την αρωγή του Βερολίνου για την αντιμετώπιση της καταστάσεως, γεγονός που θα φαλκίδευε σημαντικά τη διαπραγματευτική του ικανότητα για πειθαναγκασμό της Γερμανίας σε αλλαγή πολιτικής.

Επανέρχεται, ως λύση ανάγκης, το σενάριο μονομερών πολιτικών για την άσκηση πιέσεως, για το οποίο έκανε λόγο, σε σχέση με ορισμένα θέματα και ο σημερινός Πρόεδρος. Υπάρχει επίσης σήμερα ένα διαφορετικό κλίμα στην Ευρώπη και στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς που ενισχύουν την προοπτική αλλαγών. Σε κάθε περίπτωση, η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον της. Η σημερινή πορεία είναι αδιέξοδη και η επιταγή της αλλαγής επιτακτική.


Σχολιάστε εδώ