Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Η εργασία του ήταν ξεκούραστη, ευχάριστη και επικερδής. Είχε προσληφθεί από μια τουριστική επιχείρηση βρετανικών συμφερόντων που διοργάνωνε σαφάρι. Η δουλειά του συνίστατο στο να πηγαίνει να ελέγχει εάν τα λεοντάρια ήσαν ήρεμα στην περιοχή ή πόσο πεινασμένα ήσαν, για να μην κινδυνεύσουν οι κυνηγοί και ειδικά οι Βρετανοί τοιούτοι. Διέτρεχε επίσης λασπώδεις κοίτες ποταμών για να εξακριβώσει τι είδους κροκόδειλοι ελλοχεύουν και αν παρ’ ελπίδα ξέπεσε και κανένας αλιγάτορας, ώστε να επιδειχθεί σαν bonus στους περιηγητές. Με τον ιδρώτα του προσώπου του και γενικότερα του σώματός του έβγαλε μπόλικο παραδάκι και, επειδή η νοσταλγία είναι ασθένεια, χωρίς να υπάρχει ούτε πρωτότυπο ούτε γενόσημο φάρμακο για τη θεραπεία της παρά μόνον η επιστροφή, ο επιστολογράφος μου τα μάζεψε και αρκετά μαυριδερός από τον αφρικάνικο ήλιο παλιννόστησε στην πατρώα γη.
Πήγε στην παλιά του γειτονιά στου Ψυρρή, που τη βρήκε αγνώριστη. Κανένας από τους παλιούς κατοίκους δεν έμενε πια εκεί, όπως ούτε κανένας από τους φίλους του. Στάθηκε τυχερός, όμως, γιατί πλάι στο σπίτι του κατοικούσανε μαύροι, μερικοί μάλιστα ήσαν γνωστοί του από την Αφρική, και έτσι βρέθηκε σε οικείο περιβάλλον.
Και συνέχισε γράφοντας επί λέξει: «Από τα πρώτα χρειαζούμενα του σπιτιού για την καινούργια μας ζωή στην Ελλάδα ήταν φυσικά μια καλή τηλεόραση για συντροφιά, επειδή μετά τη δύση του ηλίου δεν κυκλοφορούμε, κατά φιλική αστυνομική σύσταση, και μέσα σ’ εκείνη τη μαυρόασπρη Urania που αφήσαμε φεύγοντας είχαν γεννήσει ποντίκια. Πήγα σ’ ένα σχετικό κατάστημα, όπου ο ευγενέστατος κύριος καταστηματάρχης μού έδειξε το καύχημα της ηλεκτρονικής, μια συσκευή τεσσαράκοντα παρά μία ιντσών που τη συνόδευαν μερικά HD και άλλα γράμματα του λατινικού αλφαβήτου, απόδειξη προηγμένης τεχνολογίας. Την παζάρεψα, δυστυχώς “δεν έβγαινε”, τον λυπήθηκα και δεν επέμεινα. Ζήτησα μόνον γραπτή εγγύηση καλής λειτουργίας, που μου την έδωσε ασυζητητί. Και έτσι άρχισαν τα βάσανά μου. Τη στήσαμε στο σαλόνι, βάλαμε πάνω της το πιο καλό μας πετσετάκι, που κέντησε στα γεράματά της η προγιαγιά μου, και, αφού βολευτήκαμε στον καναπέ, πατήσαμε το τηλεκοντρόλ ν’ ανάψει. Και άναψε, και βλέπουμε στην οθόνη ένα ζευγάρι να ερωτοτροπεί… τουρκιστί. Αλλάζω κανάλι και πάλι βλέπω άλλο ζευγάρι να ερωτοτροπεί τουρκιστί. Και να μιλάνε τούρκικα και να σαλιαρίζουνε τούρκικα. Εικόνες σκέτο μουχαλεμπί. Ενοχλημένος, την έκλεισα. Η γυναίκα μου έδωσε μια λογική εξήγηση:
“Σε βρήκε μπόσικο και σου πούλησε τηλεόραση που προοριζόταν για την Τουρκία”, είπε. “Να πας να διαμαρτυρηθείς…”. Πήγα. Ο μαγαζάτορας γέλασε: “Ζούμε σε πολυπολιτισμική χώρα”, μου εξήγησε. Και πρόσθεσε με βλοσυρό ύφος: “Ρατσιστής είσαι;”. Έβαλα την “ουρά στα σκέλια μου”, που λένε, και γύρισα στο σπίτι. Με κάποια επιφύλαξη, για να είμαι ειλικρινής, την άνοιξα και πάλι, και ύστερα από ένα ζάπινγκ, όπως συνηθίζεται, κατέληξα σ’ ένα κανάλι που μετέδιδε την αλήθεια για την Επανάσταση του 21. Αγανάκτησα με τους αγροίκους, άξεστους και αγράμματους προγόνους μου, που, ενώ είχαν όλα τα μπερικέτια που τους προσέφερε η νόμιμη τουρκική εξουσία και καλοπερνούσανε, αυτοί οι σιχαμεροί αγνώμονες τα βάλανε με τους ευεργέτες μας, κι επαναστάτησαν. Και μήτε ένα συγγνώμη δεν τους ζητήσαμε ακόμη. Ντράπηκα για τη μάνα του Καραϊσκάκη, που, αντί να μαθαίνει στο παιδί της απολυτίκια ως καλόγρια που ήταν, τον άφησε να βωμολοχεί κατά των προστατών μας. Με δυο λόγια, ήσαν βδελύγματα σαν τους σημερινούς αντιμνημονιακούς.
Η γυναίκα μου, που δεν σκαμπάζει από γεγονότα, επαναλάμβανε:
“Σε βρήκε μπουνταλά και σου πούλησε τούρκικη τηλεόραση”. Ξαναπήγα να διαμαρτυρηθώ. Ο καλός καταστηματάρχης μού εξήγησε και πάλι ότι η αληθινή Ιστορία δεν είναι όπως μας τη μάθανε, αλλά όπως την ξεσκεπάζουνε μυαλά προοδευτικά. Και ύστερα με ύφος έσχατης περιφρόνησης ρώτησε: “Βρε, μπας κι είσαι εθνικιστής;”. Ξανάβαλα την ουρά στα σκέλια και γύρισα σαν βρεμένη γάτα στο σπιτάκι μου…».
Συμπεραίνει λοιπόν ο επιστολογράφος πως «χωρίς αμφιβολία η τηλεόραση ήταν ελαττωματική», αφού κάθε που κάθονται στον καναπέ και την ανοίγουν, μια καλή είδηση δεν βλέπουν, παρά μόνον απολύσεις υπαλλήλων, πετσόκομμα περιθάλψεων, πίνακες με ποσοστά ανέργων, μειώσεις μισθών και συντάξεων, αυξήσεις τιμολογίων και φορολογίες επί φορολογιών. Και επειδή η γλώσσα μας είναι πλούσια, πανάθεμά την, μερικούς φόρους τούς βάφτισαν κομψά «τέλη», για να φορολογήσουνε κι αυτά. Και το χειρότερο, έδειχνε ανθρώπους να ψάχνουν στα σκουπίδια να βρούνε κάτι να φάνε κι άλλους να κοιμούνται χειμωνιάτικα στους δρόμους στο ξεροβόρι, επειδή τους πήρανε το σπίτι οι τράπεζες. Ακόμα, πρόβαλλε περιζήτητα άλλοτε μαγαζιά να ‘ναι κλειστά με κάτι λουκέτα «να», με το συμπάθιο… Έβλεπαν εκπομπές και μαύριζε η ψυχή τους. Η κυρία του συνέχεια γκρινιάζει και λέει: «Τέτοια γρουσούζικη τηλεόραση που είναι, να την πάρει πίσω και να την τρίψει στην κασσίδα του…». Και ρωτάει ο ανθρωπάκος τι να κάνει μ’ αυτό το σκάρτο παλιοκούτι που έμπλεξε. Η απάντηση είναι απλή:
– Δεν φταίει η τηλεόραση, καλέ μου άνθρωπε, γι’ αυτά που βλέπεις. Φταίχτης είναι ο… καναπές, αφού κάθεσαι και τα βλέπεις…